Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα έτη είναι όχι μόνο η αποτελεσματικότερη κατανομή των παραγωγικών της πόρων, αλλά και ταυτόχρονα η αύξηση των παραγωγικών της δυνατοτήτων δια μέσου της αύξησης του πραγματικού κεφαλαίου.
Αυτό αναφέρει σε σημερινή ανάλυσή της η Όλγα Κοσμά, οικονομική αναλύτρια της Eurobank, η οποία μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι προς την κατεύθυνση αυτή, αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι η εφαρμογή ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας, το οποίο να στηρίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό (τουλάχιστον από την πλευρά της ζήτησης) στις συνολικές επενδύσεις (ήτοι στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου).
Στην μελέτη της Eurobank εκτιμάται η δυνητική εξέλιξη της αξίας των συνολικών επενδύσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την επόμενη επταετία. Χρησιμοποιώντας ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για να επιτευχθεί σημαντική αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά τα επόμενα έτη η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αύξηση των πιστώσεων, μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις, αλλά και χαμηλό κόστος δανεισμού.
Τα συμπεράσματα της οικονομετρικής μελέτης είναι τα ακόλουθα:
1. Επιβεβαιώνεται η θετική και στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του ετήσιου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, μια μόνιμη μοναδιαία αύξηση του ρυθμού μεταβολής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνδέεται με μια αύξηση του μεριδίου των συνολικών επενδύσεων στο ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε βάθος χρόνου.
2. Υπάρχει μια αρνητική και στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του ποσοστού των συνολικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ και του κόστους κεφαλαίου (όπως αυτό μετράται από το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο) καθώς και της φορολογίας επιχειρήσεων (όπως αυτό απεικονίζεται από την ετήσια μεταβολή στο φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων). Αντιθέτως, από την ανάλυση προκύπτει θετική και στατιστικά σημαντική σχέση με την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις.
3. Σύμφωνα με το βασικό μας σενάριο προβλέπουμε ότι μέχρι το 2020 το μερίδιο των συνολικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί από 12,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα ετήσια στοιχεία του 2013 στο 19,0% δηλαδή προσεγγιστικά κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (Διάγραμμα 1). Αυτή η πρόβλεψη προϋποθέτει ένα μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξεως του 3,3% κατά την περίοδο 2015-2020, μια μείωση του μέσου πραγματικού επιτοκίου στο 4% μέχρι το τέλος του 2020, με μια σταδιακή βελτίωση στον ετήσιο ρυθμό αύξησης των ιδιωτικών πιστώσεων στο 2% και μια σταδιακή μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή προς το 22% το 2020. Με βάση τα προαναφερθέντα αποτελέσματα και τις επίσημες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ε.Ε.), το επίπεδο των επενδύσεων θα μπορούσε να αυξηθεί από €22,1 δις το 2013 σε €42,0 δις το 2019, σημειώνοντας δηλαδή μια σωρευτική αύξηση της τάξεως του 90%.
4. Στο σενάριο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης της χώρας -η οποία περιλαμβάνει ένα μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξεως του 4% έως το 2020, ένα πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο στα επίπεδα του 1%, την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των ιδιωτικών πιστώσεων στο 4% και μεγαλύτερης μείωσης του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων προς το 15% το 2020- θα οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 20,6% στο τέλος του 2020.
5. Στο απαισιόδοξο σενάριο, όπου ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ δεν ξεπερνά το 2%, το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο παραμένει πάνω από τα επίπεδα του 8%, τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να μειώνονται σε ετήσια βάση και ο φορολογικός συντελεστής παραμένει αμετάβλητος στο 26%, τότε οι συνολικές επενδύσεις θα ανέλθουν μόλις στο 16,8% του ΑΕΠ κατά το 2020.