Από την έντυπη έκδοση
της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Δυσκινησία στις αγοραπωλησίες ελαιόλαδου έχουν προκαλέσει τα capital controls, με τους Ελληνες παραγωγούς να κρατούν κλειστές τις δεξαμενές τους ζητώντας αποπληρωμές τοις μετρητοίς, γεγονός που δημιουργεί ανησυχία για ενδεχόμενο σοβαρών ελλείψεων του προϊόντος στη διεθνή αγορά.
Την ίδια στιγμή, παρά το αβαντάζ ποσότητας που έχει η εγχώρια παραγωγή, μετά την πολύ χαμηλή επίδοση την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, τα ελληνικά ελαιόλαδα δεν θα καταφέρουν να αγγίξουν τις επιδόσεις των παραδοσιακών αντιπάλων της Ιταλίας και της Ισπανίας, που εκτοξεύουν τις τιμές παραγωγού, προκαλώντας έντονες αναταράξεις στις βιομηχανίες.
Σύμφωνα με το Δελτίο Τιμών του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ) της 21ης Ιουλίου 2015, οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα κυμαίνονται από 3,15 έως 3,20 ευρώ/κιλό στην Κρήτη και 3,30-3,40 ευρώ/κιλό στην Πελοπόννησο.
Στην Ισπανία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΔΗΚ, από τις αρχές Ιουλίου παρατηρείται συνεχής ανοδική πορεία στις τιμές παραγωγού, η οποία τις έχει οδηγήσει στα 3,60 ευρώ για το (κοινό) παρθένο και στα 3,40 ευρώ για το βιομηχανικό ή Λαμπάντε.
Για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο οι μέσες τιμές έφτασαν τα 3,80 ευρώ και οι μέγιστες μέχρι και τα 4,30 ευρώ. Εναυσμα στην αυξητική τάση της αγοράς φαίνεται να έδωσε η πώληση μιας μεγάλης ποσότητας, της τάξης των 5.000 τόνων, λαδιού Λαμπάντε, στην Ιταλία, που έγινε στις αρχές του Ιουλίου και συμφωνήθηκε να παραδοθεί τον Σεπτέμβριο με 3,25 ευρώ/κιλό.
Από την άλλη πλευρά, ρόλο στις εξελίξεις -σύμφωνα με ισπανικά δημοσιεύματα- φαίνεται να έπαιξαν και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και οι φόβοι Ιταλών εμπόρων μήπως οι Ελληνες παραγωγοί κρατήσουν το προϊόν στις δεξαμενές τους.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, την ίδια περίοδο στην Ιταλία οι τιμές διατηρήθηκαν σταθερές, με μέσο όρο χώρας στα 5,50 ευρώ και μέγιστη τα 5,60 ευρώ, σημαντικά υψηλότερα από την Ελλάδα. Το σκηνικό συνθέτει και η ανοδική πορεία της Τυνησίας, στην οποία οι τιμές παραγωγού βαίνουν αυξανόμενες και στο τέλος Ιουνίου κινούνταν στα 3,48 ευρώ το κιλό, γεγονός που ισοδυναµεί µε αύξηση 43% σε σχέση µε την προηγούμενη περίοδο.
Η μελέτη της IBHS
Σύμφωνα με μελέτη της Infobank Hellastat (IBHS) για τον κλάδο της παραγωγής και τυποποίησης ελαιόλαδου, φέτος αναμένεται σημαντική ανάκαμψη της παραγωγής, στο επίπεδο των 300.000 τόνων, έναντι μόλις 131.900 τόνων την περίοδο 2013/14. Συγχρόνως, η παραγωγή στην Ισπανία, μετά το περσινό ιστορικά υψηλό επίπεδο του σχεδόν 1,8 εκατ. τόνων, σημειώνει απότομη κάμψη στους 825.700 τόνους, ενώ ο αντίστοιχος όγκος της Ιταλίας μειώνεται κατά 34,4%, στους 302.500 τόνους. Επομένως, το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή παραγωγή φέτος θα ενισχυθεί στο 12,5%, ποσοστό που το προηγούμενο έτος είχε υποστεί συρρίκνωση σε μόλις 4%.
Εκτός από το «πάγωμα» των αγοροπωλησιών με τους εμπόρους για κάποιο διάστημα, που αποδόθηκε κυρίως στην ανασφάλεια που επικρατούσε αναφορικά με τις εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και της αργίας των τραπεζών, ο βασικότερος λόγος που οι ελληνικές αποδόσεις παραμένουν χαμηλότερες έναντι των άλλων μεσογειακών χωρών εστιάζεται κυρίως στα χαμηλά ποσοστά τυποποίησης.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της IBHS, το σημαντικότερο μειονέκτημα για την ελληνική αγορά αποτελεί η περιορισμένη τυποποίηση, καθώς στη χώρα μας στο στάδιο αυτό φτάνει κάθε χρόνο λιγότερο από το 30% της παραγωγής (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας ζήτησης -λόγω και της υψηλής αυτοκατανάλωσης- καλύπτεται από χύμα ποσότητες, που διακινούνται παράνομα από ανεπίσημα δίκτυα διανομής.
Το χύμα προϊόν καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, γεγονός που μεταφράζεται σε χαμηλά μερίδια για τη χώρα μας στη διεθνή αγορά τυποποιημένων προϊόντων και υστέρηση έναντι των ισπανικών και ιταλικών επώνυμων κωδικών. Ο όγκος των εξαγωγών διοχετεύεται κυρίως σε ιταλικές βιομηχανίες (70% του συνόλου), όπου το ελληνικό ελαιόλαδο επεξεργάζεται και επανεξάγεται ως τυποποιημένο ή χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για διάφορα τρόφιμα.
