Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Το Εurogroup μπορεί να ενέκρινε χθες βραχυπρόθεσμα μέτρα που θα ελαφρύνουν το χρέος κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060, ωστόσο φαίνεται ότι τα ανοικτά θέματα σε σχέση με την εκκρεμή δεύτερη αξιολόγηση επιβάλλουν την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα το συντομότερο δυνατό.
Παράλληλα, το ΔΝΤ επαναβεβαίωσε χθες ότι για μπει στο πρόγραμμα επιθυμεί σοβαρά διαρθρωτικά μέτρα, τα οποία θα οδηγούν σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% ετησίως. Αυτό το σχέδιο θα πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών, ενώ αυτή τη στιγμή παραμένει θολό το τι θα ζητήσουν σε μεταρρυθμίσεις οι εταίροι και σε ποιους τομείς. Θολό σημείο, επίσης, αποτελεί η διάρκεια της υποχρέωσης της χώρας να παράγει ετησίως πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
Αναλυτικότερα, η μοναδική απόφαση που έλαβαν χθες οι υπουργοί Οικονομικών αφορά ένα πακέτο βραχυπρόθεσμων μέτρων που οδηγεί σε μείωση του χρέους κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060.
Οι τρεις δέσμες μέτρων
Όπως εξήγησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) Κλάους Ρέγκλινγκ, η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων θα αρχίσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες και θα ολοκληρωθεί εντός του 2018. Πρόκειται για τρεις δέσμες μέτρων.
- Η πρώτη επιμηκύνει από 28 σε 32,5 έτη την αποπληρωμή ομολόγων μέρους του χρέους.
- Η δεύτερη παρέμβαση μετατρέπει το επιτόκιο ομολόγων 42 δισ. ευρώ από κυμαινόμενο σε σταθερό, ενώ ο ΕΜΣ θα συμφωνήσει με την Ελλάδα σε ανταλλαγές ομολόγων που διατέθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
- Η τρίτη περιλαμβάνει την κατάργηση προστίμων επί των επιτοκίων που αφορούσαν το δεύτερο πρόγραμμα.
Ο κ. Ρέγκλινγκ διευκρίνισε ότι το κόστος θα είναι ελάχιστο για τον ΕΜΣ, ενώ θα υπάρξει ένα κόστος για την Ελλάδα από τη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά που είναι υψηλότερα, ωστόσο, όπως είπε, αυτό θα αντισταθμιστεί σε βάθος χρόνου από τα οφέλη που θα έχει η χώρα από τη μείωση του χρέους.
Στο τραπέζι βρέθηκαν και μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που ζητούσε το ΔΝΤ, όμως, όπως επισήμανε ο κ. Ντέισελμπλουμ, «τα μέτρα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά, αλλά δεν πρόκειται να αποφασιστούν τώρα, αυτό θα γίνει στα μέσα του 2018 με το τέλος του ελληνικού προγράμματος, τότε θα υπάρχει εικόνα για τις ανάγκες της Ελλάδας». Διαβεβαίωσε δε ότι με την προσέγγιση αυτή συμφωνεί το ΔΝΤ.
Σε ό,τι αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο κ. Ντέισελμπλουμ υπενθύμισε πως είναι ακόμα δεσμευμένο να συμμετάσχει μόλις επιτευχθεί η τεχνική συμφωνία, συμπληρώνοντας πως το Ταμείο επανεπιβεβαίωσε ότι θα κάνει συστάσεις για μια νέα συμφωνία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Το ΔΝΤ για να συμμετάσχει θέλει να δει περισσότερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ελπίζαμε να συμμετάσχει μέχρι το τέλος της χρονιάς. Μας είπαν ότι χρειάζονται την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης», είπε ο επικεφαλής του Eurogroup.
Από εκεί και πέρα, όλοι τόνισαν χθες ότι θα πρέπει να κλείσει το συντομότερο η αξιολόγηση του προγράμματος. Για τον σκοπό αυτό δόθηκε εντολή στους θεσμούς να επιστρέψουν το συντομότερο στην Αθήνα, προφανώς όταν η κυβέρνηση είναι έτοιμη προκειμένου να κλείσουν τα ανοικτά θέματα, όπως τα εργασιακά και το δημοσιονομικό κενό του 2018.
