Το ελαιόλαδο, το πυρηνέλαιο και οι ελιές αποτελούν παροδοσιακά αγροτικά προϊόντα της Ελλάδας, με αξιόλογη θέση στον κλάδο των τροφίμων και μεγάλη σημασία για την οικονομική ζωή της χώρας.
Η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη σε παγκόσμιο επίπεδο βάσει της παραγωγής ελαιολάδου, δεύτερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο βάσει παραγωγής ελιών, ενώ καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βάσει της παραγωγής πυρηνελαίου. Σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων κατευθύνεται στο εξωτερικό, κυρίως σε χύμα μορφή.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την κλαδική μελέτη της ICAP «Ελαιόλαδο – Πυρηνέλαιο – Επιτραπέζιες Ελιές», η οποία κυκλοφόρησε προσφάτως:
«Ο αριθμός των επιχειρήσεων οι δραστηριοποιούνται στον κλάδο είναι μεγάλος, ενώ το μέγεθος και η δομή αυτών παρουσιάζει ανομοιογένεια. Εκτός των επιχειρήσεων, στον κλάδο δραστηριοποιείται και ένας σημαντικός αριθμός ενώσεων αγροτικών συνεταιρισμών, οι οποίες συγκεντρώνουν τα προϊόντα των μελών τους και στη συνέχεια τα εμπορεύονται ή/και τα επεξεργάζονται ή/και τα τυποποιούν. Παρά το γεγονός ότι, η παραγωγή και η διάθεση του ελαιολάδου σε χύμα μορφή είναι κατακερματισμένη, η εγχώρια αγορά του τυποποιημένου ελαιολάδου και πυρηνελαίου είναι συγκεντρωμένη, καθώς ελέγχεται από λίγες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικό της παραγωγής του ελαιολάδου, του πυρηνελαίου και των επιτραπέζιων ελιών είναι η κυκλικότητα που παρουσιάζει. Η εγχώρια παραγωγή του ελαιολάδου το 2003/04 εκτιμάται ότι παρουσίασε μείωση κατά 23,3% έναντι της προηγούμενης ελαιοκομικής περιόδου, ενώ η εγχώρια κατανάλωση παρουσίασε σταθερότητα την τελευταία διετία. Η εγχώρια παραγωγή του ραφιναρισμένου πυρηνελαίου σημείωσε αύξηση της τάξης του 11% το 2003/04 έναντι του 2002/03, ενώ η κατανάλωση του εν λόγω προϊόντος εμφάνισε αντίστοιχη αύξηση 14% περίπου. Οι εισαγωγές του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου είναι περιορισμένες, ενώ οι εξαγωγές τους κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα.
Η κατανάλωση του τυποποιημένου ελαιολάδου κάλυψε το 25%-27% περίπου του συνόλου της αγοράς την περίοδο 2002/03-2003/04. Η διακίνηση ελαιολάδου σε μορφή χύμα κυμάνθηκε μεταξύ του 33%-35% την ίδια περίοδο, εμφανίζοντας πτωτική τάση, ενώ το υπόλοιπο κομμάτι της αγοράς καλύφθηκε από την αυτοκατανάλωση ελαιολάδου, το ποσοστό συμμετοχής της οποίας διαμορφώθηκε στο 40% περίπου την εν λόγω διετία.
Οι πωλήσεις των εγχωρίως παραγομένων ελιών το 2003/04 εκτιμάται ότι σημείωσαν μείωση κατά 6,5% έναντι του προηγούμενου έτους, ενώ η εγχώρια κατανάλωση ελιών εμφάνισε μείωση κατά 4% περίπου σε σχέση με το 2002/03. Οι μαύρες ελιές κάλυψαν το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς, αποσπώντας μερίδιο που κυμάνθηκε μεταξύ του 65%-70% το διάστημα 2002/03-2003/04. Ακολούθησαν οι πράσινες ελιές καταλαμβάνοντας το 20% περίπου της αγοράς, ενώ το υπόλοιπο 10%-15% καλύφθηκε από ελιές διαφόρων τύπων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης της ICAP, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλάδου διαδραματίζει ο τρόπος διάθεσης των εν λόγω προϊόντων. Η διακίνηση του ελαιολάδου – πυρηνελαίου και των επιτραπέζιων ελιών σε χύμα μορφή έχει δημιουργήσει προβλήματα στον κλάδο, τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξή του. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αφορά προϊόντα ανώνυμα, έχει ως αποτέλεσμα να μη γίνονται ευρέως γνωστά στη διεθνή αγορά ως ελληνικά, αλλά συχνά να τυποποιούνται και να κυκλοφορούν με ξένο εμπορικό σήμα. Το πρόβλημα είναι πιο έντονο όσον αφορά το ελαιόλαδο, μέρος του οποίου αναμιγνύεται από τις εταιρίες του εξωτερικού με κατώτερης ποιότητας ελαιόλαδα, τα οποία διατίθενται στη συνέχεια στη διεθνή αγορά σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Το Νοέμβριο του 2003 εκδόθηκε κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος απαγορεύει τη διακίνηση ελαιολάδου σε ανώνυμες συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων. Ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει επηρεάσει ακόμα σημαντικά τη διάρθρωση της εγχώριας αγοράς ελαιολάδου, ενώ με επιφύλαξη αναμένονται τα αποτελέσματα του κανονισμού για την ενίσχυση του τυποποιημένου ελαιολάδου την προσεχή διετία.
Η παραγωγή ελαιολάδου και επιτραπέζιων ελιών υπόκειται σε καθεστώς ενίσχυσης, το οποίο θα παραμείνει σε ισχύ έως την 1η Νοεμβρίου 2005. Το νέο καθεστώς ενίσχυσης θα αφορά τη μερική ή ολική αποσύνδεση των πριμοδοτήσεων από την παραγωγή και τη δημιουργία ενός συστήματος ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση.
Όσον αφορά τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, την περίοδο 2004/05-2005/06, η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου προβλέπεται ότι θα εμφανίσει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 3%, ενώ η αγορά του πυρηνελαίου αναμένεται να παρουσιάσει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης (7%-8% ετησίως). Η παραγωγή επιτραπέζιων ελιών εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 10%, ενώ με ελαφρώς χαμηλότερους ρυθμούς εκτιμάται ότι θα αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση αυτών».