Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει σε ερωτήματα που του έχει υποβάλει η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού αναφορικά με τις περιορισμένες ποσότητες φαρμάκων που προμήθευε η ελληνική θυγατρική της φαρμακευτικής εταιρείας GlaxoSmithKline σε έλληνες χονδρέμπορους φαρμακευτικών προϊόντων, διότι η εν λόγω Επιτροπή δεν είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ και δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης.
Αυτό αναφέρει σε απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά από προσφυγή της Επιτροπής Ανταγωνισμού που αφορά την ελληνική θυγατρική της φαρμακευτικής εταιρείας GlaxoSmithKline (GSK), η οποία από τον Νοέμβριο του 2002 εφοδίαζε σε περιορισμένες ποσότητες τα προϊόντα της στους χονδρέμπορους φαρμακευτικών προϊόντων, με τη δικαιολογία ότι οι προμήθειες αυτές ήταν αρκετές για να καλύψουν τις ανάγκες της ελληνικής εσωτερικής αγοράς και ότι οι έλληνες χονδρέμποροι φαρμάκων μεταπουλούσαν τα προϊόντα της σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Το γεγονός κατήγγειλαν ενώσεις ελλήνων φαρμακοποιών και χονδρεμπόρων φαρμακευτικών προϊόντων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία ρώτησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αν και υπό ποιές συνθήκες μια φαρμακευτική εταιρία μπορεί, προκειμένου να περιορίσει το παράλληλο εμπόριο των προϊόντων της, να αρνηθεί να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες χονδρεμπόρων.
Συγκεκριμένα, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφέρει ότι η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού στερείται ορισμένων χαρακτηριστικών που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό ενός οργάνου ως «δικαστηρίου». Δεν αποτελεί, δηλαδή, ανεξάρτητο όργανο που καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας και καταλήγει στην έκδοση απόφασης δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
Αναλυτικότερα, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει την αρμοδιότητα να κάνει προσφυγή προς αυτό.
Πρώτον, η εν λόγω Επιτροπή τελεί υπό την εποπτεία του υπουργού Ανάπτυξης ο οποίος έχει περιορισμένη εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεών της.
Δεύτερον, τα μέλη της Επιτροπής δεν τυγχάνουν ιδιαιτέρων εγγυήσεων, καθώς μπορεί να γίνει ανάκληση ή παύση του διορισμού τους.
Τρίτον, δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία είναι όργανο λήψης αποφάσεων, και της Γραμματείας της, που αποτελεί εξεταστικό όργανο.
Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μια εθνική αρχή ανταγωνισμού, όπως η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, οφείλει να συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Πηγή ΑΠΕ