Η παραπάνω υστέρηση οφείλεται στην έλλειψη εθνικής στρατηγικής / ελέγχων για την τυποποίηση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί πλήρως τη δυναμική και την προστιθέμενη αξία του τυποποιημένου προϊόντος, αλλά και οι ξένοι καταναλωτές να μην είναι ενήμεροι για το εξαιρετικά παρθένο ελληνικό ελαιόλαδο. Ετσι, τα ελληνικά ελαιόλαδα τιμολογούνται χαμηλότερα έναντι των ανταγωνιστικών προϊόντων των άλλων μεσογειακών χωρών, παρά την ποιοτική τους υπεροχή.
Σύμφωνα με την κα Αντιγόνη Αμπελακιώτη, Customer Support Manager της IBHS, «βασικότερη προϋπόθεση ανάπτυξης αποτελεί ο περιορισμός της διακίνησης χύμα ελαιολάδου μέσω αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών, ώστε να αυξηθεί το μερίδιο αγοράς του επώνυμου προϊόντος. Η μεγαλύτερη διείσδυση των εμφιαλωμένων κωδικών θα ενισχύσει την αξιοπιστία του κλάδου, ενώ θα προσδώσει στην ελληνική παραγωγή την προστιθέμενη αξία που της λείπει σήμερα, ιδίως σε διεθνές επίπεδο».
Επίσης, ως πρόσθετη αιτία για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων χύμα ελαιόλαδου αναφέρεται και η χαμηλή ρευστότητα των παραγωγών. Σε κανονικές συνθήκες (όχι σε περίοδο capital controls) οι παραγωγοί, λόγω των αναγκών που προκαλεί η έλλειψη χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, πωλούν σε σύντομο χρονικό διάστημα το λάδι τους χωρίς διαπραγμάτευση. Ετσι, αποφεύγουν να διακρατούν το απόθεμά τους για επεξεργασία και εμφιάλωση, διαδικασία που απαιτεί διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών, κάτι το οποίο θα ήταν οικονομικά ασύμφορο εφόσον δεν υπάρχει χρηματοδότηση.
Φόβοι για επικείμενη «φούσκα»
Η περιορισμένη παραγωγή σε Ισπανία και Ιταλία σε συνδυασμό με την ελληνική κατάσταση, που έχει επιπτώσεις στις αγοραπωλησίες, δημιουργούν έντονο προβληματισμό στη βιομηχανία όσον αφορά την επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν εμπορικές φωνές που κάνουν λόγο μέχρι και για επικείμενη «φούσκα ελαιόλαδου» αντίστοιχη με εκείνη των ακινήτων.
Με γνώμονα, ωστόσο, τη δεδομένη περιορισμένη δυναμική της ισπανικής παραγωγής και την αύξηση του μεριδίου της Ελλάδας φέτος στη διεθνή παραγωγή, οι τιμές θα μπορούσαν να είναι σε ακόμα καλύτερα επίπεδα για τους εγχώριους παραγωγούς.
Μειωμένη 25% η κατανάλωση την τελευταία πενταετία
t Σε επίπεδο εγχώριας κατανάλωσης,το ελαιόλαδο τα τελευταία χρόνια διανύει πτωτική πορεία, με ήπιους όμως ρυθμούς, καθώς ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της ύφεσης και των περιοριστικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής έχει οδηγήσει τους καταναλωτές σε περικοπή δαπανών ακόμα και για βασικά είδη διατροφής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιόλαδου, η κατανάλωση την περίοδο 2013/2014 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε 171.000 τόνους, σημειώνοντας υποχώρηση 5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Την τελευταία πενταετία της ύφεσης ο καταναλισκόμενος όγκος εμφανίζει σωρευτική κάμψη 25% (ή 58.000 τόνους).
Την τρέχουσα περίοδο προβλέπεται περαιτέρω υποχώρηση στο επίπεδο των 160.000 τόνων, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεσή της προβλέπει φθίνουσα κατανάλωση έως το 2020.
Καταναλωτικές προτιμήσεις
Οπως επισημαίνει η μελέτη της Infobank Hellastat, η διαχρονική κάμψη της αγοράς προέρχεται κυρίως από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα, καθώς οι καταναλωτικές προτιμήσεις μετατοπίζονται σε μεγάλο βαθμό στο χύμα ελαιόλαδο, το οποίο έχει χαμηλότερη τιμή κατά 10% (η εν λόγω κατηγορία καλύπτει το 75% της ζήτησης).
Αντιθέτως, η κατανάλωση ελαιόλαδου ιδιωτικής ετικέτας αυξάνεται διαρκώς λόγω της χαμηλότερης τιμολόγησής του, με συνέπεια οι τυποποιητές επώνυμων κωδικών να υφίστανται έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις.
Παράλληλα, οι υψηλές τιμές λιανικής του τυποποιημένου ελαιόλαδου στρέφουν το καταναλωτικό κοινό σε φθηνότερα παρεμφερή προϊόντα, όπως τα σπορέλαια.
Ενδεικτικά, στα τέλη του 2014 η λιανική τιμή ενός μπουκαλιού έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στο ράφι κυμαινόταν από 3,2 έως 6,5 ευρώ το λίτρο, ενώ για το ηλιέλαιο από 1,85 έως 2,69 ευρώ.