Σε δυσμενέστερες παραδοχές για την εξέλιξη των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2060, συγκριτικά με τις αντίστοιχες που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στήριξε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σε δυσμενέστερες παραδοχές για την εξέλιξη των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2060, συγκριτικά με τις αντίστοιχες που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στήριξε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Με πρόβλεψη για μέση ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 2,9% έως το 2060, πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% για την ίδια περίοδο και μέσο επιτόκιο δανεισμού της τάξεως του 5,7%, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Ως «έτος καμπής» ορίζεται το 2038, καθώς με βάση την έκθεση από το συγκεκριμένο έτος και μετά αρχίζει να παρατηρείται ταχεία αύξηση του χρέους αναλογικά με το ΑΕΠ.
Οι βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες το ΔΝΤ στήριξε την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους είναι οι εξής:
Με δεδομένες αυτές τις διαφορές στις βασικές παραδοχές, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πολύ χειρότερο. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 2060 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα έχει υποχωρήσει κάτω από το 100% μετά και την ενεργοποίηση των μέτρων ελάφρυνσής του, το ΔΝΤ ανεβάζει τον πήχη σε πάνω από 175% του ΑΕΠ. Σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση -ουσιαστικά μέχρι το 2038- το ΔΝΤ δεν εκφράζει αντιρρήσεις σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Όπως αναφέρεται, «με τα συμφωνηθέντα μέτρα, η εξυπηρέτηση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση φαντάζει διαχειρίσιμη». Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η χρηματοδότηση των αναγκών μέσα από τις αγορές σε μεσοπρόθεσμη βάση θα είναι διασφαλισμένη τα επόμενα χρόνια υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνουν πράξη κάποιοι από τους κινδύνους που εντοπίζει το ΔΝΤ (επιδείνωση της διεθνούς οικονομίας, πολιτική αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα, αναστροφή μεταρρυθμίσεων κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, οι επιφυλάξεις του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση διατυπώνονται με μεγάλη σαφήνεια, ενώ ζητούνται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης, ειδικά για την περίοδο μετά το 2038. Η συγκεκριμένη χρονιά θεωρείται ορόσημο, καθώς μετά το συγκεκριμένο έτος οι ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ.
Κανονικά στις αξιολογήσεις
Το ΔΝΤ θα διατηρήσει την ετήσια έκθεση ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, ενώ κάθε χρόνο θα συντάσσονται δύο εκθέσεις προς το εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας της χώρας, αποκάλυψε ο Πίτερ Ντόλμαν, επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ για την Ελλάδα, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε χθες για την παρουσίαση της έκθεσης. Επίσης, διευκρίνισε ότι τα στελέχη του ΔΝΤ θα συμμετέχουν κανονικά στις τέσσερις αξιολογήσεις που προβλέπονται και από το ευρωπαϊκό πλαίσιο μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Ο κ. Ντόλμαν χαρακτήρισε ως κρίσιμη την επόμενη αποστολή που θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο, καθώς, όπως είπε, τότε θα εξεταστεί και ο προϋπολογισμός του 2019 αλλά και οι προθέσεις της κυβέρνησης σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που θα προχωρήσουν από την 1η/1/2019. Ο κ. Ντόλμαν εξέφρασε έντονο προβληματισμό σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα οι στόχοι της ανάπτυξης και των υψηλών πλεονασμάτων. Αναφερόμενος δε στο θέμα του χρέους, σημείωσε ότι με το «μαξιλάρι» ρευστότητας βελτιώνεται σημαντικά η βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα. Το «μαξιλάρι» θα ξεκινήσει από 24 δισ. και θα μειωθεί περίπου στα μισά στα τέλη του 2022. Σε εκείνη τη φάση θα πρέπει να εξετασθεί η πρόσβαση στις αγορές και τι «μαξιλάρι» θα χρειάζεται τότε.