«Έχουμε κάνει αρκετή πρόοδο, είμαστε σε φάση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης, οι θεσμοί είναι έτοιμοι να κλείσουν την αξιολόγηση» δήλωσε ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, προσθέτοντας ότι «έχουν γίνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και η Ελλάδα είναι έτοιμη να γυρίσει σελίδα». Ωστόσο, οι δυσκολίες δεν έχουν να κάνουν με τα δύο παραπάνω θέματα, άλλωστε για τα εργασιακά ο κ. Ντέισελμπλουμ διαβεβαίωσε ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα λαμβάνουν υπ’ όψιν τις βέλτιστες ευρωπαϊκές και διεθνείς πρακτικές.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με τα πρωτογενή πλεονάσματα, γιατί τόσο οι Ευρωπαίοι, κυρίως οι Γερμανοί, όσο και το ΔΝΤ θέλουν εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να παράγει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Ο κ. Ντέισελμπλουμ είπε ότι το βέβαιο είναι πως τα πλεονάσματα 3,5% θα συνεχιστούν και μετά το 2018, αλλά με τη λήξη του προγράμματος θα αποφασιστεί η διάρκειά τους. «Κάποιοι λένε για 3, κάποιοι για 5 και κάποιοι για 10 χρόνια» ανέφερε ο Γ. Ντέισελμπλουμ, τονίζοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι η Ελλάδα να λάβει ένα πακέτο «ισχυρών» διαρθρωτικών μέτρων, ούτως ώστε να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ για κάποια χρόνια μετά το 2018. Πάντως, θα είναι πάνω από 3 χρόνια.
Εκεί που δημιουργείται πολύ μεγάλο πρόβλημα, που στην ουσία ξεπερνάει και τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης, είναι η απαίτηση των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ να ετοιμάσουν ένα νέο πακέτο σημαντικών μεταρρυθμίσεων ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη πλεονασμάτων άνω των 3,5% του ΑΕΠ. Μάλιστα, ο κ. Ντέισελμπλουμ μίλησε για «σοβαρά διαρθρωτικά μέτρα», τα οποία θα πρέπει να συμφωνηθούν στη διάρκεια της επίσκεψης των θεσμών στην Αθήνα. Κοινοτικές πηγές ανέφεραν πάντως ότι δεν θα ποσοτικοποιηθούν τώρα αυτά τα μέτρα, αλλά αργότερα.
Το μήνυμα Τσακαλώτου
Για το θέμα αυτό ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος προειδοποίησε ότι όλες οι πλευρές θα λάβουν υπ’ όψιν τους στις συζητήσεις τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες την ανάγκη όλες οι μεταρρυθμίσεις να είναι στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του προγράμματος και εντός ευρωπαϊκού πλαισίου και σε κάθε περίπτωση δεν θα τεθούν στην Ελλάδα απαιτήσεις που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα.
Είναι προφανές ότι με την προειδοποίηση αυτή θέλει να στείλει το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί το άνοιγμα εκ νέου συζητήσεων για το ασφαλιστικό ή άλλους τομείς για να ζητηθούν μέτρα που ξεφεύγουν από τα συμφωνηθέντα του παρόντος μνημονίου.
Πάντως, η δύσκολη αυτή συζήτηση αναμένεται να πάρει χρόνο. Ο κ. Ντέισελμπλουμ μιλάει τώρα για Ιανουάριο του 2017, θεωρώντας ότι δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε συνολική απόφαση φέτος. Εξέφρασε δε την αισιοδοξία ότι το ΔΝΤ θα μπει στο πρόγραμμα.
Kυβέρνηση: Εθνική επιτυχία
Με πανηγυρικούς τόνους σχολίασε το Μέγαρο Μαξίμου την απόφαση του Eurogroup, κάνοντας λόγο για «σημαντική επιτυχία και ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση».
Το πρωθυπουργικό επιτελείο από χθες το βράδυ και λίγη ώρα μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης οικοδομεί ένα κυβερνητικό success story, υποστηρίζοντας ότι με την απόφαση του Eurogroup:
- Εξασφαλίζεται μείωση χρέους ύψους 22% του ΑΕΠ, δηλαδή, τουλάχιστον, 45 δισ. ευρώ.
- Παράλληλα, σταθεροποιούνται τα επιτόκια στο ευνοϊκό ύψος του 1,5%, γεγονός ύψιστης σημασίας ειδικά σε μια περίοδο αβεβαιότητας, αλλά και προβλέψεων για αύξηση των επιτοκίων το προσεχές διάστημα.
- Η κυβέρνηση κράτησε στάση αρχής διατηρώντας τις διατυπωμένες θέσεις της στα εργασιακά, αλλά και τασσόμενη απέναντι στις παράλογες απαιτήσεις για διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%, μετά το 2018, για ακόμα δέκα χρόνια.
- Δεν υποχώρησε και στις ακραίες απαιτήσεις του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα μετά το τέλος του προγράμματος.
- Κατά το Μέγαρο Μαξίμου, «όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν σήμερα να αναγνωρίσουν το θετικό βήμα απομείωσης του χρέους, αλλά κυρίως να πάρουν θέση στα δύο κρισιμότερα ζητήματα της διαπραγμάτευσης:
- την ανάγκη για αποκατάσταση της ευρωπαϊκής κανονικότητας στις εργασιακές σχέσεις και
- την απόρριψη κάθε σκέψης για επιπλέον μέτρα λιτότητας μετά τη λήξη του προγράμματος».
