Ως ανθρωπιστική κρίση, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, είναι κατανοητή μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μια ασυνήθιστη και γενικευμένη απειλή για την ανθρώπινη ζωή, την υγεία ή τη διαβίωση. Οι κρίσεις αυτές εμφανίζονται συνήθως στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης κατάστασης έλλειψης προστασίας, κατά την οποία μια σειρά από προ-υπάρχοντες παράγοντες (φτώχεια, ανισότητα, έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες) επιδεινώνονται από μια φυσική καταστροφή ή ένοπλη σύρραξη, πολλαπλασιάζοντας τις καταστροφικές συνέπειες. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει υπάρξει εξάπλωση του είδους της ανθρωπιστικής κρίσης που έχει γίνει γνωστή ως σύμπλεγμα έκτακτης ανάγκης. Αυτά τα φαινόμενα, που είναι επίσης γνωστά ως συμπλέγματα πολιτικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, είναι τεχνητές κρίσεις κατά τις οποίες μια κατάσταση βίας προκαλεί ανθρώπινες απώλειες, εκτοπίσεις, επιδημίες και πείνα. Αυτά είναι συνδυασμένα με μια αποδυνάμωση ή ολική κατάρρευση των οικονομικών και πολιτικών δομών και, μερικές φορές, με την παρουσία μιας φυσικής καταστροφής. Τα συμπλέγματα καταστάσεων έκτακτης ανάγκης διαφέρουν από τις κρίσεις στο ότι είναι πιο παρατεταμένες, είναι στη ρίζα τους πολιτικές και έχουν σημαντικές καταστροφικές και αποδομητικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής. Ως αποτέλεσμα, η απάντηση σε αυτές τις κρίσεις συνήθως περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό παικτών, καθώς και εκείνων που ασχολούνται αποκλειστικά με το ανθρωπιστικό έργο, συμπεριλαμβανομένων των ειρηνευτικών αποστολών και των πολιτικών και διπλωματικών σχημάτων. Οι δείκτες με βάση τους οποίους ο ΟΗΕ καταγράφει τις χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν ανθρωπιστική κρίση αφορούν στη σοβαρότητα παραγόντων, όπως η επισιτιστική κρίση ή οι εκτοπίσεις ανθρώπων εν μέσω βιαιοπραγιών, οι οποίοι άλλωστε ενεργοποιούν πόρους μέσα από αντίστοιχα ταμεία των Ηνωμένων Εθνών. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται χώρες όπως το Νότιο Σουδάν, η Αϊτή, η Σομαλία, το Ιράκ και η Συρία.