Από την έντυπη έκδοση
«Αν άνοιγε η πόρτα για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κι άλλοι».
Με τη φράση αυτή ο Γάλλος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί και άλλοι κοινοτικοί αξιωματούχοι έχουν προσπαθήσει το τελευταίο διάστημα να εξηγήσουν ότι το μέλλον της χώρας μας, όπως και κάθε άλλου κράτους-μέλους, είναι άμεσα συνυφασμένο με το μέλλον συνολικά της Ευρωζώνης.
Ενώ, όμως, όλοι ασχολούνται με το ελληνικό «δράμα» και σε μικρότερο βαθμό με τα επίμονα τραπεζικά προβλήματα σε Ισπανία και Πορτογαλία, τις εμφανείς αδυναμίες της «ισχυρής» Γαλλίας ή τις ανισορροπίες που προκαλούν τα ογκώδη εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον της νομισματικής ένωσης ως συνόλου δεν έχει ακόμη γίνει.
Κατά την κορύφωση των ευρωπαϊκών αναταράξεων το 2012, η δεύτερη πιο συχνή λέξη μετά την κρίση ήταν εκείνη της «ενοποίησης». Ηταν το «δομικό υλικό» που έλειπε από το οικοδόμημα της Ευρωζώνης, το χαμένο κομμάτι στο παζλ του οράματος για μία «αυθεντική» οικονομική -και γιατί όχι ακόμη και πολιτική- ένωση, όπως είχαν συμφωνήσει τότε οι Ευρωπαίοι ηγέτες.
Τότε έγινε για πρώτη φορά λόγος για ένα ενιαίο σύστημα εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, αλλά και ενιαίους μηχανισμούς διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων, ενώ ετέθη επί τάπητος η ιδέα ενός κοινού προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη, όπως και εκείνη της έκδοσης κοινού χρέους. Τρία χρόνια μετά, βήματα έγιναν μόνο στην κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης. Οι υπόλοιπες προτάσεις αφέθηκαν να αιωρούνται στην ασάφεια.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, θέτοντας τον Φεβρουάριο 11 κρίσιμα ερωτήματα για το πού οδεύει η Ευρωζώνη, θέλησε να αναζωπυρώσει τη δημόσια αντιπαράθεση σχετικά με την ανάγκη ή μη για περισσότερη ενοποίηση, για ολοκλήρωση οικονομική και πολιτική, σε μία πραγματική ένωση εταίρων.
Αν και η πρό(σ)κληση Γιούνκερ δεν έτυχε της θερμής ανταπόκρισης που προσδοκούσε ο ίδιος, οι θέσεις των μεγαλύτερων κρατών-μελών τουλάχιστον για την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθηθεί έχουν γίνει γνωστές από αποσπασματικές, έστω, δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων.
Γερμανία
Επί πολλά χρόνια την κατεύθυνση προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έδειχνε ο λεγόμενος γαλλο-γερμανικός άξονας. Η κρίση προκάλεσε τη ρήξη του άξονα αυτού και οδήγησε τις δύο χώρες σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, που πάντως εξακολουθούν να αναζητούν συμβιβασμούς και κοινό βηματισμό, αποφεύγοντας τον «πόλεμο».
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης είναι υπέρμαχοι της περισσότερης «ενοποίησης», οικονομικής και πολιτικής.
Η θέση τους, ωστόσο, για το τι σημαίνει ενοποίηση και πώς αυτή θα επιτευχθεί δεν συμπίπτει. Η Γερμανία, η οποία έχει σαφώς τον πρώτο λόγο τα τελευταία χρόνια, σε βαθμό που πολλοί να διαμαρτύρονται για μετατροπή της ένωσης εταίρων σε ηγεμονία, θεωρεί πως προϋπόθεση για το κάθε βήμα είναι η αυστηρή πειθαρχία.
Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής της πραγματικής ολοκλήρωσης. Πώς την αντιλαμβάνεται, όμως; Η πρώτη κίνηση, σύμφωνα με τον Γερμανό υπουργό, θα πρέπει να είναι ο αυστηρός έλεγχος και η δυνατότητα άμεσων παρεμβάσεων στους εθνικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών από έναν υπερ-επίτροπο με αυξημένες εξουσίες και δυνατότητα κυρώσεων.
Εχει επίσης προτείνει τη δημιουργία «κοινοβουλίου Ευρωζώνης», προκειμένου να ενισχυθεί η διαδικασία της νομιμοποίησης και της λογοδοσίας στις κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της νομισματικής ένωσης. Δεν έχει, ωστόσο, εξηγήσει πώς φαντάζεται αυτό το κοινοβούλιο - εάν δηλαδή θα προκύπτει από μία διαδικασία άμεσης προσφυγής στις κάλπες παράλληλη με τις ευρωεκλογές ή εάν θα συγκροτείται από ήδη εκλεγμένους εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων.
Οι θέσεις Σόιμπλε εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό το Βερολίνο. Υπάρχουν, ωστόσο, και φωνές στους κόλπους της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας που ζητούν ένα βήμα παραπάνω. Η πιο χαρακτηριστική, αυτή του Γεργκ Ασμουσεν.
Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και άλλοτε μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ προειδοποίησε πρόσφατα από το βήμα συνεδρίου στο Βερολίνο πως η σημερινή δομή διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ δημιουργεί ένα «ασταθές οικονομικό οικοδόμημα». Για τον ίδιο η μόνη ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η «δημοσιονομική ολοκλήρωση». Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η σύσταση ενός υπουργείου Οικονομικών του ευρώ, το οποίο θα καταρτίζει ενιαίο προϋπολογισμό με τη δυνατότητα επιβολής φόρων, αλλά και δημοσιονομικών μεταβιβάσεων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι κάτι στο οποίο αντιδρά σθεναρά μέχρι στιγμής το δίδυμο Σόιμπλε-Μέρκελ, γνωρίζοντας βεβαίως ότι η βάση των ψηφοφόρων των Χριστιανοδημοκρατών θα είναι πολύ δύσκολο να πειστεί για την ανάγκη μεταφοράς κεφαλαίων προς τους «αδύναμους κρίκους», οι οποίοι θεωρούνται εν πολλοίς αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις αδυναμίες τους.
Κάτι τέτοιο, υποστηρίζουν, θα ενείχε «ηθικούς κινδύνους». Θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο για την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας στον ευρωπαϊκό Νότο και θα επέτρεπε να συνεχιστεί η πολιτική της «δημοσιονομικής ασωτίας».
Βρετανία
Ολη αυτή η συζήτηση για το μέλλον του ευρώ προκαλεί μάλλον εκνευρισμό σε μέλη εκτός της νομισματικής ένωσης και κυρίως στη Βρετανία. Εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών σχολίαζε ότι το Λονδίνο επιθυμεί στενότερο οικονομικό συντονισμό στη ζώνη του ευρώ, καθώς μία ασταθής νομισματική ένωση συνιστά απειλή και για τη βρετανική οικονομία.
Τόνιζε, ωστόσο, πως ορισμένες από τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί, όπως αυτή για ειδικό κοινοβούλιο Ευρωζώνης, εάν υιοθετηθούν θα οδηγήσουν και επισήμως σε μία Ευρωπαϊκή Ενωση δύο ταχυτήτων, με την Ευρωζώνη στον «πυρήνα» και τους υπόλοιπους στην περιφέρεια να μένουν πίσω. Τέτοιου είδους θέσεις, υποστηρίζει το Λονδίνο, ενισχύουν το επιχείρημα για έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. Η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον έχει δεσμευτεί για τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος, εφόσον επανεκλεγεί.
Ιταλία: Συντονισμός - αλληλεγγύη
Μηχανισμούς «συντονισμού και αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών-μελών του ευρώ ζητεί από την πλευρά της η Ρώμη. «Τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα καταδεικνύουν την ανάγκη για τη χάραξη ενιαίας οικονομικής πολιτικής, η οποία θα δημιουργεί συνέργειες που θα συμπληρώνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο» σημείωσε ο Σάντρο Γκότσι, υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιταλίας. Υπογράμμισε δε ότι η διακυβέρνηση στο ευρώ θα πρέπει να καταστεί πιο «δημοκρατική», καθώς και να λαμβάνει υπ’ όψιν τις ανάγκες του κοινωνικού κράτους.
Γαλλία: Ευελιξία και όχι πειθαρχία
Το Παρίσι έχει αποφύγει να παρουσιάσει αναλυτικά τις θέσεις του. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει, ωστόσο, επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη για μεγαλύτερη «ευελιξία» αντί της «πειθαρχίας» στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων και σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζεται την ιδέα της ανάγκης για ακόμη αυστηρότερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών από έναν νέο υπερ-επίτροπο. Εμφανίζεται, ωστόσο, ανοιχτός στην ιδέα για ένα ενιαίο υπουργείο Οικονομικών, όπως και στις προτάσεις Ασμουσεν περί πραγματικής δημοσιονομικής ολοκλήρωσης.
Αυτές θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και από τα κοινά ευρωομόλογα, πιστεύει το Παρίσι, αν και σπεύδει να επισημάνει ότι η απόφαση της αμοιβαιοποίησης του χρέους ενέχει κινδύνους, γι’ αυτό και θα πρέπει η έκδοση κοινού χρέους Ευρωζώνης να γίνει με πολύ προσεχτικά βήματα και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η γαλλική πλευρά θεωρεί το υπόμνημα, που παρουσιάστηκε από τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ανεπαρκές.
«Εμείς ζητάμε κάτι που δεν θέλουν μάλλον να ακούσουν τώρα οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Περισσότερη αλληλεγγύη και σύγκλιση» σχολίαζε χαρακτηριστικά πρόσφατα πηγή των Ηλυσίων Πεδίων στο Euractiv. Επικριτικός έναντι του σχεδίου Γιούνκερ ήταν και ο ευρωβουλευτής των Σοσιαλιστών Περβένς Μπερέ.
«Απουσιάζουν εντελώς οι γαλλικές ανησυχίες για την κοινωνική συνοχή. Το όραμα για ένα πιο κοινωνικό όραμα στην Ενωση» τόνισε, συμπληρώνοντας: «Πρόκειται για ένα κακό τρικ. Ο κ. Γιούνκερ λειτουργεί για ακόμη μία φορά ως χαμαιλέων. Είχε πει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι θα επιδιώξει περισσότερη “ουσία” σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά δεν πράττει αυτά που λέει».
ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ - [email protected]