Η πραγματικότητα διέψευσε τους αναλυτές που προέβλεπαν ότι ΑΕΠ της Βρετανίας θα περάσει σε θετικό έδαφος το τρίτο τρίμηνο και θα αποτελέσει ακλόνητη απόδειξη της εξόδου της χώρας από την ύφεση.
Μετά την ανακοίνωση της συρρίκνωσης του βρετανικού ΑΕΠ κατά 0,4%, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον έξι χρόνια για κάλυψη του κενού στην παραγωγή που αφήνει πίσω της η ύφεση και επισείουν την προσοχή στον κίνδυνο αποπληθωρισμού.
«Το κενό στην παραγωγή κατά πάσα πιθανότητα έχει ήδη ξεπεράσει το 3% επί του ΑΕΠ και είναι απίθανο να έχει καλυφθεί πριν το 2015», τονίζει η Βίκυ Ρέντγουντ από την Capital Economics.
Ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της CBI, Τζον Κρίντλαντ, χαρακτήρισε τα σημερινά στοιχεία «απογοητευτικά και ανησυχητικά», προσθέτοντας ότι «η ανάκαμψη, όταν έρθει, θα είναι εύθραυστη και θα παρουσιάζει μεταβλητότητα».
Τα σημερινά στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο δημόσιος τομέας είναι ο μοναδικός τομέας της οικονομίας που παρουσιάζει κάποια ενεργητικότητα, με μηδενική μεταβολή το τρίτο τρίμηνο έναντι της συρρίκνωσης 0,2% το δεύτερο τρίμηνο του έτους.
«Γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο ότι η ανάκαμψη, όταν ξεκινήσει, θα είναι αργή και ταραχώδεις», προειδοποίησε η Χένταλ Μέχτα, οικονομολόγος της Ernst & Young.
Οι αρνητικές εξελίξεις για την οικονομία της Βρετανίας έδωσαν τροφή για επικριτικά σχόλια στην αντιπολίτευση, η οποία διερωτάται μήπως το ένα τρισεκατομμύριο λίρες που έχει δαπανήσει η κυβέρνηση για έξοδο από την κρίση –επιβαρύνοντας δυσβάσταχτα τον προϋπολογισμό της– δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς.
Παρότι ορισμένα μέτρα, όπως η ένεση ρευστότητας ύψους 37 δισ. λιρών στις απειλούμενες τράπεζες θεωρήθηκε εύστοχη για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, κάποια άλλα μέτρα, όπως η παροχή εγγυήσεων στις μικρές επιχειρήσεις, η μείωση του ΦΠΑ και το πρόγραμμα ασφάλισης εμπορίου είχαν αμφίβολη αποτελεσματικότητα.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, ενισχύεται το ενδεχόμενο η Τράπεζα της Αγγλίας να συνεχίσει και ενδεχομένως να εντείνει την πολιτική ποσοτική χαλάρωσης με σκοπό την αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία.
Πηγή: WSJ, The Independent