Η ρευστότητα, οι επενδύσεις και τα «κόκκινα» δάνεια βρέθηκαν μεταξύ άλλων στο επίκεντρο συνάντησης του προέδρου και των μελών του δ.σ. της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) και των διευθυνόντων συμβούλων της Τράπεζας Πειραιώς, της Εθνικής Τράπεζας της Alpha Βank, της Eurobank της Τράπεζας Αττικής και της HSBC, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, τον υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργό Δημήτρη Λιάκο και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας Αλέξανδρο Χαρίτση.
Σύμφωνα με την ΕΕΤ, κατά η διάρκεια της συνάντησης επισημάνθηκαν τα ακόλουθα θέματα:
Η ρευστότητα και η χρηματοδότηση της οικονομίας. Υπογραμμίστηκε ότι η διαφαινόμενη επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει δημιουργήσει κλίμα σταθερότητας και έχει συμβάλει στη σταθεροποίηση των καταθέσεων, μετά τις απώλειες που καταγράφηκαν κυρίως το πρώτο δίμηνο του 2017. Παράλληλα οι δανειακές ανάγκες των αξιόχρεων επιχειρήσεων καλύπτονται πλήρως, σύμφωνα με την ΕΕΤ, ενώ σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον των νοικοκυριών για νέες χορηγήσεις, αυτό εμφανίζεται περιορισμένο. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση χορηγήσεων και να συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας. Επίσης, όπως τονίζει η ΕΕΤ, στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη βελτίωση της ρευστότητας της οικονομίας είναι σημαντική η διατήρηση από το Δημόσιο της συνέπειας στην αποπληρωμή οφειλών του προς τον ιδιωτικό τομέα.
Η αξιοποίηση των επενδυτικών προγραμμάτων μέσω του ΕΣΠΑ καθώς και του Fund of Funds (Ταμείο Επιχειρηματικών Συμμετοχών) που δημιουργήθηκε πρόσφατα. Όπως αναφέρει η ΕΕΤ, οι Τράπεζες έχουν στηρίξει πολλαπλά τη διοχέτευση των κονδυλίων, υλοποιούν τα προγράμματα χρηματοδοτήσεων και εγγυήσεων μικρών επιχειρήσεων global loans (αρχικό πρόγραμμα ύψους 450 εκατ. ευρώ), Cosme (230 εκατ. ευρώ) και σε αρκετές περιπτώσεις έχουν παράσχει άμεση συνδρομή στις υλικοτεχνικές υποδομές διάθεσης των σχετικών οικονομικών πόρων.
Η διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και πληρωμών. Κατά την ΕΕΤ, η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών εξακολουθεί να αυξάνεται με πολύ ικανοποιητικούς ρυθμούς και οι τράπεζες επενδύουν σημαντικά ποσά στη δημιουργία των κατάλληλων τεχνολογικών υποδομών, με αποτέλεσμα να έχουν ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση τερματικών POS (προσθέτουν περίπου 100.000 νέα POS ετησίως). Για την περαιτέρω διάδοση των ηλεκτρονικών πληρωμών προτάθηκε από την ΕΕΤ η επανεξέταση του μέγιστου ποσού συναλλαγής με μετρητά και η ολοκλήρωση της διαδικασίας για τον ορισμό «επαγγελματικών» λογαριασμών από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες και η σύνδεση των λογαριασμών αυτών με το αφορολόγητο.
Οι στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και οι προοπτικές επίτευξής τους. Η ΕΕΤ σημειώνει ότι, όπως καταγράφεται και σε πρόσφατη έκθεση της ΤτΕ, ο ρυθμός μείωσης των «κόκκινων» δανείων το 2016 υπήρξε ικανοποιητικός. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να ικανοποιηθούν οι στόχοι για δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων την τριετία 2017-2019 κατά 40 δισ. ευρώ. Αυτό προϋποθέτει αφενός την επιστροφή της χώρας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αφετέρου την ολοκλήρωση του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου, όπως ιδίως την ουσιαστική διαμόρφωση και αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό τη δυνατότητα πραγματοποίησης ηλεκτρονικών πλειστηριασμών σε βάρος των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών και κυρίως των στρατηγικών κακοπληρωτών, και την εξάλειψη δυσλειτουργιών της υφιστάμενης σχετικής νομοθεσίας.
Καταληκτικά, σύμφωνα με την ΕΕΤ, και από τις δύο πλευρές διαπιστώθηκε η ανάγκη για ουσιαστική συνεργασία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με το σύνολο των αρμόδιων Υπουργείων και των λοιπών παραγωγικών φορέων, με κοινό στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την επιστροφή της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά.
Γ. Δραγασάκης για διαφορές δανειστών: Η διελκυστίνδα δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον
Να στηρίξουν την οικονομία και να ενθαρρύνουν σημαντικές επενδύσεις ζήτησε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης από τους τραπεζίτες.