Κυβερνητικές πηγές υποστήριζαν επίσης ότι «η κυβέρνηση στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων», ενώ δεν παρέλειπαν να δηλώνουν ότι η στάση της κυβέρνησης είναι σταθερή απέναντι στις παράλογες απαιτήσεις και στα εργασιακά.
Η αντιπολίτευση
«Στη σημερινή (σ.σ.: χθεσινή) συνεδρίαση του Eurogroup όχι μόνο δεν επήλθε συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, αλλά καταγράφεται και δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με νέα, επώδυνα μέτρα», αναφέρουν πηγές της Ν.Δ., σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του Eurogroup.
Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν: «Επιβεβαιώνεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα παραμείνουν υψηλοί, για αρκετά χρόνια μετά το 2018. Η κυβέρνηση, μάλιστα, δεσμεύτηκε στην επίτευξη αυτών των στόχων, με την εφαρμογή νέων μέτρων και την επέκταση της χρήσης του “κόφτη”. Δυστυχώς, η κυβέρνηση έχει για ακόμη μία φορά αποτύχει, δεσμεύοντας τη χώρα, για πολλά χρόνια, σε μια πολύ δύσκολη πορεία. Και αυτό γιατί έχασε πολύτιμο χρόνο, είναι αναξιόπιστη και παραμένει ιδεοληπτική. Τουλάχιστον, υπήρξε συμφωνία, έστω και με καθυστέρηση, για τα άμεσα μέτρα ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους. Βιωσιμότητα που επιβαρύνθηκε από τους ανερμάτιστους χειρισμούς της σημερινής κυβέρνησης. Δυστυχώς, όμως, αυτές οι παρεμβάσεις δεν αφορούν και τη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο και δεν συνδυάζονται με ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ συνοδεύονται από πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Το κόστος της κυβερνητικής ανεπάρκειας θα είναι -και πάλι- οδυνηρό για την ελληνική κοινωνία».
Με ανάρτησή του στο Twitter ο Σταύρος Θεοδωράκης σχολίασε: «Το χρέος θα ξαναδιαπραγματευτεί η γενιά του 2030. Εμείς θα πληρώσουμε εκτάκτως νέους φόρους 2,6 δισ. Νέες χαμένες γενιές με υπογραφή ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ».
Σενάρια στον ξένο Τύπο
Έβριθαν οι αναφορές στον ξένο Τύπο για την ελληνική οικονομία και την πιθανότητα ακόμη και τέταρτου μνημονίου πριν από τη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup. Δύο σενάρια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας διαβλέπει η αμερικανική εφημερίδα «Wall Street Journal» εν μέσω των διαρκών αντεγκλήσεων μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ για χρέος και δημοσιονομικούς στόχους.
Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι το πρώτο σενάριο έγκειται στον συμβιβασμό μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ για το ύψος των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Η εναλλακτική «λύση» περιλαμβάνει τη σιωπηλή αναβολή των κρίσιμων ελληνικών θεμάτων έως το επόμενο καλοκαίρι και συγκεκριμένα έως τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, μία τέτοια εξέλιξη βέβαια -καταλήγει η WSJ- θα προξενήσει σημαντικές ζημιές στην ελληνική οικονομία, οι οποίες θα δρομολογήσουν την ένταξη της χώρας σε τέταρτο πρόγραμμα βοήθειας, ως αναγκαία προϋπόθεση για την παραμονή στη ζώνη του ευρώ.
Στο επίκεντρο τα μέτρα λιτότητας
Σε χθεσινό δημοσίευμά της η εφημερίδα «Suddeutsche Zeitung» του Μονάχου περιγράφει σκηνικό καβγά μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης με αντικείμενο τα μέτρα λιτότητας που θα πρέπει να επιβληθούν στην Ελλάδα.
«Ενώ η γερμανική κυβέρνηση πιέζει να παραταθεί για άλλα 10 χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα που συμφωνήθηκε μέχρι το 2018, η Γαλλία και η Ιταλία βλέπουν σε αυτό κίνδυνο για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας και αντ’ αυτού επιθυμούν την προώθηση συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους» γράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας στις Βρυξέλλες. Από την πλευρά της, η εφημερίδα «Tageszeitung» κατακεραυνώνει την πολιτική της Ε.Ε. απέναντι στη χώρα, σημειώνοντας: «Οι υπουργοί Οικονομικών μετατρέπουν την Ελλάδα σε μια αποικία, όπου οι νόμοι δεν ισχύουν, παρά μόνο οι επιταγές».