Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Στη μέγγενη του νέου τρόπου υπολογισμού τους βρίσκονται οι νέες συντάξεις, που θα εκδοθούν με βάση τον νέο νόμο και οι οποίες θα είναι μειωμένες κατά μέσο όρο 20%.
Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, σύμφωνα με τις οδηγίες της νέας εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θα καθορίζει μέσα από τις ετήσιες αναπροσαρμογές του το ύψος του συντάξιμου μισθού για τον υπολογισμό των συντάξεων, αλλά τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης (αυτού του συντάξιμου μισθού) που προβλέπει ο ασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου για το τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξης θα καθορίζουν το τελικό ποσό της σύνταξης που θα λαμβάνει στο εξής ο δικαιούχος.
Η χθεσινή εγκύκλιος ανοίγει ουσιαστικά τον δρόμο για την έκδοση των περίπου 60.000 νέων κύριων συντάξεων που κατατέθηκαν μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου 4387/16, δηλαδή μετά τις 12 Μαΐου του 2016, ο οποίος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της κοινωνικής ασφάλισης επιφέρει μεσοσταθμικές μειώσεις περίπου 20% σε σύγκριση με τον προηγούμενο νόμο 3863/10.
Υπενθυμίζεται ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης μετά το 25ο έτος ασφάλισης, σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, κυμαίνονται από 1,03% στο 25ο έτος, μέχρι 1,80% στο 36% έτος, για να φθάσουν στο 2% ανταπόδοσης στο 40ό έτος του ασφαλιστικού βίου. Αντίθετα, θα υπάρξουν οριακές αυξήσεις στις συντάξεις των χαμηλόμισθων εργαζομένων, δηλαδή αυτών που θα βγουν στη σύνταξη με λιγότερα από 700 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και όσων έχουν λιγότερα από 25 έτη ασφάλισης.
Ποιοι κινδυνεύουν με «ψαλίδι» Μεγάλοι χαμένοι από τον νέο τρόπο υπολογισμού θεωρούνται κυρίως όσοι έχουν περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης και υψηλές συντάξιμες αποδοχές. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με 35 έτη ασφάλισης και έχουν συντάξιμες αποδοχές υψηλότερες των 1.200 ευρώ, αλλά και όσοι εξαγοράζουν πλασματικά έτη ασφάλισης. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος Κατρούγκαλου είχε δεχθεί έντονη κριτική επειδή με τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης που όριζε μείωνε αισθητά σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα υπολογισμού τα ποσοστά αναπλήρωσης του συντάξιμου μισθού μετά το 25ο έτος του ασφαλιστικού βίου.
Kαι οι μισθωτοί του Δημοσίου
Έτσι, εκτός από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα με πολλά έτη ασφάλισης, σημαντικές απώλειες από τον νέο τρόπο υπολογισμού θα δουν και μισθωτοί του Δημοσίου με περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης, πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης, καθώς οι αποδοχές τους είναι κατά κανόνα υψηλότερες προς το τέλος του εργάσιμου βίου τους.
Στην κατηγορία αυτών των νέων συνταξιούχων που θα δουν απώλειες από τον νέο τρόπο υπολογισμού εντάσσονται και οι πανεπιστημιακοί, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί, αλλά και οι ασφαλισμένοι του τ. ΟΑΕΕ με 35 και 40 έτη ασφάλισης, οι οποίοι ανήκαν και στις υψηλότερες ασφαλιστικές κλάσεις του πρώην ΤΕΒΕ.
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας Γιώργο Κουτρουμάνη, «με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο προσαρμογής θα προκύψουν μειώσεις, επειδή οι συντελεστές των ποσοστών της ανταποδοτικής σύνταξης με βάση τον συντάξιμο μισθό και τα χρόνια υπηρεσίας είναι χαμηλοί».
Ο υπολογισμός για τις αιτήσεις μετά τις 13/05/2016
Η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ορίζει ότι ο υπολογισμός των νέων συντάξεων, δηλαδή αυτών που οι αιτήσεις κατατέθηκαν μετά τις 13 Μαΐου του 2016, θα γίνεται με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπ’ όψιν οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες σύμφωνα με τον δείκτη πληθωρισμού της ΕΛΣΤΑΤ» και δίνει αναλυτικά παραδείγματα ανά έτος, αρχής γενομένης από το 2002, για τον υπολογισμό του συντάξιμου μισθού. Αναλυτικά η εγκύκλιος ορίζει ότι:
1. Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα έως και το 2020 διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ. Η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2021 και εφεξής διενεργείται με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών, που δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί εντός του 2017 από την ΕΛΣΤΑΤ.
2. Η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών του έτους 2002 γίνεται με χρήση του γινομένου των ετήσιων μεταβολών του μέσου ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από τα έτη 2003 έως και το έτος 2016 (ο μέσος ετήσιος Γενικός Δ.τ.Κ αποτυπώνει τη μεταβολή του μέσου ετήσιου δείκτη κάθε έτους με τον αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους).
3. Η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών του έτους 2003 γίνεται με χρήση του γινομένου: των ετήσιων μεταβολών του μέσου ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από τα έτη 2004 έως και το έτος 2016 (ο μέσος ετήσιος Γενικός Δ.τ.Κ. αποτυπώνει τη μεταβολή του μέσου ετήσιου δείκτη κάθε έτους με τον αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους), κοκ.
4. Η μεταβολή του μέσου ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2016 σημαίνει τη μεταβολή του μέσου ετήσιου δείκτη του έτους 2016 με τον αντίστοιχο δείκτη του έτους 2015, συνεπώς μεταβάλλοντας με το δείκτη αυτό τις συντάξιμες αποδοχές του έτους 2015 προκύπτει η αναπροσαρμογή τους στο έτος 2016.
Περισσότερα χρόνια, μεγαλύτερες απώλειες
Όπως εκτιμά ο Γιώργος Κουτρουμάνης, ένας ασφαλισμένος του ΙΚΑ με 25 έτη ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό 740 ευρώ, με τον προηγούμενο τρόπο υπολογισμού θα έπαιρνε σύνταξη 564 ευρώ, ενώ με τον νέο τρόπο η σύνταξη του μειώνεται οριακά στα 550 ευρώ. Όμως, οι αποκλίσεις σύμφωνα με τον κ. Κουτρουμάνη είναι πολύ μεγαλύτερες για όσους έχουν πάνω από 35 έτη ασφάλισης. Για παράδειγμα, ασφαλισμένος του ΙΚΑ με 40 έτη ασφάλισης και 1.500 ευρώ συντάξιμο μισθό, με τον προηγούμενο τρόπο υπολογισμού θα έπαιρνε περίπου 1.210 ευρώ σύνταξη, ενώ με το νέο τρόπο θα λάβει 1.090 ευρώ, δηλαδή θα έχει μείωση 10%.
Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας που θα επιβαρύνει με μεγαλύτερες απώλειες τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι και οι μεγάλες περικοπές μισθών στα τελευταία έτη του ασφαλιστικού τους βίου, δηλαδή μετά το 2011. Παράδειγμα: εργαζόμενος 40 έτη, με μέσο μικτό μισθό 2.000 ευρώ για τα πρώτα 35 έτη, ο οποίος όμως τα 5 τελευταία έτη πριν από τη σύνταξη υπέστη μειώσεις και λαμβάνει 1.000 ευρώ μικτά θα είχε με τον παλιό τρόπο υπολογισμού 1.380 ευρώ σύνταξη, ενώ με το νέο τρόπο θα λάβει 1.068 ευρώ, δηλαδή μείωση της τάξης του 22,6%.