Την ανάγκη να υπάρξει μία «ισχυρή» και «βιώσιμη» συμφωνία, η οποία θα προωθεί την ανάπτυξη και θα αντιμετωπίζει τις εναπομείνασες πηγές αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, επαναλαμβάνοντας πως είναι επιθυμία όλων να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ.
Όπως είπε, μία τέτοια συμφωνία, σύμφωνα με τον Ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη, θα πρέπει να προάγει την ανάπτυξη στην Ελλάδα, την κοινωνική δικαιοσύνη και να διασφαλίζει την δημοσιονομική σταθερότητα. Επίσης, η συμφωνία θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες ανισορροπίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Πρόσθεσε ότι οι διαπραγματεύσεις είναι σε εξέλιξη και δεν υπάρχει νόημα να τις σχολιάσει.
Τόνισε ακόμη ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι υποβαθμισμένες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ενώ σε ερώτηση για το αν η ΕΚΤ μπορεί να αυξήσει το όριο για τα έντοκα, ο κ. Ντράγκι απάντησε «δεν είμαστε ακόμα εκεί», θέτοντας ως προϋπόθεση για την αναθεώρηση του ορίου να υπάρξει απόφαση εκταμίευσης της δόσης που απομένει προς την Ελλάδα:
«Πρέπει να υπάρχει μια αξιόπιστη προοπτική για την επιτυχή ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης. Και αυτό θα σήμαινε την εκταμίευση από τα κράτη μέλη» της δόσης που απομένει. Αυτός είναι ένας όρος που πρέπει να ικανοποιηθεί ώστε το Διοικητικό Συμβούλιο να το εξετάσει το ότι, διότι δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος να εξεταστεί η άρση του ορίου. Και δεν έχουμε φθάσει ακόμη εκεί».
Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Ντράγκι δήλωσε ότι οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου έχουν ήδη βοηθήσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη ζήτηση στην Ευρωζώνη, ενώ η πτώση του ευρώ αναμένεται να ενισχύσει το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί αργότερα μέσα στο έτος, αν και οι προοπτικές του δείκτη σε βάθος τριετίας παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες.
Ειδικότερα, για τον πληθωρισμό, οι αναλυτές της ΕΚΤ αναμένουν να διαμορφωθεί το 2015 στο 0,3%, από 0% προηγουμένως, το 2016 στο 1,5% και το 2017 στο 1,8%. Για την πορεία της ανάπτυξης, η ΕΚΤ αναμένει να διαμορφωθεί στο 1,5%, στο 1,9% και στο 2% τα τρία έτη αντίστοιχα.
«Επανεξέταση του ELA την επόμενη εβδομάδα»
H Eυρωπαική Κεντρική Τράπεζα θα επανεξετάσει το καθεστώς χορήγησης έκακτης ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες (ELA) την επόμενη εβδομάδα υπό το φως των εξελίξεων.
Αυτό απάντησε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων για το κατά πόσο θα προχωρήσει σε αύξηση του κουρέματος των εγγυήσεων που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από τον ΕLA, στην περίπτωση που δεν επιτευχθει συμφωνία με τους θεσμούς.
Διευκρίνισε ότι το καθεστως των εγγυήσεων -οι οποίες στην πλειονότητα τους αφορούν σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου - επανεξετάζεται κάθε φορά που οι εξελίξεις επηρεάζουν την αξία του Δημόσιου Χρέους της χώρας. Μάλιστα ενέφερε ότι το ποσοστό του κουρέματος βρίσκεται σε διαδικασία αξιολόγησης.
Επομένως τούτο πρόκειται να πράξει και την επόμενη εβδομάδα. Υπογράμμισε ωστόσο ότι το καθεστώς των εγγυήσεων που διέπει τον μηχανισμό ELA διαφέρει σημαντικά από εκείνο που εφαρμόζεται στην χρηματοδότηση των τραπεζών απευθείας από την ΕΚΤ.
«Ισχυρή μία συμφωνία που προάγει την ανάπτυξη και την κοινωνική σταθερότητα»
Κληθείς να ορίσει τον όρο "ισχυρή συμφωνία" που είχε χρημοσιοποιήσει ο ίδιος αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς, ο επικεφαλής της ΕΚΤ επανέλαβε ότι "ισχυρή είναι συμφωνία που προάγει την ανάπτυξη διασφαλίζοντας ταυτόχρονα κοινωνική σταθερότητα".
Συμπλήρωσε πάντως ότι η όποια συμφωνία της Ελλάδος με τους θεσμούς θα πρέπει να επιλύει το χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας. Συμπλήρωσε ωστόσο ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει προαπαιτούμενα (prior actions) για τον σκοπό αυτό.
Όταν ρωτήθηκε αν ανησυχεί για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει να πληρώσει το 6.7 δισ. ευρω σε ομόλογα που λήγουν το καλοκαίρι, τα οποίοα βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ ο κ. Ντράγκι είπε ότ θεωρεί ότι η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος θα τιμήσει την δέσμευση της για την πλήρη και έγκαιρη αποπληρωμή των ομολόγων αυτών.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ εξέφρασε την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία είναι «βιώσιμη» εφόσον όμως εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές.