ΑΝΟΔΙΚΑ για τρίτη διαδοχική συνεδρίαση κινείται σήμερα το ευρώ έναντι του αμερικανικού νομίσματος υπερβαίνοντας το επίπεδο των 1,27 δολαρίων.
Στις 12:49 (ώρα Ελλάδος), στην αγορά συναλλάγματος του Λονδίνου, η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο είχε διαμορφωθεί στα 1,2748 δολάρια έναντι 1,2630 δολαρίων αργά χθες το βράδυ. Η χθεσινή ισοτιμία αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν 1,26070 δολάρια.
Στην περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ συνέβαλε η δημοσιοποίηση της μηνιαίας έκθεσης της ΕΚΤ, η οποία ενισχύει την άποψη ότι η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα δεν σκοπεύει προς το παρόν να λάβει μέτρα για την αποδυνάμωση του ενιαίου νομίσματος.
Στην εν λόγω έκθεση η ΕΚΤ επαναλαμβάνει τις ανησυχίες της για την «υπερβολική αστάθεια στις συναλλαγματικές ισοτιμίες» αποφεύγοντας ωστόσο να αποκαλύψει τις προθέσεις της σχετικά με τη νομισματική της πολιτική.
Η κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα διατήρησε παράλληλα σταθερή την εκτίμησή της για την οικονομική κατάσταση της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, επαναλαμβάνει ότι αναμένει σταδιακή επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά τη διάρκεια του έτους, ενώ ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 2%.
Ώθηση στο ευρώ έδωσαν χθες οι δηλώσεις του γερμανού υφυπουργού Οικονομικών ότι δεν αναμένεται να υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια, για να περιοριστεί η ισχυροποίηση του ευρώ και του μέλους της ΕΚΤ, Νουτ Βέλινκ, ότι η άνοδος που έχει καταγράψει το ευρωπαϊκό νόμισμα δεν χαρακτηρίζεται υπερβολική.
Ο κ. Βέλινκ δήλωσε επίσης ότι η διαφοροποίηση των επιτοκίων δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για την αντιμετώπιση των συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Τα σχόλια του κ. Βέλινκ εμφανίζονται εναρμονισμένα με τις επισημάνσεις που είχαν γίνει μία ημέρα νωρίτερα, από τον Ότμαρ Ίσιγκ, κορυφαίο οικονομολόγο της κεντρικής τράπεζας και τα οποία δείχνουν ότι η η ΕΚΤ είναι πιθανόν να επιλέξει μάλλον να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος αντί να μειώσει τα επιτόκια, προκειμένου να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από την ισχυροποίηση του ευρώ.
Οικονομικοί αναλυτές θεωρούν ότι το μήνυμα της ΕΚΤ έχει στόχο να απομακρύνει τις ελπίδες που είχαν διατυπωθεί για φθηνότερο κόστος δανεισμού, καθώς πολιτικοί όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Βόλφγκαγκ Κλέμεντ είχε ζητήσει από την ΕΚΤ να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων, από το σημερινό επίπεδο ναδίρ του 2%.
Από την άλλη πλευρά, αρνητικά επηρεάζει το δολάριο η εκτίμηση ότι στη σύσκεψη του ομίλου G7 (στις 6 με 7 Φεβρουαρίου) στη Φλόριντα, οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών αυτών δεν θα υιοθετήσουν κοινό ψήφισμα για την αντιστροφή της υποχώρησης του αμερικανικού νομίσματος.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος της ΕΚΤ, Νικόλαος Γκαργκάνας, δήλωσε σήμερα στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters ότι οι φραστικές παρεμβάσεις αξιωματούχων της τράπεζας – και ιδίως του προέδρου της, Ζαν Κλοντ Τρισέ – συνέβαλαν στην εξασθένηση του ευρώ, κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας. Ο κ. Τρισέ είχε δηλώσει ότι οι «βίαιες» κινήσεις στην αγορά συναλλάγματος δεν είναι ευπρόσδεκτες.
Οικονομικά στοιχεία σε ΗΠΑ και Ευρώπη
Στις 15:30 (ώρα Ελλάδος) θα ανακοινωθούν στις ΗΠΑ οι νέες αιτήσεις επιδόματος ανεργίας για την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 17 Ιανουαρίου. Οι αναλυτές προβλέπουν ότι οι εν λόγω αιτήσεις θα διαμορφωθούν στις 345.000 έναντι 343.000 το αμέσως προηγούμενο επαήμερο.
Στις 17:00 θα ανακοινωθεί ο δείκτης βασικών οικονομικών δεικτών Δεκεμβρίου, ο οποίος αναμένεται να σημειώσει άνοδο κατά 0,2%.
Κατώτερα των προσδοκιών ήταν τα στοιχεία που δόθηκαν νωρίτερα στη δημοσιότητα για την οικονομία της Ευρωζώνης. Πιο αναλυτικά, οι καταναλωτικές δαπάνες στη Γαλλία σημείωσαν το Δεκέμβριο αύξηση κατά 0,2% έναντι μείωσης κατά 2,6% - βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων - το Νοέμβριο. Οι αναλυτές, ωστόσο, ανέμεναν άνοδο της τάξεως του 0,5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της γαλλικής στατιστικής υπηρεσίας INSEE, οι πωλήσεις αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 4,5% το Δεκέμβριο έναντι μείωσης κατά 5,7% το Νοέμβριο.
Στην Ιταλία ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα ετών κυρίως λόγω των έντονων ανησυχιών που προκάλεσε το σκάνδαλο Parmalat σε επενδυτές και εργαζομένους στην εν λόγω εταιρεία.
Ο παραπάνω δείκτης διαμορφώθηκε στις 99 μονάδες τον Ιανουάριο από 105 – βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων – το Δεκέμβριο.