Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Κρίσιμες θεωρούνται οι επόμενες ώρες όσον αφορά την απόπειρα εξόδου της Ελλάδας στις αγορές. Για αργά χθες ήταν προγραμματισμένη ευρεία σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό προκειμένου να ληφθεί η τελική απόφαση σχετικά με το αν θα ανοίξει τελικώς το βιβλίο προσφορών -ακόμη και εντός της ημέρας- ή αν θα αναβληθεί το εγχείρημα της έκδοσης του 5ετούς ομολόγου για αργότερα.
Μέχρι και χθες όλα έδειχναν ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε τελικώς στην έκδοση του 5ετούς ομολόγου με στόχο να καταγραφεί μια επιτυχημένη απόπειρα εξόδου για πρώτη φορά μετά το 2014. Τα όσα έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα -η απόφαση του ΔΝΤ για το νέο ελληνικό πρόγραμμα και η έκθεση της S&P- εκτιμήθηκε ότι δεν μπορούν να αποτρέψουν την άμεση έξοδο στις αγορές και το μόνο που έμενε μέχρι τη χθεσινοβραδινή σύσκεψη είναι να δοθούν οι διαβεβαιώσεις από τον σύμβουλο της ελληνικής κυβέρνησης ότι το επιτόκιο δανεισμού δεν θα δημιουργήσει προβλήματα για την ολοκλήρωση της έκδοσης.
Τα επιχειρήματα υπέρ της άμεσης εξόδου στις αγορές ήταν αρκετά τα προηγούμενα 24ωρα, παρά το κλίμα που δημιουργήθηκε, ειδικά από την επαναφορά στο προσκήνιο των βασικών θέσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τα επιχειρήματα αυτά ήταν τα εξής:
1. Το επιτοκιακό ρίσκο δεν είναι και τόσο υψηλό για την Ελλάδα. Δεδομένου ότι το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου παρέμεινε στην περιοχή του 5,2%-5,3% μετά τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ σημαίνει ότι οι αγορές δεν επηρεάστηκαν από τον χαρακτηρισμό του χρέους ως μη βιώσιμο. Έτσι, κατά την έκδοση του 5ετούς ομολόγου θεωρείται ότι μπορεί να εξασφαλιστεί ένα επιτόκιο κάτω του 4,9%-4,95%. Αυτό είναι και το όριο, καθώς υψηλότερο επιτόκιο θα σήμαινε αποτυχία έκδοσης. Η αντικατάσταση ενός παλαιότερου ομολόγου έχει νόημα μόνο όταν εξασφαλίζεται χαμηλότερο επιτόκιο.
2. Η Ελλάδα πρέπει να αντικαταστήσει το 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε το 2014 δεδομένου ότι αυτό λήγει το 2019. Ομόλογα για τα οποία απομένει χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών από τη λήξη τους, δεν μπορούν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Έτσι, αν κάποια στιγμή αποφασιστεί η συμμετοχή και της Ελλάδας στο QΕ, αυτό θα ήταν καλό να γίνει για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξία ομολόγων.
3. Δεν τίθεται θέμα πλαφόν χρέους. Το θέμα πήρε μεγάλη δημοσιότητα την τελευταία εβδομάδα λόγω της διαρροής ότι θα υπάρχει σχετική ρήτρα στο τεχνικό μνημόνιο του ΔΝΤ. Η ρήτρα πράγματι υπάρχει και ορίζει ότι το χρέος σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο των 325 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η έκδοση στην οποία προτίθεται να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση δεν αφορά σε καινούργιο δανεισμό αλλά σε αντικατάσταση υφιστάμενου ομολόγου, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στο όριο του χρέους.
4. Η Ελλάδα δεν πρέπει να αναβάλλει συνεχώς τις εκδόσεις. Προκειμένου να καλύψει η χώρα αποκλειστικά τις δανειακές της ανάγκες μετά το τέλος του 3ου μνημονίου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018, θα πρέπει να έχουν γίνει πολλές δοκιμαστικές έξοδοι (περισσότερες από 3-4) και όχι να αφεθεί το εγχείρημα για την τελευταία στιγμή.
5. Δεν υφίσταται πλέον το επιχείρημα ότι η επικείμενη δημοσίευση της έκθεσης του ΔΝΤ θα μπορούσε να μεταφραστεί ως αιφνιδιασμός των επενδυτών. Αυτό το ζήτημα είχε τεθεί την προηγούμενη εβδομάδα και οδήγησε στην απόφαση το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών να μην προηγηθεί της συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, αλλά και της έκθεσης του S&P. Πλέον δεν τίθεται θέμα αιφνιδιασμού καθώς όλα τα χαρτιά είναι ανοικτά πάνω στο τραπέζι.
Το αντεπιχείρημα έχει να κάνει με το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μην εξασφαλίσει το πολυπόθητο επιτόκιο του 4,5%-4,6%, ώστε η έξοδος στις αγορές να χαρακτηριστεί επιτυχημένη.
Μετά την αποτυχία στο να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αλλά και την αναβολή στην εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η κυβέρνηση δεν θα ήθελε να δει και τον τελευταίο της στόχο να αποτυγχάνει.
Τα επιχειρήματα υπέρ της εξόδου και ο «αστερίσκος»
Το επιτοκιακό ρίσκο δεν είναι και τόσο υψηλό για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα πρέπει να αντικαταστήσει το 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε το 2014 δεδομένου ότι αυτό λήγει το 2019.
Δεν τίθεται θέμα πλαφόν χρέους, καθώς η έκδοση δεν αφορά καινούργιο δανεισμό αλλά αντικατάσταση υφιστάμενου.
Προκειμένου να καλύψει η χώρα αποκλειστικά τις δανειακές της ανάγκες μετά το τέλος του 3ου μνημονίου θα πρέπει να έχουν γίνει πολλές δοκιμαστικές έξοδοι.
Δεν υφίσταται πλέον το επιχείρημα ότι η επικείμενη δημοσίευση της έκθεσης του ΔΝΤ θα μπορούσε να μεταφραστεί ως αιφνιδιασμός των επενδυτών.
Το μόνο αντεπιχείρημα έχει να κάνει με το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μην εξασφαλίσει το πολυπόθητο επιτόκιο του 4,5%-4,6%.