Ενδεχόμενη μείωση του βάρους του ελληνικού χρέους αναμένεται να αποδειχθεί θετική για την ανάπτυξη και τους επενδυτές, στον βαθμό που δημιουργεί το περιθώριο για χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική, αλλά είναι απίθανο να αποκαταστήσει από μόνη την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίων, αναφέρεται σε άρθρο της Wall Street Journal.
Στο άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα, ο Σάιμον Νίξον υποστηρίζει πως οι επενδυτές θα εστιάσουν την προσοχή τους στην ευρύτερη οικονομική στρατηγική του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και συγκεκριμένα σε τέσσερις κρίσιμους τομείς.
Ο πρώτος τομέας είναι η φορολογία. Ο Νίξον επισημαίνει ότι υπάρχουν ακόμη προβλήματα στο καθεστώς του ΦΠΑ, καθώς τα έσοδα της Ελλάδας από τον ΦΠΑ είναι πολύ χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, λόγω ενός πολύπλοκου συστήματος εξαιρέσεων και ειδικών συντελεστών που ενθαρρύνουν την κατάχρηση. «Η προηγούμενη κυβέρνηση δεσμεύθηκε απρόθυμα σε σημαντικές αλλαγές στον ΦΠΑ» σημειώνει ο Νίξον, αναρωτώμενος «αν αυτές θα συνεχισθούν από τη νέα κυβέρνηση».
Ο δεύτερος τομέας είναι η διαφθορά. Η νέα κυβέρνηση δήλωσε ότι θα προχωρήσει στη δική της μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, σημειώνει ο Νίξον, θέτοντας το ερώτημα, αν θα προχωρήσει τόσο πολύ όσο η προκάτοχός της, «διακινδυνεύοντας να αναστατώσει τους υποστηρικτές της στα συνδικάτα του δημόσιου τομέα».
Ο τρίτος τομέας είναι το καθεστώς για τη ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών, που θα επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Μία νέα προσωρινή συμφωνία για την αναδιάρθρωση των τραπεζικών χρεών των μικρότερων επιχειρήσεων θεσπίστηκε πέρυσι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντίθετος σε αυτή, θεωρώντας την πολύ γενναιόδωρη εις βάρος του κράτους.
Στο μεταξύ, αναφέρει ο Νίξον, εκατομμύρια νοικοκυριών και λεγόμενων επιχειρήσεων - ζόμπι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, επειδή με το σημερινό σύστημα οι τράπεζες δεν μπορούν να ανακτήσουν τίποτε (από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια), και θέτει το ερώτημα αν «θα τολμήσει ο κ. Τσίπρας να αναλάβει δράση, εκεί που απέτυχε ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς».
Ο τέταρτος τομέας είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. «Η προώθηση των συμφωνιών που έχουν ήδη γίνει, περιλαμβανομένης της πώλησης πακέτων μετοχών του ΟΛΠ και των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, θα έστελνε ένα ισχυρό σήμα στις αγορές για το άνοιγμα της κυβέρνησης στις επιχειρήσεις», σημειώνει ο Νίξον.
«Φυσικά, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις θα στείλουν επίσης μήνυμα στην Ευρωζώνη, ενισχύοντας τη θέση του κ. Τσίπρα στην επίλυση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προβλημάτων του. Σε τελευταία ανάλυση, η Ευρωζώνη μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα, μόνο αν πιστεύει ότι η Ελλάδα θέλει να βοηθήσει τον εαυτό της».
Ο αρθρογράφος αναφέρει ότι οι πολιτικοί της Ευρώπης ανησυχούν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει κάνει κακή διάγνωση της κατάστασης στην Ελλάδα και ειδικότερα ότι έχει υποεκτιμήσει τους πολιτικούς, θεσμικούς, οικονομικούς και νομικούς περιορισμούς που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη, καθιστώντας πολύ δυσκολότερη την εξεύρεση λύσης.
Ο Νίξον θέτει το ερώτημα, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θα ήταν έτοιμος να αφήσει να εκπνεύσει το σημερινό πρόγραμμα χωρίς να αντικατασταθεί από άλλο, και αναφέρει σχετικά ότι ο κ. Τσίπρας μπορεί να είναι καθησυχασμένος από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας (ELA).
«Ωστόσο», σημειώνει, «αυτή η άδεια δεν θα επεκτείνεται στο διηνεκές: περισσότερο από δύο εβδομάδες αλλά λιγότερο από ένα έτος» σύμφωνα με δήλωση υψηλόβαθμου αξιωματούχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). «Η ΕΚΤ θα σταματούσε τον ELA, εάν έκρινε ότι το πρόγραμμα γίνεται υπερβολικό ή χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του δημοσίου», σημειώνει ο Νίξον.