ΤΗ μεγαλύτερη μείωση, σημείωσε το εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας, σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών, τον Μάϊο, καθώς οι τιμές του πετρελαίου σε επίπεδα ρεκόρ, κλόνισαν τη ζήτηση για εξαγωγές και αύξησαν την αξία των εισαγομένων καυσίμων, εξασθενίζοντας την ανάκαμψη της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας στον κόσμο.
Το πλεόνασμα, υποχώρησε 68%, φθάνοντας στα 297 δισ. γιέν (2,7 δισ. δολ.) σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών στο Τόκυο και σημείωσε τη μεγαλύτερη υποχώρηση από τον Ιανουάριο του 2002. Κατά μέσον όρο, 31 οικονομικοί αναλυτές, που ρωτήθηκαν από το Bloomberg News, προέβλεπαν, ότι το πλεόνασμα θα υποχωρούσε στα 499,1 δισ. γιέν. Οι εξαγωγές σημείωσαν αύξηση 1,4%, τη χαμηλότερη από τον Νοέμβριο του 2003 και οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε ποσοστό 18,6%.
Η αύξηση των τιμών των καυσίμων, αφήνει του καταναλωτές στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη ξένη αγορά της Ιαπωνίας, με λιγότερα χρήματα για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, όπως τις ψηφιακές κάμερες, που κατασκευάζει η Olympus Corp. Το κόστος του πετρελαίου, περικόπτει τα καθαρά κέρδη των ιαπωνικών αυτοκινητοβιομηχανιών, απειλώντας με μείωση τις επενδύσεις των βιομηχανιών της χώρας σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εξαρτήματα, που αποτέλεσαν το 1/3, της οικονομικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας το πρώτο τρίμηνο του 2005.
Οι τιμές του αργού πετρελαίου, αναρριχήθηκαν πάνω από τα 59 δολ. το βαρέλι στη Ν. Υόρκη, για πρώτη φορά, στις 20 Ιουνίου. Το κόστος του αργού στο Ντουμπάϊ, του δείκτη για τα ασιατικά διϋλιστήρια, αυξήθηκε στα επίπεδα ρεκόρ των 53,14 δολ. το βαρέλι, την εβδομάδα που πέρασε. Η Ιαπωνία βασίζεται στις πηγές ενεργείας του εξωτερικού σχεδόν για όλο το πετρέλαιο που καταναλώνει.
Το γιέν υποχώρησε από τα υψηλότερα επίπεδα 12 ημερών, μετά την έκθεση. Διαπραγματεύθηκε στα 108,53 γιέν έναντι του δολαρίου στις 12:04' μ.μ., από 108,16 γιέν, που ήταν αργά χθες στη Ν. Υόρκη.
Η Ιαπωνία βασίζεται στη ζήτηση από τις ΗΠΑ και την Κίνα, τις δύο μεγαλύτερες ξένες αγορές της, για να συντηρήσει την ανάκαμψη από την τέταρτη ύφεση που γνώρισε μετά το 1991, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Junichi Makino.