Ενίσχυση της θετικής πορείας των μακροοικονομικών μεγεθών των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΝΑΕ) αναμένει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), όπως επισημαίνει στο τεύχος Σεπτεμβρίου/Δεκεμβρίου 2005 της περιοδικής έκδοσης South Eastern Europe and Mediterranean Emerging Market Economies Bulletin:
«Κατά το λήγον έτος η οικονομική ανάπτυξη σε Αίγυπτο, Αλβανία, Βουλγαρία, Κύπρο, Σερβία και Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Τουρκία και FYROM θα διατηρηθεί σε υψηλά, αλλά αισθητά χαμηλότερα του προηγούμενου έτους, επίπεδα (πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,7% έναντι 7,5% το 2004) κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης των εισαγωγών αλλά και της επίδρασης της βάσης (δηλαδή της υψηλής αύξησης του ΑΕΠ κατά το 2004 – περίπου κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2003). Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε μονοψήφιο νούμερο (9%) κυρίως λόγω ενίσχυσης ή/και σταθεροποίησης των νομισμάτων των κυριότερων χωρών της ΝΑΕ έναντι του ευρώ.
Η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε 10% του ΑΕΠ περίπου έναντι 9% το 2004 εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης, της διατήρησης υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης (50% περίπου) και της πραγματικής ανατίμησης των εγχώριων νομισμάτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το έλλειμμα διευρύνθηκε παρά την εφαρμογή αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών (0,6% του ΑΕΠ σε σχέση με 1% το 2004).
Πάντως, η χρηματοδότηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφθηκε από αυξημένη εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων, η προσέλκυση των οποίων ευνοήθηκε και από τις ευοίωνες οικονομικές και πολιτικές προοπτικές των ανωτέρω χωρών, καθώς και τις προσδοκίες για ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων αναμένεται να αυξηθούν κατά 23% περίπου σε 10,5 δισεκατ. δολάρια το 2005 και να καλύψουν το 70% των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Κατά το επόμενο έτος, στο πλαίσιο ενός περιβάλλοντος γενικευμένης αύξησης των επιτοκίων διεθνώς, βασική προτεραιότητα αλλά και πρόκληση της οικονομικής πολιτικής είναι η διατήρηση του συνδυασμού νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε μείωση του διευρυνόμενου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και σε περαιτέρω αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής μειώνεται από εισροές κεφαλαίου ή ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας – εξελίξεις που δεν συντελούν στη μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εξάλλου, δεν αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου της δημοσιονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι αυτή είναι ήδη ιδιαίτερα περιοριστική σε επίπεδα που είναι δύσκολο να περιοριστούν περαιτέρω. Για το λόγο αυτό, αναμένεται ενίσχυση των συνθηκών πιστωτικής και νομισματικής συγκράτησης κυρίως με μέτρα αύξησης των ποσοστών των υποχρεωτικών καταθέσεων στην Κεντρική Τράπεζα (ιδιαίτερα των καταθέσεων σε συνάλλαγμα), επιβολή αυστηρών ορίων στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και περιορισμό της δανειοδότησης των νοικοκυριών μέχρις ενός ποσοστού των εισοδημάτων τους.
Τα μακροοικονομικά δεδομένα των χωρών της ΝΑΕ αναμένεται να βελτιωθούν ελαφρά το 2006 με επίτευξη μέσου ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 5% περίπου, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε 7% και μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο χαμηλότερο ιστορικά σημείο (0% του ΑΕΠ). Παράλληλα, αναμένεται μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, σε 8,5% του ΑΕΠ, εξαιτίας της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και της ευνοϊκής εξέλιξης των διεθνών τιμών του πετρελαίου.
Η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση θα συγκλίνει περαιτέρω προς την αντίστοιχη της Ευρωζώνης
Παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τις συνθήκες πιστωτικής συγκράτησης, το 2005 σημειώθηκε ενίσχυση της τραπεζικής διαμεσολάβησης στις χώρες της ΝΑΕ. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κατά κύριο λόγο την ενίσχυση των θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Πράγματι, το τρέχον έτος χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς αύξησης των τραπεζικών καταθέσεων και χορηγήσεων – 40% και 49,2%, αντίστοιχα. Έτσι, ο λόγος των καταθέσεων προς το ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει στο τέλος του 2005 στο 31,7%, έναντι 20% το 2000, σηματοδοτώντας, μεταξύ άλλων, περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, ακόμη πιο αξιοσημείωτη είναι η άνοδος του λόγου των χορηγήσεων προς το ΑΕΠ στο 24,5% στο τέλος του 2005, από 8,8% μόνο το 2000, κυρίως ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης των χορηγήσεων λιανικής τραπεζικής. Συγκεκριμένα, οι χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά κατέγραψαν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 100% στο διάστημα των τελευταίων πέντε ετών, εξέλιξη που αναμένεται να ενισχύσει το μερίδιό τους, ως προς το ΑΕΠ, στο 9,1% στο τέλος του 2005 από 1,1% το 2000.
Κατά το επόμενο έτος, παρά τη γενικευμένη αύξηση των επιτοκίων διεθνώς, τη μείωση των επιτοκιακών περιθωρίων, ως συνέπεια της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στους κόλπους του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την αναμενόμενη ενίσχυση των μέτρων πιστωτικής συγκράτησης αναμένεται περαιτέρω εμβάθυνση της τραπεζικής διαμεσολάβησης. Οι λόγοι των καταθέσεων και των χορηγήσεων προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθούν στο 36,6% και 29,8% αντίστοιχα, επίπεδα όμως και πάλι πιο χαμηλά από τα αντίστοιχα στην περιοχή της Ευρωζώνης (70% και 92%, αντίστοιχα), γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη ευρύτατων περιθωρίων για ανάπτυξη των χορηγήσεων και των καταθέσεων στα επόμενα έτη».