Ο κ. Δραγασάκης κατά την παρέμβαση του, επεσήμανε ότι η κυβέρνηση παραμένει σταθερή στον στόχο της επίτευξης συνολικής συμφωνίας με τους Θεσμούς σημειώνοντας πως οι πρόσφατες επαφές στην Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επιβεβαίωσαν ακριβώς την κοινή βούληση για επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης οι καθυστερήσεις οφείλονται αποκλειστικά στις διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των δανειστών και υπογράμμισε πως «η διελκυστίνδα δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Πρέπει όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους».
Αναφερόμενος στα θέματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, ο κ. Δραγασάκης είπε ότι οι τράπεζες πρέπει να γίνουν μέρος της λύσης του προβλήματος της χώρας, στήριγμα της εθνικής στρατηγικής για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και την επίτευξη του εθνικού στόχου για Δίκαιη και Βιώσιμη ανάπτυξη. Για να το πετύχουν αυτό, όπως πρόσθεσε, απαιτείται να ανακτήσουν το ταχύτερο δυνατό τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομία, βεβαίως με τρόπο και με κριτήρια που θα λαμβάνουν υπόψη τα διδάγματα του παρελθόντος. Ο κ. Δραγασάκης εκτίμησε ότι προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής διευκόλυνσης της ρευστότητας θα λειτουργήσουν:
- Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης
- Η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ
- Η δυνατότητα διάθεσης κρατικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές
- Η πρόοδος στην υλοποίηση των έργων του ΕΣΠΑ και η ενεργοποίηση των ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων που δημιουργούνται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Δραγασάκη, οι αιτήσεις που υποβάλλονται στον Αναπτυξιακό Νόμο, η δυναμική που παρουσιάζει ο τουρισμός και ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι, η κερδοφορία ενός διευρυμένου κύκλου επιχειρήσεων και άλλα θετικά και ελπιδοφόρα στοιχεία της πραγματικής οικονομίας καταδεικνύουν ότι σημαντικές επενδύσεις στο στάδιο της αναμονής θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν από μια αντίστοιχη πολιτική των τραπεζών.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανέφερε ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει τη μείωση των «κόκκινων δανείων» με αποφασιστικότητα αλλά και κοινωνική ευθύνη καθώς πρόκειται για μια πάρα πολύ κρίσιμη και σύνθετη διαδικασία.
Σημείωσε επίσης ότι η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών συμβάλει στη διαφάνεια των συναλλαγών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ, γι’ αυτό και η κυβέρνηση προχώρησε αποφασιστικά στην κατεύθυνση της επέκτασής τους. Ορισμένοι ωστόσο κλάδοι βρίσκουν ακόμα υψηλό το κόστος χρήσης των POS, όπως είπε, και ζήτησε από τις τράπεζες να εξετάσουν τις περιπτώσεις αυτές και συνυπολογίζοντας τα ευρύτερα οφέλη να επιταχύνουν τη μείωση του κόστους των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Ο κ. Δραγασάκης σημείωσε ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική για την εδραίωση ενός νέου υποδείγματος Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης απαλλαγμένης από τις αμαρτίες και τις παθογένειες του παρελθόντος. «Ειδικότερα, στο θέμα της νέας παραγωγικής ταυτότητας της χώρας και της νέας κλαδικής παραγωγικής εξειδίκευσης θα είναι αμοιβαία επωφελές οι μεν τράπεζες να γνωρίζουν τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης, η δε κυβέρνηση και οι φορείς του κράτους να γνωρίζουν τις τάσεις που διαφαίνονται και τα σήματα που οι τράπεζες συλλαμβάνουν από τη σχέση τους με την αγορά, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά», σημείωσε.
Παράλληλα, ζήτησε τη συμβολή των τραπεζών στην ενημέρωση των ενδιαφερομένων, στην προσέλκυση ξένων επενδυτών και στην προώθηση επενδύσεων. «Συναφές, με αυτό, ζήτημα είναι η αποκατάσταση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, αρχίζοντας από το εσωτερικό, ανοίγοντας μέτωπο όχι στην πολιτική κριτική που είναι αναγκαία αλλά στη συνειδητή διαστρέβλωση των δεδομένων, στην ιδιοτελή παραποίηση της πραγματικότητας, στην ανεύθυνη κινδυνολογία, στη σκόπιμη παραφιλολογία», πρόσθεσε.
Ο κ. Δραγασάκης πρότεινε τη δημιουργία ενός μόνιμου Φόρουμ Διαλόγου και Συνεργασίας με συμμετοχή εκπροσώπων της κυβέρνησης, εκπροσώπων των πιστωτικών ιδρυμάτων και αντιπροσωπευτικών εκπροσώπων της πραγματικής οικονομίας, ενώ στάθηκε στην ανάγκη έγκαιρης ενημέρωσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των κοινωνικών συνεπειών κατά το στάδιο της ρύθμισης των «κόκκινων δανείων», ειδικά μεγάλων επιχειρήσεων. «Ακούγοντας, λοιπόν, και για αυτό το θέμα αντίστοιχα αιτήματα εκ μέρους των παραγωγικών φορέων, προτείνω τη συγκρότηση μιας μόνιμης δομής, ενός μόνιμου διαύλου ενημέρωσης και συνεργασίας για συναφή θέματα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις τράπεζες», πρόσθεσε.