Η επιστροφή του πραγματικού ΑΕΠ, μέσα στα επόμενα 5 - 8 χρόνια, στο επίπεδο που είχε το 2007, απαιτεί την επίτευξη ενός μέσου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 3,5% - 5,5%, αναφέρει σε σημερινή της ανάλυση η Eurobank, η οποία διαπιστώνει ότι το έτος 2014 σηματοδοτεί την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Όπως αναφέρει η Eurobank, στο εβδομαδιαίο τεύχος "7 ημέρες οικονομία", το μεγάλο στοίχημα από εδώ και πέρα είναι η επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης οι οποίοι θα τροφοδοτούνται από υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας, επενδύσεων και εξαγωγών.
Ωστόσο, όταν συγκρίνουμε την χρονολογική σειρά του ελληνικού πραγματικού ΑΕΠ με την διαχρονική τάση του 2%, παρατηρούμε πως η ελληνική οικονομία πολύ δύσκολα θα προσεγγίσει το μονοπάτι που θα μπορούσε να ακολουθήσει εάν δεν συνέβαινε η παρούσα ύφεση. Ακόμα και στο πολύ αισιόδοξο σενάριο για ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης 5,5% (2015-2025) η απόκλιση θα είναι της τάξης του 9,32%.
Η εκτίμησή της Eurobank είναι ότι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το 2014 θα διαμορφωθεί στα όρια του 0,7% - 0,8%. Δηλαδή, ύστερα από 6 χρόνια συρρίκνωσης του πραγματικού ΑΕΠ, η συνολική δαπάνη, το συνολικό εγχώριο εισόδημα, το συνολικό εγχώριο προϊόν αναμένεται να αυξηθούν. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημάδι σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας.
Ένα ακόμη σημάδι σταθεροποίησης της οικονομίας, σύμφωνα με τη Eurobank, βρίσκεται στην αγορά εργασίας. Σε γενικές γραμμές, από τον Σεπτέμβριο του 2013, μήνα κατά τον οποίο το ποσοστό ανεργίας έφτασε στο υψηλότερό του σημείο (27,95%), μέχρι και τον Οκτώβριο του 2014 τα δεδομένα στην ελληνική αγορά εργασίας είχαν ως εξής: Συνολική μείωση της ανεργίας κατά 2,17 ποσοστιαίες μονάδες, συνολική αύξηση της απασχόλησης κατά 74,27 χιλιάδες άτομα, συνολική μείωση των ανέργων κατά 116,78 χιλιάδες άτομα και συνολική μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 42,51 χιλιάδες άτομα. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημάδι σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, δηλαδή Νοέμβριος 2014, το ετησιοποιημένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πλεονασματικό και διαμορφώνεται στα 2,28 δις ευρώ. Αυτή η μεταβολή προήλθε κατά κύριο λόγο εξαιτίας της μειωμένης εγχώριας ζήτησης για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από τις οικονομίες της αλλοδαπής και λόγω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα με την εξάλειψη των ανισορροπιών (του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) στον εξωτερικό τομέα, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε και μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή. Το δημοσιονομικό ισοζύγιο, από το 15,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2009, στο τέλος του 2014 αναμένεται να διαμορφωθεί στο -2,5%. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημάδι σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, προσθέτει η Eurobank.
Πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Ιανουάριο - Άνοδος της καταναλωτικής εμπιστοσύνης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τον μήνα Ιανουάριο (2015), ο συγκεντρωτικός δείκτης οικονομικού κλίματος και οι επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης, ήτοι στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στο λιανικό εμπόριο και στις κατασκευές, παρουσίασαν πτώση σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014. Εξαίρεση αποτέλεσε ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ο οποίος σημείωσε βελτίωση.
Πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αύξηση που παρατηρήθηκε στον δείκτη εμπιστοσύνης του καταναλωτή (+4,6 μονάδες δείκτη, από -53,9 μονάδες στις -49,3); Η Eurobank εκτιμά πως η συγκεκριμένη θετική μεταβολή συνδέεται με την διεξαγωγή των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015. Που εδράζεται το συγκεκριμένο επιχείρημα;
Η οικονομολογική επιστημονική κοινότητα έχει αποδείξει ότι κατά την διάρκεια του χρονικού διαστήματος πριν και μετά την διεξαγωγή εκλογών, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσιάζει αυξητική και πτωτική πορεία αντίστοιχα. Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευτεί τόσο από ψυχολογικούς παράγοντες, για παράδειγμα προοπτική αλλαγής προς κάτι καλύτερο (σε όρους κοινωνικούς και οικονομικούς) ή συνέχιση της θετικής πορείας του παρελθόντος (σε όρους ευημερίας), όσο και από το φαινόμενο του πολιτικού κύκλου.
Για παράδειγμα, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική έχοντας ως προτεραιότητα στις προτιμήσεις τους την επανεκλογή τους, λίγο πριν τις εκλογές αποφασίζουν να αυξήσουν μισθούς και συντάξεις ή να μειώσουν την φορολογία (έμμεση ή άμεση). Σε μεγάλο βαθμό τέτοιου είδους πολιτικές αυξάνουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη (ιδίως όταν τα νοικοκυριά έχουν μυωπικές προσδοκίες). Στη συνέχεια, στην περίπτωση που ο κυβερνητικός περιορισμός (έσοδα = δαπάνες) απαιτεί την κάλυψη των προαναφερθέντων δαπανών με την δημιουργία επιπλέον εσόδων, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική (η κυβέρνηση) μπορεί να αναγκαστούν να λάβουν εισπρακτικά μέτρα τα οποία θα έχουν ως συνέπεια τη μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Στη διεθνή βιβλιογραφία το προαναφερθέν παράδειγμα ονομάζεται πολιτικός κύκλος καιροσκοπικού χαρακτήρα.
Στην περίπτωση της χώρας μας, μπορεί μεν ο Ιανουάριος να ήταν ο μήνας της εκλογικής αναμέτρησης, ωστόσο εξαιτίας της ημερομηνίας των εκλογών (δηλαδή η διεξαγωγή έγινε στο τέλος του μήνα) ο Ιανουάριος μπορεί να θεωρηθεί ως προεκλογικός μήνας. Συνεπώς, το γεγονός ότι για τον μήνα Ιανουάριο ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσίασε άνοδο ενώ όλοι υπόλοιποι δείκτες εμπιστοσύνης παρουσίασαν πτώση, μπορεί να συνδέεται με την εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου.