Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Συγκρατημένοι στις εκτιμήσεις για τη διάρκεια του προσωρινού ράλι που παρατηρήθηκε στους ναύλους των capesize πλοίων είναι οι αναλυτές. Η απότομη αύξηση του εμπορίου σιδηρομεταλλεύματος την περασμένη εβδομάδα συνέβαλε σε μία ανοδική αντίδραση των ναύλων στα capes. Η συνεχιζόμενη αύξηση στην καθημερινή παραγωγή χάλυβα της Κίνας, σε συνδυασμό με την προσπάθεια των δύο τελευταίων εβδομάδων για αύξηση των αποθεμάτων (restocking) από τα κινεζικά χαλυβουργεία, επέτρεψε μια θετική τάση στην πλευρά της ζήτησης, αναφέρει ο αναλυτής της Allied Shipbroking Γιώργος Λαζαρίδης.
Η εξέλιξη αυτή εκφράστηκε και στην πορεία των ναύλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την προηγούμενη Παρασκευή ο μέσος ναύλος στα capesize πλοία ήταν 6.921 δολ. την ημέρα, ενώ την Παρασκευή 5/8 ήταν στα 5.446 δολ. την ημέρα.
Το αν θα συνεχιστεί το ράλι αυτό εξαρτάται τόσο από τη ζήτηση χωρητικότητας όσο και την προσφορά. Σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο εμπόριο σιδηρομεταλλεύματος και άνθρακα, ενώ σε ό,τι αφορά την προσφορά, οι αναλυτές εξετάζουν την εικόνα του εν λειτουργία στόλου.
Από την πλευρά της ζήτησης κυρίαρχο στοιχείο είναι το εμπόριο σιδηρομεταλλεύματος. Αναλυτής της Arctic Securities αναμένει μία αύξηση του μεταφερόμενου φορτίου από τη Βραζιλία προς την Κίνα τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με τον Αύγουστο.
Παράλληλα, την τελευταία περίοδο οι τιμές για το σιδηρομετάλλευμα συνέχισαν την ανοδική πορεία που είχαν χαράξει ήδη στη διάρκεια του 2016 και ενισχύθηκαν σημαντικά τις τελευταίες δύο εβδομάδες ξεπερνώντας τα 60 δολ. ο τόνος, αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης. Η τελευταία φορά που καταγράφηκε μία υψηλή τιμή ήταν τον προηγούμενο Απρίλιο που είχε φθάσει στα 70,5 δολ. ο τόνος και ο δείκτης των Capes ο Baltic Capesize Index ήταν τότε στα 1.160 μονάδες (27 Απριλίου). Την προηγούμενη Παρασκευή ο BCI έκλεισε στις 1.001 μονάδες, ενώ χθες έπεσε και πάλι κάτω από τις 1.000 μονάδες στις 986 μονάδες.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω αλλά και κάποιες εξελίξεις στην πλευρά της προσφοράς χωρητικότητας, ο κ. Λαζαρίδης εκτιμά ότι η εικόνα είναι στην παρούσα φάση κάπως πιο ισορροπημένη στην αγορά των capes, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του έτους, αλλά το ερώτημα είναι πώς θα κινηθεί η αγορά και το επόμενο διάστημα.
Στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και μέχρι το τέλος Ιουλίου ο παγκόσμιος στόλος των capes είχε μειωθεί κατά πέντε πλοία ή 0,33% σε ποσοστό.
Πρόκειται για ένα όχι ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η προσπάθεια κατά της υπερπροσφοράς χωρητικότητας συνεχίζεται τα τελευταία δυο χρόνια. Το βιβλίο παραγγελιών εξακολουθεί να βρίσκεται γύρω στο 12,5% της συνολικής δύναμης του υφιστάμενου στόλου. Η εικόνα με βάση τις αναμενόμενες παραδόσεις νεότευκτων που είναι περίπου 95 για φέτος, 53 το 2016 και 43 το 2017, δεν είναι ιδιαίτερα θετική, δεδομένου ότι ηλικίας άνω των 20 ετών είναι 94 capes. Και όλα να διαλυθούν, επισημαίνει ο κ. Λαζαρίδης, η αύξηση του στόλου είναι δεδομένη. Άρα το ενδιαφέρον στρέφεται στην πλευρά της ζήτησης.
Κάποια θετικά στοιχεία υπήρξαν από το trade του άνθρακα, με την Ινδία να αυξάνει τις εισαγωγές της το 2015 και το 2016, όμως στη συνέχεια η χώρα επιδιώκει να στηριχθεί στην εσωτερική της παραγωγή παρά τις εισαγωγές από άλλες αγορές.
Ως εκ τούτου το βάρος για την περαιτέρω άνοδο της ναυλαγοράς χύδην ξηρού φορτίου πέφτει στο εμπόριο σιδηρομεταλλεύματος, και στη ζήτηση του εν λόγω προϊόντος από την Κίνα.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Λαζαρίδης, η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να δώσει έμφαση στο τομέα των υπηρεσιών ενδέχεται να «κρατήσει» την άνοδο της ζήτησης σε βιομηχανικά προϊόντα στο μέλλον σε μονοψήφια ποσοστά, γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τη ναυλαγορά ξηρού φορτίου.
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι δύσκολη αυτή τη στιγμή. Η αναφορά του ναυλομεσιτικού οίκου «G. Moundreas», σύμφωνα με την οποία η γενικότερη πεποίθηση που επικρατεί στην αγορά, κυρίως από μεγάλους οίκους και αναλυτές, αλλά και εταιρείες του κλάδου, είναι ότι η αγορά θα διορθώσει και πάλι πλησιάζοντας προς τα τέλη του έτους, καθώς παρά τη θετική πορεία των διαλύσεων και τη μείωση των παραγγελιών δεν έχει ακόμη επέλθει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ενώ τα θεμελιώδη της παγκόσμιας οικονομίας και εμπορίου συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται από αρνητικό outlook.