Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Δημ. Χατζηδημητρίου
Κινητικότητα με στόχο την άρση του αδιεξόδου σχετικά με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης καταγράφεται το τελευταίο διήμερο από την ελληνική πλευρά, ωστόσο μέχρι στιγμής οι συζητήσεις δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να δικαιολογεί την επιστροφή των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις εκ του σύνεγγυς με την κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο της επαναπροσέγγισης και της αποφυγής του αδιεξόδου, η κυβέρνηση φέρεται διατεθειμένη να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και μια συνολική συμφωνία με τους δανειστές, προτείνοντας έναν «μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων», δηλαδή «κόφτη» για το διάστημα μετά τη λήξη του προγράμματος (Αύγουστος 2018), με αντάλλαγμα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά και τη συμφωνία για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2019 και μετά.
Όπως επισημαίνουν κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει στους Ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά και τους δανειστές την επιθυμία της να συμβάλει ουσιαστικά στην επίτευξη συμφωνίας το συντομότερο και σε κάθε περίπτωση πριν από το τέλος του επόμενου μήνα.
Είναι προφανές ότι η παρατεταμένη εκλογική περίοδος, που θα ξεκινήσει στις 15 Μαρτίου με τις εκλογές στην Ολλανδία και στη συνέχεια Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο με τις προεδρικές και βουλευτές εκλογές στη Γαλλία, καθιστά αδύνατη τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών πέραν του Φεβρουαρίου και πριν από το τέλος Ιουνίου. Κι αυτό γιατί η χώρα μας πρέπει να εξυπηρετήσει δανειακές υποχρεώσεις την άνοιξη και το καλοκαίρι και χρειάζεται τη δόση της δεύτερης αξιολόγησης.
Επιπλέον, η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης περιορίζει τις πιθανότητες ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όσο νωρίτερα μπει στο πρόγραμμα τόσο το καλύτερο για την οικονομία, λόγω των θετικών μηνυμάτων που θα σταλούν στις αγορές και τους επενδυτές.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι η συγκυρία είναι δύσκολη, λόγω της επικείμενης έναρξης των διαπραγματεύσεων εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε., αλλά και της μεγάλης αβεβαιότητας που προκαλούν οι επιθετικές δηλώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Μάλιστα, η χθεσινή επιλογή του Λονδίνου να μην επιδιώξει μετά το Brexit τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά, αλλά μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, σηματοδοτεί ένα μη συναινετικό διαζύγιο μεταξύ των δύο πλευρών, κάτι που θα απορροφήσει πολύ μεγάλη ενέργεια από την πλευρά των Ευρωπαίων τους επόμενους 20 μήνες.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι δύο πλευρές επιθυμούν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν σημαίνει ότι είναι εύκολη η επίτευξη συμφωνίας. Θα απαιτηθεί πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές, αναφέρουν τις τελευταίες μέρες Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στη βελγική πρωτεύουσα.
Οι επόμενες μέρες θεωρούνται κρίσιμες για τη συνέχεια, γιατί από τις προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις θα εξαρτηθεί και η έκβαση της συζήτησης για το ελληνικό ζήτημα στη συνεδρίαση του Εurogroup, της 26ης Ιανουαρίου. Θα πρέπει σε αυτή τη συνεδρίαση να καθοριστούν όλες οι παράμετροι για μια συμφωνία με χρονικό ορίζοντα το Εurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Η Κομισιόν εξακολουθεί να υποστηρίζει σταθερά την κυβέρνηση, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να νομοθετηθούν τα προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα, αρκεί να προσδιοριστούν οι τομείς και η αυτόματη ενεργοποίηση του «κόφτη». Και οι περισσότεροι εταίροι στηρίζουν αυτή τη θέση γιατί αντιλαμβάνονται ότι πολιτικά είναι αδύνατη η νομοθέτηση προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων.
Ωστόσο, το ΔΝΤ εξακολουθεί να επιμένει στη νομοθέτηση των μέτρων τώρα, προειδοποιώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Είναι προφανές ότι εάν οι δύο πλευρές, το ΔΝΤ και η κυβέρνηση, επιμείνουν στις θέσεις τους, τότε δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία με τον διεθνή οργανισμό μέσα, κάτι που οι Ολλανδοί θεωρούν προϋπόθεση για να δώσουν τη σύμφωνη γνώμη τους.
Το Βερολίνο, από την πλευρά του, φροντίζει για τους δικούς του λόγους να διατηρεί αυτή την πίεση, δεδομένου ότι θα μπορούσε να βρεθεί για παράδειγμα λύση εάν ο κ. Σόιμπλε δεχόταν μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα από το 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, ωστόσο εμφανίζεται ανένδοτος σ’ αυτό, υπογραμμίζοντας ότι εάν μειωθούν τότε δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους.