ICAP: Μελέτη για τις αλυσίδες καταστημάτων παιχνιδιών

Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2005 10:12

Ο κλάδος του λιανικού εμπορίου των παιχνιδιών και ειδών βρεφανάπτυξης έχει παρουσιάσει σημαντικές αλλαγές την τελευταία δεκαετία. Οι αλυσίδες καταστημάτων των εν λόγω ειδών έχουν πλέον κυρίαρχη παρουσία στην εγχώρια αγορά και συνεχίζουν να αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του μεριδίου των μεμονωμένων σημείων πώλησης, τα οποία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αποτελούσαν σημαντικό κανάλι διάθεσης.

Οι κύριοι παράγοντες επιτυχίας των αλυσίδων αυτών είναι η ευνοϊκή τιμολογιακή πολιτική τους, η προσφορά μεγάλης ποικιλίας προϊόντων και η εξάπλωση του δικτύου καταστημάτων τους σε ολόκληρη τη χώρα.

Τα παραπάνω προκύπτουν από την κλαδική μελέτη της ICAP, στην οποία διερευνάται η εγχώρια αγορά των αλυσίδων καταστημάτων παιχνιδιών και ειδών βρεφανάπτυξης για την περίοδο 2002-2004:

«Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς των αλυσίδων παιχνιδιών ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 2002-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 17%. Τα παιχνίδια κάλυψαν το 70%-73% των συνολικών πωλήσεων των αλυσίδων παιχνιδιών την τελευταία τριετία. Το παραδοσιακό παιχνίδι εκτιμάται ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος (90%) των πωλήσεων παιχνιδιών μέσω αλυσίδων το 2004 και το ηλεκτρονικό παιχνίδι κατέλαβε το υπόλοιπο 10% την ίδια χρονιά. Οι πωλήσεις ειδών βρεφανάπτυξης μέσω αλυσίδων παρουσίασαν μέση ετήσια αύξηση 21% την ίδια περίοδο.

Το λιανικό εμπόριο των παιχνιδιών συγκεντρώνεται σταδιακά σε λίγες, μεγάλου μεγέθους αλυσίδες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους και στην εμπορία ειδών βρεφανάπτυξης, εποχιακών ειδών και ειδών βιβλιοχαρτο-πωλείου, με αποτέλεσμα να αποσπούν μερίδιο και στις επιμέρους αυτές αγορές. Αντιθέτως, ο αριθμός των μεμονωμένων σημείων πώλησης μειώνεται τα τελευταία χρόνια με γρήγορους ρυθμούς.

Αρκετές επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται τις αλυσίδες παιχνιδιών και ειδών βρεφανάπτυξης πραγματοποιούν και δικές τους εισαγωγές, ιδιαίτερα όσον αφορά το παιχνίδι και εμπορεύονται εκτός από επώνυμο και ανώνυμο προϊόν. Tο γεγονός αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να παρέχουν μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων και να επιτυγχάνουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους.

Η διασπορά των αλυσίδων στο γεωγραφικό χώρο και η αναγνωρισιμότητά τους αποτελεί σημαντική προϋπόθεση ανάπτυξής τους. Η επέκταση των αλυσίδων παιχνιδιών και ειδών βρεφανάπτυξης επιτυγχάνεται με τη δημιουργία εταιρικών καταστημάτων, την εκμετάλλευση καταστημάτων από συγγενείς επιχειρήσεις, τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchising) ή τον συνδυασμό των παραπάνω στρατηγικών. Ένας άλλος τρόπος επέκτασης, κυρίως όσον αφορά τις αλυσίδες βρεφανάπτυξης, είναι η δημιουργία σημείων πώλησης εντός πολυκαταστημάτων ή άλλων αλυσίδων του κλάδου (shop-in-shop), τα οποία είτε αποτελούν εταιρικά καταστήματα, είτε ανήκουν στα άλλα κανάλια διάθεσης.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων προβλέπεται να ενταθεί ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον, καθώς η ανάπτυξη των αλυσίδων αναμένεται να συνεχιστεί και προσδοκάται περαιτέρω αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης της αγοράς.

Όσον αφορά την ευρωπαϊκή αγορά και σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Παιχνιδιών (Toy Industries of Europe, TIE), στον κλάδο των παραδοσιακών και ηλεκτρονικών παιχνιδιών δραστηριοποιούνται περίπου 2.000 παραγωγικές επιχειρήσεις. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία παιχνιδιών απασχολεί σχεδόν 100.000 εργαζομένους, εκ των οποίων οι 53.500 εργάζονται στον παραγωγικό τομέα και οι υπόλοιποι στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, στο marketing, στις πωλήσεις, στη διανομή και σε άλλες υπηρεσίες.

Το μέγεθος αγοράς παιχνιδιών στην ΕΕ ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1997-2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 6,5%. Ειδικότερα, το 2003 ανήλθε σε €18,23 δισ., σημειώνοντας αύξηση κατά 5,3% έναντι του 2002. Τα video games κάλυψαν το 28% της συνολικής αγοράς παιχνιδιών στην ΕΕ το 2003 και ακολούθησαν τα βρεφικά / προσχολικά παιχνίδια και τα παζλ με ποσοστά συμμετοχής 12,5% και 10,1% αντιστοίχως. Σημαντική παρουσία είχαν επίσης και οι κούκλες (9,6%) και τα τροχοφόρα παιχνίδια (8,2%).

Τα μεμονωμένα καταστήματα και οι αλυσίδες καταστημάτων παιχνιδιών αποτέλεσαν το κυριότερο δίκτυο διανομής, συμμετέχοντας από κοινού με ποσοστό 31,7% στο σύνολο των πωλήσεων παιχνιδιών το 2003. Ακολούθησαν τα υπερμάρκετ και τα discounters με ποσοστό συμμετοχής 24,8%, τα μη εξειδικευμένα καταστήματα με 13,6%, τα πολυκαταστήματα με 6% και οι παραγγελίες μέσω ταχυδρομείου με 4,5%».



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα