Η Citi βλέπει μείωση «κόκκινων» δανείων κατά 40% έως το 2019

Τι συζητήθηκε με στελέχη των ελληνικών τραπεζών για οικονομία, καταθέσεις, capital controls
Παρασκευή, 08 Ιουλίου 2016 09:43
UPD:09:43
REUTERS/CARLO ALLEGRI

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν περιθώριο να βελτιώσουν περαιτέρω τα προ προβλέψεων έσοδα, κυρίως λόγω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης, κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές καταθέσεων, εκτιμούν στη Citi.

Από την έντυπη έκδοση

Κάποια πρώτα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης διαβλέπει η Citi για την ελληνική οικονομία, γεγονός το οποίο θα έχει θετικό αντίκτυπο στην αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μάλιστα, εκτιμά ότι θεωρείται ρεαλιστικός ο στόχος της μείωσης του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 30%-40% σε ορίζοντα τριετίας. Οι εκπρόσωποι της τράπεζας συνάντησαν προχθές στελέχη από τις ελληνικές τράπεζες και την ΤτΕ.

Σύμφωνα με τη Citi, οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν τον Μάιο στην Τράπεζα της Ελλάδος και στον SSM τους στόχους μείωσης της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης και των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (NPEs/NPLs), που αναμένεται να δημοσιοποιηθούν από την ΤτΕ τον Σεπτέμβριο. Αν και ο στόχος για μείωση των NPEs μπορεί να διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα, η Citi θεωρεί πως μια μείωση 30%-40% στο απόλυτο επίπεδο των NPLs μέχρι το τέλος του 2019 είναι ένας ρεαλιστικός στόχος, μέσω ενός συνδυασμού μείωσης χρέους, κατασχέσεων, ρευστοποιήσεων και διαγραφών. 

Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες αναδιαρθρώνουν περίπου το 5% των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ανά τρίμηνο, άρα θα χρειαζόταν κατά μέσο όρο 4 χρόνια για να αναδιαρθρώσουν τα NPLs.

Βασική ανησυχία των επενδυτών, σημειώνει η Citi, είναι πως ο ρυθμός κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να μειωθεί, καθώς οι τράπεζες θα διαγράφουν τα πλήρως καλυμμένα NPEs. Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος αυξημένων προβλέψεων, προκειμένου να διατηρηθεί ο τρέχων ρυθμός κάλυψης. Τα στελέχη των τραπεζών και της ΤτΕ με τα οποία συναντήθηκε η Citi πάντως εμφανίστηκαν αισιόδοξα αναφορικά με το επίπεδο των προβλέψεων των τραπεζών.

Όπως αναφέρει η Citi, οι ελληνικές τράπεζες έχουν περιθώριο να βελτιώσουν περαιτέρω τα προ προβλέψεων έσοδα, κυρίως λόγω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης, κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές καταθέσεων. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολύ περιορισμένες εισροές καταθέσεων από τους μικροκαταθέτες και κάποιες μικρές εισροές από τους εταιρικούς καταθέτες. 

Η σταδιακή χαλάρωση των capital controls κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για την εισροή μικροκαταθέσεων. Από τον Δεκέμβριο του 2014 έχουν «φύγει» από το τραπεζικό σύστημα καταθέσεις ύψους 40 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων παραμένει στην Ελλάδα και θα μπορούσε να επιστρέψει συν τω χρόνω στο τραπεζικό σύστημα.

Ακόμη, σύμφωνα με τη Citi, τα μεγαλύτερα ρίσκα για την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες είναι το υψηλό επίπεδο φορολόγησης, η αποτυχία επίτευξης των στόχων για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, η πολιτική αστάθεια και τα εξωτερικά ρίσκα. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα από το πρόγραμμα διάσωσης σχετίζονται κυρίως με τα έσοδα, μέσω της υψηλότερης φορολόγησης αντί της περικοπής δαπανών. Η υψηλότερη φορολόγηση θα μπορούσε να επιβαρύνει περισσότερο την οικονομία, περιορίζοντας την κατανάλωση. Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 είναι ένας δύσκολος στόχος, τονίζει η Citi.

Η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε εφαρμογή έκτακτων μέτρων. Εν τω μεταξύ, πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB δίνει προβάδισμα 6% της Ν.Δ. έναντι του κυβερνώντος κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Η μείωση της στήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Ν.Δ. θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκλογές και ανανέωση της πολιτικής αβεβαιότητας. Τέλος, τα εξωτερικά ρίσκα από το Brexit και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ιταλικών τραπεζών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος ιδίων κεφαλαίων βραχυπρόθεσμα.

Η Citi σημειώνει πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει πτώση 50% από την πρόσφατη «κορυφή» του Μαΐου και διαπραγματεύονται με P/TB 0.2x, διατηρώντας αμετάβλητη τη σύσταση «neutral» λόγω του υψηλότερου κόστους ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από τις αβεβαιότητες στο εξωτερικό περιβάλλον.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα