Ν. Γκαργκάνας : Μείωση των δημοσίων δαπανών

Κίνδυνος από την άνοδο του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες
Πέμπτη, 29 Απριλίου 2004 12:19
UPD:14:10

Δόθηκε πριν από λίγη ώρα στη δημοσιότητα η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Νίκου Γκαργκάνα, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με την έκθεση, απαράβατη προϋπόθεση είναι η θέσπιση μέτρων, μείωσης φόρων και η αντισταθμιστική μείωση των μη παραγωγικών δαπανών, δηλ. όχι σε μειώσεις φόρων, εάν δεν υπάρχουν αντίστοιχες μειώσεις δαπανών.

Στην έκθεσή του ο κ. Γκαργκάνας, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό, ο οποίος θα κινηθεί ανοδικά τους επόμενους μήνες, για ελλείμματα και δημόσιο χρέος.

Για το δημόσιο χρέος – επισημαίνεται στην έκθεση – ότι με τα δεδομένα της ανάπτυξης των πρωτογενών πλεονασμάτων και των εσόδων αποκρατικοποιήσεων, θα έπρεπε πέρυσι να είχε υποχωρήσει 6,5 μονάδες, αλλά αντί αυτού υποχώρησε μόνο 1,7%.

Χρειάζεται συγκράτηση δαπανών, εξορθολογισμός, ιδίως στις δαπάνες υγείας, στις οποίες έγινε ιδιαίτερη αναφορά για τις σπατάλες των νοσοκομείων. Είπε «όχι» σε γενναιόδωρες μισθολογικές αυξήσεις στον δημόσιο τομέα.

Ζήτησε περαιτέρω μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Αν δεν υπάρξουν αλλαγές, οι δαπάνες για συντάξεις από 12,6% του ΑΕΠ το 2000, θα αυξηθούν σε 22,6% το 2050, οι κρατικές δαπάνες για συντάξεις από 4,8% το 2000, σε 15,5% το 2050, μία εξέλιξη δυσβάσταχτη για την ελληνική οικονομία.

Για την αγορά εργασίας ανέφερε ότι η νομοθεσία είναι υπερβολικά περιοριστική, που προστατεύει μεν την απασχόληση, δημιουργεί όμως σημαντικά προσκόμματα για τις επιχειρήσεις. Και σε αυτόν τον τομέα ο κ. Γκαργκάνας ζήτησε αλλαγές.

Η ομιλία του κ. Ν. Γκαργκάνα

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Νίκου Γκαρκγάνα, κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, είναι το ακόλουθο:

Η ελληνική οικονομία : Εξελίξεις, προοπτικές και προκλήσεις για την οικονομική πολιτική

Oι περισσότεροι από τους παράγοντες που είχαν επηρεάσει θετικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα δύο πρώτα έτη μετά την υιοθέτηση του ευρώ εξακολούθησαν να επιδρούν ευνοϊκά και το 2003. Ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας σημείωσε μικρή επιτάχυνση το 2003, παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) έφθασε το 4,2%, έναντι 3,9% το 2002 (σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προσωρινές εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών), υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για όγδοο κατά σειρά έτος. Ωστόσο, παρά αυτές τις ευνοϊκές εγχώριες συνθήκες, η ελληνική οικονομία δεν σημείωσε πρόοδο όσον αφορά την επίλυση των δύο βασικών διαρθρωτικών προβλημάτων της, τα οποία είναι η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες.

H παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε σημαντικά το 2003, ιδίως το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Σε όλες σχεδόν τις χώρες οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης επιταχύνθηκαν, ενώ παράλληλα αυξήθηκε ταχύτερα ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου. Οι πληθωριστικές πιέσεις παρέμειναν γενικά ασθενείς, παρά τις κατά διαστήματα εξάρσεις της τιμής του αργού πετρελαίου και την ανάκαμψη των τιμών άλλων πρώτων υλών. Ιδιαίτερα σημαντική ανάκαμψη παρατηρήθηκε στην οικονομία των ΗΠΑ, η οποία μεγεθύνθηκε με ρυθμό 3,1% το 2003. Στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, η Κίνα και η Ινδία κατέγραψαν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, 9,1% και 7,4% αντίστοιχα. Στην Ιαπωνία, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αναμενόταν και στηρίχθηκε κυρίως στην εξωτερική ζήτηση, ιδίως από την Κίνα. Στη ζώνη του ευρώ, αντίθετα, η ανάπτυξη ήταν υποτονική και ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ ήταν μόλις 0,4% το 2003. Σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη αυτή αντανακλά τα στοιχεία δυσκαμψίας που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες και καταδεικνύει την ανάγκη να επιταχυνθεί η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας για το 2004 είναι ευνοϊκές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι ο ρυθμός ανόδου του παγκόσμιου ΑΕΠ θα φθάσει γύρω στο 4,5%, με προοπτική να παραμείνει υψηλός και το 2005. Εξάλλου, ο ρυθμός ανόδου του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί και θα πλησιάσει το 7% το 2004. Παρά την επιτάχυνση της ανάκαμψης, ο πληθωρισμός στις προηγμένες οικονομίες προβλέπεται ότι θα παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητος ή θα υποχωρήσει ελαφρά το 2004. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε κατά την προηγούμενη τριετία, οι κίνδυνοι για εξελίξεις δυσμενέστερες από τις προβλεπόμενες έχουν κατά γενική εκτίμηση υποχωρήσει αρκετά. Ωστόσο, ορισμένοι κίνδυνοι δεν έχουν εξαλειφθεί τελείως. Για την παγκόσμια οικονομία, το μεγάλο και διευρυνόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας, επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομες αναπροσαρμογές των συναλλαγματικών ισοτιμιών, έξαρση του πληθωρισμού και αύξηση των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές χρήματος. Το πρόβλημα αυτό θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί μεσοπρόθεσμα με ουσιαστικές προσαρμογές της οικονομικής πολιτικής, τόσο στις χώρες που εμφανίζουν ελλείμματα στις εξωτερικές τους συναλλαγές όσο και σε αυτές που έχουν πλεονάσματα.

Στην ελληνική οικονομία, όπως προαναφέρθηκε, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,2% το 2003, έναντι 3,9% το 2002. Στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει η βελτίωση των συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας με την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που, παρά τις καθυστερήσεις, έχουν πραγματοποιηθεί. Επίσης έχουν συμβάλει παράγοντες οι οποίοι ενίσχυσαν την εγχώρια ζήτηση. Ειδικότερα, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης, λόγω της χαλάρωσης των νομισματικών συνθηκών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος, προκάλεσε σημαντική άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Εξάλλου, οι άνετες νομισματικές συνθήκες και η ευνοϊκή εξέλιξη των κερδών στήριξαν τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Επίσης, στην άνοδο του ΑΕΠ συνέβαλαν σημαντικά οι επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα που συνδέονται με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και σε άλλα δημόσια έργα υποδομής που έχουν ενταχθεί στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και χρηματοδοτούνται εν μέρει από την ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, ήταν αρνητική και το 2003 η συμβολή του εξωτερικού τομέα στη μεταβολή του ΑΕΠ. Τέλος, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε ελαφρά το 2003, καθώς η αύξηση της απασχόλησης άρχισε να ανταποκρίνεται στην άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ.

Ο πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) παρέμεινε κοντά στο 3,5%, με αποτέλεσμα η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ να διατηρηθεί ουσιαστικά αμετάβλητη σε σχέση με το μέσο όρο της τελευταίας τριετίας (σχεδόν 1,5 εκατοστιαία μονάδα). Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει περαιτέρω διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα που υπερβαίνουν το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ οφείλεται στην ύπαρξη συνθηκών υπερβάλλουσας ζήτησης σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, στην ταχεία άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, στις μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές που δεν λειτουργούν αποτελεσματικά και στη σύγκλιση του επιπέδου των τιμών και των εισοδημάτων προς το μέσο επίπεδο της ζώνης του ευρώ η οποία συνδέεται με τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης.

Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, η χαλάρωση των δημοσιονομικών συνθηκών ήταν ιδιαίτερα έντονη το 2003. Συγκεκριμένα, η αύξηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και το έλλειμμα έφθασε στο 2,95% του ΑΕΠ το 2003, έναντι 1,4% το 2002, σύμφωνα με αναθεωρημένες εκτιμήσεις που υπέβαλε το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στην Eurostat στις 30 Μαρτίου. Παρά το γεγονός ότι η διεύρυνση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού οφείλεται εν μέρει σε έκτακτους παράγοντες (δαπάνες για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, αποζημιώσεις σε πληγέντες από δυσμενείς καιρικές συνθήκες), η απόκλιση του ελλείμματος από το στόχο του προϋπολογισμού οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σοβαρή υπέρβαση των πρωτογενών δαπανών (π.χ. των επιχορηγήσεων και των δαπανών προσωπικού του Δημοσίου), ενώ παράλληλα υπήρξε σημαντική υστέρηση των εσόδων του προϋπολογισμού σε σύγκριση με τις προβλέψεις. Το έλλειμμα που τώρα εκτιμάται για το 2003 είναι υπερτριπλάσιο του αρχικού στόχου (0,9% του ΑΕΠ), ο οποίος περιλαμβανόταν στο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2002-2006 του Δεκεμβρίου του 2002, και μόνο οριακά χαμηλότερο από τη σχετική τιμή αναφοράς που προβλέπει η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (3,0%). Αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες της ΕΕ, το έλλειμμα αυξήθηκε παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2003. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κυκλικά διορθωμένο έλλειμμα του 2003 εκτιμάται σε 3,1% του ΑΕΠ. Πρόκειται για σημαντική επιδείνωση του ελλείμματος σε σύγκριση με το 2002, ενώ και για το τρέχον έτος η κυβέρνηση επιδιώκει να συγκρατηθεί το έλλειμμα στο 2,9% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την επεκτατική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία επιτείνει την επίδραση των κυκλικών παραγόντων που συμβάλλουν στην άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και στη διατήρηση υψηλού πληθωρισμού. Η Ελλάδα όχι μόνο απομακρύνεται από το στόχο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική δημοσιονομική θέση, αλλά και διατρέχει άμεσο κίνδυνο υπέρβασης της τιμής αναφοράς για το έλλειμμα. Η ύπαρξη ελλειμμάτων αυτού του μεγέθους, ιδίως σε ανοδική φάση της οικονομίας, εγκυμονεί κινδύνους, καθώς ενδέχεται να ασκήσει πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις και να συμβάλει σε περαιτέρω διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και αύξηση του δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, το ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε το 2003 στο 103,0% του ΑΕΠ, από 104,7% του ΑΕΠ το 2002. Η μείωση αυτή (κατά 1,7% του ΑΕΠ) είναι μικρότερη από την αρχική πρόβλεψη για μείωση κατά 5,1 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Είναι επίσης μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο πρωτογενές πλεόνασμα (2,7% του ΑΕΠ) και στη μειωτική επίδραση (κατά 2,2% του ΑΕΠ) που άσκησαν στο λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας σε συνδυασμό με την περαιτέρω μικρή μείωση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2003. Εάν στις ανωτέρω ευνοϊκές για τη μείωση του δημόσιου χρέους εξελίξεις προστεθούν και τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2003 (1,6% του ΑΕΠ), τότε το χρέος θα έπρεπε να είχε μειωθεί τουλάχιστον κατά 6,5% του ΑΕΠ. Η μικρή μείωση που πραγματοποιήθηκε τελικά αντανακλά την ανάληψη (από την κεντρική κυβέρνηση) άλλων υποχρεώσεων ή τη διενέργεια δαπανών οι οποίες, ενώ δεν περιλαμβάνονται στο δημοσιονομικό έλλειμμα, επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος (πρόκειται για τη λεγόμενη “προσαρμογή ελλείμματος-χρέους”). Η ανάληψη εκτεταμένων υποχρεώσεων που δεν περιλαμβάνονται στα καταγραφόμενα ελλείμματα της γενικής κυβέρνησης υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι η δημοσιονομική πολιτική ήταν περισσότερο επεκτατική από ό,τι δείχνει η μεταβολή του κυκλικά διορθωμένου πλεονάσματος. Το γεγονός ότι το χρέος παραμένει επίμονα υψηλό στην Ελλάδα, σε επίπεδα πολύ ανώτερα από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (70,4%) και την τιμή αναφοράς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (60%), αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη, ιδίως ενόψει των πιέσεων που θα ασκηθούν μελλοντικά στις δημόσιες δαπάνες λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, αν και μειώθηκε στο 5,7% του ΑΕΠ το 2003, από 6,1% το 2002. Εν μέρει, το έλλειμμα είναι αναμενόμενο για μια χώρα που βρίσκεται σε διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό τα τελευταία χρόνια, αλλά η αποταμίευση - ιδιωτική και δημόσια – υπολείπεται των επενδύσεων, γεγονός που αντανακλάται στο διευρυμένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στο βαθμό που η άνοδος αυτή των επενδύσεων, καθώς και η αύξηση της κατανάλωσης (την οποία αντανακλά η μείωση της ιδιωτικής αποταμίευσης), μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση ρεαλιστικές προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για μελλοντική αύξηση του εισοδήματός τους, η διεύρυνση του ελλείμματος απεικονίζει τα οφέλη από τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Στην περίπτωση αυτή, η μελλοντική άνοδος του ΑΕΠ θα επιτρέψει την εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων που συσσωρεύονται λόγω της διεύρυνσης του ελλείμματος. Εάν όμως η ταχύτερη άνοδος των επενδύσεων έναντι της εγχώριας αποταμίευσης και η αύξηση της κατανάλωσης οφείλονται σε υπερβολικά αισιόδοξη εκτίμηση της τρέχουσας και της μελλοντικής δυνατότητας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν θα είναι δυνατόν να διατηρηθεί μακροχρόνια στα σημερινά επίπεδα και θα απαιτηθεί προσαρμογή της κατανάλωσης ή δημοσιονομική προσαρμογή ή ―το πιθανότερο― συνδυασμός των δύο. Ωστόσο, το έλλειμμα αντανακλά επίσης διαρθρωτικές αδυναμίες και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, όπως υποδηλώνει η μείωση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών επί των συνολικών εισαγωγών της ζώνης του ευρώ κατά τη δεκαετία του '90 και η σταθεροποίησή του σε χαμηλά επίπεδα από το 1999 και εξής. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται επειδή ο υψηλότερος ρυθμός πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας έναντι των ανταγωνιστών της διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές.

Όσον αφορά τις νομισματικές εξελίξεις στην Ελλάδα το 2003, ο ρυθμός ανόδου του Μ3 ήταν υψηλός, αν και χαμηλότερος από ό,τι στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα ήταν ιδιαίτερα έντονη σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, προ πάντων αυτούς που συνδέονται με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια εξακολούθησαν να αυξάνονται με υψηλό ετήσιο ρυθμό – τα μεν καταναλωτικά με ρυθμό 24,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2003 και 30,1% το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, τα δε στεγαστικά με ρυθμό 27,1% και 23,9% αντίστοιχα. Τόσο τα επιτόκια χορηγήσεων όσο και τα επιτόκια καταθέσεων μειώθηκαν, αλλά εξακολουθούν να υπερβαίνουν τα αντίστοιχα μέσα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ, παρότι συνεχίζουν να συγκλίνουν προς αυτά. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μείωσε τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ το Μάρτιο και τον Ιούνιο του 2003 κατά 25 και 50 μονάδες βάσης αντίστοιχα, σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, ενώ είχε ήδη προηγηθεί μείωσή τους κατά 50 μονάδες βάσης το Δεκέμβριο του 2002. Η ΕΚΤ έλαβε τις αποφάσεις αυτές διότι εκτίμησε συνολικά για το πρώτο εξάμηνο του 2003 ότι οι πληθωριστικές πιέσεις παρέμεναν ασθενείς μεσοπρόθεσμα. Το δεύτερο εξάμηνο του 2003 και τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους τα επιτόκια παρέμειναν αμετάβλητα, καθώς το Διοικητικό Συμβούλιο τα έκρινε συμβατά με τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα.

Προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης είναι η ύπαρξη ισχυρού και σταθερού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κερδοφορία των τραπεζών στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 47% περίπου το 2003. Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους αυξήθηκε σε 12,8%, από 8,4% το 2002, και η αποδοτικότητα του συνολικού ενεργητικού τους αυξήθηκε σε 0,9%, από 0,6% το 2002. Παρατηρήθηκε επίσης μικρή βελτίωση στην κεφαλαιακή επάρκεια, καθώς τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ίδια κεφάλαια, σε ενοποιημένη βάση, ανήλθαν σε 11,8% του συνολικού ενεργητικού το 2003, από 10,5% το 2002. Εάν ληφθεί υπόψη η επίπτωση επί του δείκτη από την υστέρηση των σχηματισμένων προβλέψεων ορισμένων τραπεζών έναντι των ελάχιστων απαιτούμενων εποπτικών προβλέψεων (μετά την προς τα άνω αναπροσαρμογή των σχετικών συντελεστών από την Τράπεζα της Ελλάδος το 2003) καθώς και η αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές και γενικότερα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, θα πρέπει οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ώστε να διαθέτουν ικανοποιητικό περιθώριο ασφάλειας και ισχυρή ανταγωνιστική θέση. Η συνεχιζόμενη ταχεία πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα συμβάλλει μεν στην οργανική κερδοφορία των τραπεζών αλλά αποτελεί και δυνητικό παράγοντα αύξησης του πιστωτικού κινδύνου. Πάντως, παρά την άνοδο του ρυθμού αύξησης του συνόλου των δανείων σε καθυστέρηση μεταξύ 2002 και 2003, η σχέση των δανείων σε καθυστέρηση μετά την αφαίρεση των σχηματισμένων προβλέψεων προς το σύνολο των δανείων καθώς και η σχέση των προβλέψεων προς το σύνολο των δανείων σε καθυστέρηση παρουσίασαν βελτίωση το 2003 έναντι του 2002.

Γενικά η δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών, παρά την διαχρονική της αύξηση διατηρήθηκε το 2003 σε σχετικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ (26,3%, έναντι 48,5% στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο και 102,2% στις ΗΠΑ) και δεν αποτελεί παράγοντα αστάθειας, όπως άλλωστε προέκυψε και από τις διαπιστώσεις ειδικής έρευνας που διεξήχθη πέρυσι για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε χαμηλό επίπεδο (5,3% στο τέλος του 2003, έναντι 4,5% στο τέλος του 2002) παρέμεινε και η σχέση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών προς τη συνολική αξία των κατοικιών, ομολόγων και μετοχών που αυτά, άμεσα ή έμμεσα (μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων), κατέχουν. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα νοικοκυριά θα πρέπει να αξιολογούν τις δυνατότητές τους να εξυπηρετήσουν ομαλά το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν, με βάση ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το προσδοκώμενο εισόδημά τους, λαμβάνοντας υπόψη και ότι στην παρούσα συγκυρία τα επιτόκια των δανείων έχουν διαμορφωθεί σε ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα λόγω των συνθηκών υποτονικής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού που επικρατούν στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Στο βαθμό που ―όπως αναμένεται― ο ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ θα επιταχυνθεί τα προσεχή έτη, θα αυξηθούν και τα επιτόκια, οπότε θα αυξηθεί ανάλογα και η επιβάρυνση των νοικοκυριών για την εξυπηρέτηση των δανείων που τους έχουν χορηγηθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο ή με σταθερό επιτόκιο του οποίου η συμβατική περίοδος ισχύος λήγει σχετικά σύντομα. Τα δάνεια αυτά αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος των δανείων προς τα νοικοκυριά. Εξάλλου, η ταχεία πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά δεν θα πρέπει να οδηγεί σε χαλάρωση των κριτηρίων της πιστοδοτικής πολιτικής των τραπεζών υπό την πίεση του ανταγωνισμού για αύξηση του κύκλου εργασιών τους αλλά, αντίθετα, σε περαιτέρω ενδυνάμωση των συστημάτων διοίκησης και διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών.

Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων των εμπορικών τραπεζών και να προτείνει βελτιώσεις. Επιπλέον, η Τράπεζα ενθαρρύνει την αυξανόμενη χρήση νέων τεχνικών και προϊόντων για τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων. Οι αλλαγές αυτές είναι απαραίτητες ενόψει των κανόνων του νέου Συμφώνου της Βασιλείας για την Κεφαλαιακή Επάρκεια, οι οποίοι προβλέπουν ότι οι τράπεζες θα πρέπει στο μέλλον να είναι σε θέση να διαχειρίζονται οι ίδιες την κεφαλαιακή τους επάρκεια, ενώ οι εποπτικές αρχές θα ελέγχουν κυρίως αν τα συστήματα διαχείρισης της κεφαλαιακής επάρκειας είναι τα ενδεδειγμένα.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος και των διεθνών οργανισμών, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλός το 2004 (γύρω στο 4%), δηλαδή σχεδόν στο ίδιο επίπεδο όπως το 2003, και θα συνεχίσει να υπερβαίνει το δυνητικό ρυθμό ανόδου της οικονομίας, ενώ σύμφωνα με την πιο πρόσφατη πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών η αύξηση θα είναι 3,7%. Όπως και το 2003, η κυριότερη ώθηση στην άνοδο του ΑΕΠ θα προέλθει από την υψηλή εγχώρια ζήτηση. Θετική θα είναι όμως και η επίδραση της εξωτερικής ζήτησης λόγω της ταχύτερης ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του εμπορίου. Μεταξύ των άλλων παραγόντων οι οποίοι στηρίζουν την πρόβλεψη για διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης είναι οι χαλαρές νομισματικές συνθήκες και η συνεχιζόμενη εισροή πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ. Παράλληλα, θετική συμβολή αναμένεται να έχουν η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης και η συνεχιζόμενη ―αν και με χαμηλότερο ρυθμό― αύξηση των επενδύσεων. Επίσης, η μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρήθηκε το 2003 προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί εφέτος, αντανακλώντας τον υψηλό ρυθμό οικονομικής ανόδου και την ευνοϊκή επίδραση της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην απασχόληση.

Ο πληθωρισμός, ο οποίος επιβραδύνθηκε σταδιακά στη διάρκεια του 2003, αναμένεται ότι σε μέση ετήσια βάση θα διαμορφωθεί το 2004 στο ίδιο επίπεδο όπως πέρυσι ή σε επίπεδο οριακά υψηλότερο, ενώ η διαφορά του από τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ ενδεχομένως θα υπερβεί τη 1,5 εκατοστιαία μονάδα. Η συγκράτηση του ετήσιου ρυθμού του πληθωρισμού το πρώτο τρίμηνο του 2004 είναι μάλλον συγκυριακή, όπως υποδηλώνει και η διατήρηση του πυρήνα του πληθωρισμού σε επίπεδα υψηλότερα του 3%. Τους επόμενους μήνες εκτιμάται ότι θα ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες ενδέχεται να κορυφωθούν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Στη συνέχεια, αναμένεται ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σταδιακά. Ωστόσο, προβλέπεται ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός (με βάση τον ΔΤΚ) το 2004 θα παραμείνει ουσιαστικά στο επίπεδο του 2003 ή θα παρουσιάσει οριακή επιτάχυνση.

Ειδικότερα, το 2004 προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Επίσης, εκτιμάται ότι η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων θα ενισχύσει τα φαινόμενα υπερβάλλουσας ζήτησης στους τομείς των υπηρεσιών (όπως συνέβη και σε άλλες διοργανώτριες χώρες στο παρελθόν). H προβλεπόμενη αύξηση της μέσης ετήσιας τιμής του αργού πετρελαίου σε δολάρια ΗΠΑ εκτιμάται ότι θ’ αντισταθμιστεί από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου (σε μέσα ετήσια επίπεδα). Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι υπάρχουν εφέτος εντονότερα από ό,τι συνήθως στοιχεία αβεβαιότητας. Το ενδεχόμενο να αυξηθεί η διεθνής τιμή του πετρελαίου περισσότερο από ό,τι προβλέπεται, η πιθανή εμφάνιση υπερβάλλουσας ζήτησης στην οικονομία εντονότερης από αυτή που έχει εκτιμηθεί, καθώς και το ενδεχόμενο να διαμορφωθούν μισθολογικές αυξήσεις υψηλότερες από ό,τι έχουν υποθέσει οι υπηρεσίες της Τράπεζας (κατά την πρόβλεψη της εξέλιξης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος), θα επηρεάσουν δυσμενώς την πορεία του πληθωρισμού σε σχέση με τη βασική πρόβλεψη.

Οι περισσότεροι από τους παράγοντες οι οποίοι στήριζαν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδος τα τελευταία έτη θα εξακολουθήσουν, σε σημαντικό βαθμό, να επιδρούν και τα αμέσως προσεχή έτη. Συνεπώς, κατά το διάστημα αυτό τουλάχιστον, υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε η οικονομική δραστηριότητα να παραμείνει δυναμική, αν και αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Το σταθερό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, οι σχετικά χαλαρές νομισματικές συνθήκες και ο ενισχυμένος ανταγωνισμός μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Οι εισροές πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ συνεχίζονται, αν και πιθανώς θα μειωθούν σε σχέση με το παρελθόν. Τα επόμενα έτη αναμένεται να επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης στις σημαντικότερες χώρες προορισμού των ελληνικών εξαγωγών, οπότε θα δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις για τις επιχειρήσεις. Τέλος, πολλά από τα έργα υποδομής που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία έτη, εν μέρει στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των υποδομών, ο χρονικός ορίζοντας του οποίου εκτείνεται πολύ πιο πέρα από το 2004. Από την άλλη πλευρά όμως, η προβλεπόμενη συνέχιση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης που υπερβαίνουν το ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος αυξάνει το ενδεχόμενο να μην υποχωρήσει ο πληθωρισμός και ως εκ τούτου να παραμείνει αμετάβλητη η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ, διαβρώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας για σημαντικό χρονικό διάστημα. Επειδή μια τέτοια εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας θα επηρεάσει δυσμενώς την οικονομική δραστηριότητα, δεν θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο να ασκηθούν πολιτικές που τονώνουν περαιτέρω τη συνολική ζήτηση, ιδίως την κατανάλωση.

Κατά το υπόλοιπο της δεκαετίας η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει υψηλότερη και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη ώστε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της να εξακολουθήσει να συγκλίνει προς το μέσο όρο της ΕΕ.

Βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού στη Βουλή στις 20 Μαρτίου 2004, είναι:

* Η βελτίωση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας,

* H επιδίωξη ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που θα υπερβαίνει το 5%,

* Η μείωση της ανεργίας κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες έως το τέλος της τετραετίας,

* Η σύγκλιση των μισθών και των συντάξεων προς το μέσο όρο της ΕΕ τα επόμενα 8 χρόνια.

Για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων, θα απαιτηθεί μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική της οικονομικής πολιτικής η οποία πρέπει να περιλαμβάνει: (α) ένα ευρύ φάσμα περαιτέρω οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας μακροχρόνια, (β) μακροοικονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ανάπτυξη και τη σταθερότητα και (γ) συγκεκριμένες πολιτικές για την εξασφάλιση διατηρήσιμης δημοσιονομικής ισορροπίας μακροχρόνια.

Η διατήρηση ρυθμών ανόδου του ΑΕΠ άνω του 5% μεσοπρόθεσμα προϋποθέτει αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης, προκειμένου να αποφευχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης συμβάλλουν τρεις παράγοντες: το εργατικό δυναμικό, το διαθέσιμο κεφάλαιο και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Επομένως, για να βελτιωθούν περαιτέρω οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδος μακροχρόνια, χρειάζονται πολιτικές οι οποίες θα επικεντρώνονται στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην πλήρη αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων και την ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

Η ελληνική αγορά εργασίας παρουσίασε βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε, αλλά με βραδείς ρυθμούς και παραμένει μεταξύ των υψηλοτέρων στην ΕΕ. Η μείωση της ανεργίας συμβάδισε με μικρή αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού (ηλικίας 15-64 ετών) στο εργατικό δυναμικό, καθώς και με αύξηση της συνολικής απασχόλησης κατά 116.000 άτομα από το 1999 έως το 2003. Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό καθώς και το ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή οι απασχολούμενοι ηλικίας 15-64 ετών ως ποσοστό του πληθυσμού της ίδιας ηλικίας) παραμένουν χαμηλότερα από ό,τι στην ΕΕ ως σύνολο και η πρόοδος που έχει σημειωθεί δεν αρκεί. Πράγματι, ένας από τους βασικούς στόχους που συμφωνήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα το Μάρτιο του 2000 είναι η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στην ΕΕ σε 67% μέχρι το 2005 και σε 70% μέχρι το 2010. Αυτό σημαίνει ότι την επταετία 2004-2010 η απασχόληση στην Ελλάδα θα πρέπει να αυξάνεται κατά 3% ετησίως και να δημιουργηθούν περίπου 900.000 νέες θέσεις απασχόλησης. Ακόμη και υπό συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης ταχύτερης από τη σημερινή είναι δύσκολο να δημιουργηθούν τόσες νέες θέσεις εργασίας.

Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες της ΕΕ, μέτρα για την προώθηση των στόχων της Λισσαβώνας και για την αύξηση της ευκαμψίας της αγοράς εργασίας. Οι κυριότερες ρυθμίσεις αφορούν την ευελιξία της απασχόλησης και του χρόνου εργασίας, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και την αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Απαιτούνται όμως περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να τονωθεί τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση εργασίας, ιδίως μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους και της εξάλειψης των παραγόντων που δυσχεραίνουν την είσοδο στην αγορά εργασίας, να ενθαρρυνθεί η αύξηση της απασχόλησης στην επίσημη οικονομία, να προωθηθούν αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού των μισθών (ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι μισθοί θα αντανακλούν τις διαφορές στην παραγωγικότητα) και να αρθούν τα εμπόδια για την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού που διατηρούνται ακόμη. Υπάρχουν επίσης μεγάλα περιθώρια για βελτίωση της αποτελεσματικότητας του ΟΑΕΔ όσον αφορά την κατάρτιση και την παροχή βοήθειας στην αναζήτηση εργασίας. Χρειάζονται, τέλος, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να επιτευχθεί μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ ευκαμψίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας. Μια υπερβολικά περιοριστική νομοθεσία προσπαθεί μεν να προστατεύσει την απασχόληση, ταυτόχρονα όμως θέτει σημαντικά προσκόμματα στις επιχειρήσεις, περιορίζοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αξιοποίηση ευέλικτων μορφών εργασίας. Αντίθετα, σε μια εύκαμπτη αγορά εργασίας οι επιχειρήσεις και τα άτομα μπορούν και προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες τάσεις της ζήτησης με τρόπο ώστε να διατηρείται υψηλό το επίπεδο της απασχόλησης, να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα ο πληθωρισμός και η ανεργία και να διασφαλίζεται η συνεχής αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων. Αυτό προϋποθέτει ότι το εργατικό δυναμικό θα διαθέτει τις απαιτούμενες δεξιότητες, ότι το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα θα προσφέρουν κίνητρα για εργασία και ότι οι επιχειρήσεις θα έχουν το κίνητρο να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης και τη δυνατότητα να προσαρμόζουν την απασχόληση.

Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν η ευκαμψία και ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των τιμών προς όφελος των καταναλωτών), καθώς και στον τομέα των εσωτερικών θαλάσσιων μεταφορών, πρέπει όμως να γίνουν ακόμη πολλά προκειμένου να λειτουργήσει πλήρως ο ανταγωνισμός στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και πετρελαιοειδών. Η ίδρυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπήρξε ασφαλώς θετική εξέλιξη. Πρέπει όμως να αναβαθμιστεί ο ρόλος της στην εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και η Επιτροπή να έχει την αρμοδιότητα να αξιολογεί προληπτικά τη λειτουργία συγκεκριμένων αγορών που δυσλειτουργούν, έτσι ώστε οι παρεμβάσεις της να είναι περισσότερο αποτελεσματικές και να ενισχύουν τον ανταγωνισμό.

Προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να εδραιωθεί ένα περιβάλλον φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, προέχει η απλούστευση και η βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου με σκοπό την κατάργηση διαφόρων περιοριστικών ρυθμίσεων. Απαιτείται επίσης ένα πλαίσιο που θα διευκολύνει την ομαλή είσοδο και έξοδο των επιχειρήσεων από την αγορά. Η επαρκής προσφορά χρηματοδότησης στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατά τα πρώτα στάδια της λειτουργίας τους αποτελεί αναγκαίο στοιχείο αυτού του πλαισίου, ενώ η αποφυγή υπερβολικά περιοριστικών ρυθμίσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση των νεοϊδρυόμενων επιχειρήσεων.

Εκτός από την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε διάφορες αγορές, απαιτούνται μέτρα και για την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η παραγωγικότητα (το ΑΕΠ ανά απασχολούμενο) στην Ελλάδα, αφού παρέμεινε στάσιμη την 5ετία 1992-96, αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,6% την 7ετία 1997-2003. Ωστόσο, εάν υποτεθεί ότι η απασχόληση θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό γύρω στο 1,2% (δηλ. ίσο με το μέσο όρο της επταετίας 1997-2003), θα πρέπει, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης 5%, η παραγωγικότητα να αυξάνεται κατά 3,8% ετησίως. Βεβαίως, αν η αύξηση της απασχόλησης είναι ταχύτερη, σύμφωνα με τους στόχους της Λισσαβώνας, τότε ο παραπάνω στόχος για το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσε να επιτευχθεί και με ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας μικρότερο από τον προαναφερόμενο. Είναι αυτονόητο ότι οι υπολογισμοί αυτοί δεν αποτελούν προβλέψεις. Σκοπός τους είναι να δείξουν το μέγεθος του προβλήματος και αντίστοιχα των προσπαθειών που απαιτούνται για την αντιμετώπισή του.

Πρωτεύοντα ρόλο στην αύξηση της παραγωγικότητας διαδραματίζουν οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Το χαμηλό επίπεδο της παραγωγικότητας στην Ελλάδα συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με την υστέρηση όσον αφορά τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και τη δημιουργία μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση. Για το λόγο αυτό, η ενθάρρυνση της δημιουργίας μιας οικονομίας που βασίζεται στη γνώση έχει αποφασιστική σημασία για την αύξηση τόσο της παραγωγικότητας όσο και της απασχόλησης. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να ενθαρρυνθεί η εισαγωγή καινοτομιών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η Ελλάδα υστερεί έναντι των περισσότερων χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις συνολικές δαπάνες για την παιδεία, την έρευνα και την ανάπτυξη. Επίσης θα χρειαστούν περαιτέρω προσπάθειες τα επόμενα χρόνια για να διευρυνθεί η συμμετοχή των επιχειρήσεων σε δραστηριότητες “έρευνας και ανάπτυξης” και στην εισαγωγή καινοτομιών. Για να βελτιωθεί η διάδοση των καινοτομιών, χρειάζεται στενότερη συνεργασία μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και των δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων. Ακόμη, απαιτείται ένα πρόγραμμα προώθησης της τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ εταιριών, μέτρα που αφορούν την προσφορά επιχειρηματικού κεφαλαίου υψηλού κινδύνου, καθώς και φορολογικά κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να πάσχει από έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών, παρότι τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε πρόοδος όσον αφορά την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού. Το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν τις σπουδές τους παραμένει υψηλό, ενώ το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων υποδηλώνει αναντιστοιχία ανάμεσα στις δεξιότητες που προσφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα και στις ανάγκες της οικονομίας. Για να διορθωθεί αυτή η αναντιστοιχία, έχουν ληφθεί μέτρα, υπάρχουν όμως περιθώρια για περαιτέρω βελτιώσεις. Επίσης, εμπειρικές μελέτες, κυρίως για τις ΗΠΑ, έχουν καταλήξει στη διαπίστωση ότι η υψηλή αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται με το βαθμό επέκτασης και αφομοίωσης των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Αν και οι επενδύσεις στις τεχνολογίες αυτές αυξήθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί στον τομέα της ανάπτυξής τους.

Τέλος, οι βελτιώσεις σε όλους τους τομείς που προαναφέρθηκαν μπορούν να οδηγήσουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Ως προς την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, η Ελλάδα υστερεί όχι μόνο σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά και σε σχέση με τις εντασσόμενες στην ΕΕ χώρες. Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση των πολυπληθών ρυθμίσεων που διέπουν τη σύσταση νέων επιχειρήσεων και η δημιουργία ενός σταθερού κανονιστικού και φορολογικού πλαισίου έχουν κρίσιμη σημασία για την εμπέδωση ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί τις ξένες επενδύσεις.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παρέχουν τη δυναμική για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μακροχρόνια, αλλά η διατήρηση των ρυθμών αυτών στο μέλλον θα εξαρτηθεί, όπως και στο παρελθόν, και από την άσκηση πολιτικών οι οποίες θα στηρίζουν καθοριστικά τη μακροοικονομική σταθερότητα.

Όπως τόνισα ήδη, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρουσιάζει σταθερά θετική διαφορά έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Εάν αποκλίσεις αυτού του μεγέθους προσλάβουν μονιμότερο χαρακτήρα, η σωρευτική επίδρασή τους στην ανταγωνιστικότητα θα είναι σημαντική, με κίνδυνο να υπάρξουν αρνητικές επιδράσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το ρυθμό ανάπτυξης και την απασχόληση. Επομένως, κύριος στόχος της μακροοικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η σταδιακή σύγκλιση του ελληνικού πληθωρισμού προς το μέσο πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής προσαρμοσμένης στις ειδικές συνθήκες και ανάγκες της χώρας, είναι απαραίτητη η συμβολή της δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη και τη διατήρηση υψηλού βαθμού σταθερότητας των τιμών σε εθνικό επίπεδο. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στην ταχύτερη άνοδο της παραγωγικότητας (και ήδη αναφέρθηκαν) μπορούν να συμβάλουν και αυτές μεσοπρόθεσμα στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι ―επειδή δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος σε εθνικό επίπεδο― έχουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη βελτίωση και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Όπως ήδη ανέφερα, το 2003 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε σε επίπεδο οριακά χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς (3%). Μετά τις εξελίξεις του 2003, η αναθεώρηση των στόχων του προϋπολογισμού του 2004 ήταν αναπόφευκτη. Αρχικά, στον προϋπολογισμό του 2004 είχε τεθεί ο στόχος να περιοριστεί το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 1,2% του ΑΕΠ. Ήδη, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών θέτει στόχο να συγκρατηθεί οριακά κάτω του 3% ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ και συγκεκριμένα προβλέπει ότι το τρέχον έτος το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2,9%. Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται στο αυξημένο έλλειμμα του 2003, σε εκτιμήσεις για υψηλότερες δαπάνες συνδεόμενες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στις αυξημένες επιβαρύνσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή, το 2004, ρυθμίσεων κοινωνικού χαρακτήρα που είχαν ήδη νομοθετηθεί ή που έχουν εξαγγελθεί. Όμως δεν παύει να διατηρεί χαλαρές τις δημοσιονομικές συνθήκες και κατά το τρέχον έτος.

Παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφύγει την εμφάνιση υπερβολικού ελλείμματος και να κινηθεί σταδιακά προς την επίτευξη σχεδόν ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής θέσης, κυρίως μέσω του αποτελεσματικού ελέγχου των τρεχουσών πρωτογενών δαπανών. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όσες χώρες επέτυχαν δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκαν κυρίως στον έλεγχο των πρωτογενών δαπανών. Ο έλεγχος των πρωτογενών δαπανών μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός εάν συνοδεύεται από θεσμικές αλλαγές που εξασφαλίζουν αυξημένη διαφάνεια της δημοσιονομικής διαχείρισης και θέτουν επιμέρους δημοσιονομικούς στόχους σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα και με ορίζοντα αρκετών ετών. Στην περίπτωση της Ελλάδος, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε διάφορες κατηγορίες δαπανών που είτε αποτελούν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού είτε έχουν αυξηθεί με πολύ υψηλούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Παράδειγμα είναι οι δαπάνες του Δημοσίου για μισθούς, για απόδοση εσόδων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, για τα δημόσια νοσοκομεία και για επιχορηγήσεις. Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για απλοποίηση του φορολογικού συστήματος καθώς και για τη μείωση της φοροδιαφυγής.

Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει και αυτοί να συμβάλλουν στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, κατά την παρούσα φάση είναι κατ’ αρχήν σκόπιμο, μέχρι να εξαλειφθεί η διαφορά πληθωρισμού έναντι των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ (οι οποίες είναι οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδος), η αύξηση των πραγματικών αποδοχών να υπολείπεται της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως έχει τονιστεί και άλλοτε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί εάν οι κοινωνικοί εταίροι υιοθετήσουν ως γενική κατεύθυνση ότι σταδιακά ο ρυθμός ανόδου των ονομαστικών αποδοχών θα συγκλίνει προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Τονίζεται ότι δεν προτείνεται η πλήρης εφαρμογή της κατεύθυνσης αυτής αμέσως, είναι όμως δυνατόν να γίνει σταδιακή εφαρμογή τα επόμενα έτη.

Την αντιπληθωριστική προσπάθεια δεν θα πρέπει να επωμιστούν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι, αλλά θα πρέπει και οι επιχειρήσεις να ασκήσουν την κατάλληλη τιμολογιακή πολιτική. Σε βασικούς τομείς της οικονομίας, οι πιέσεις που ασκούνται από την πλευρά της ζήτησης, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές, έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών που δεν δικαιολογούνται με βάση την άνοδο του κόστους. Είναι φανερό ότι η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να οδηγηθούν οι επιχειρήσεις στην υιοθέτηση μιας τιμολογιακής πολιτικής που θα συμβάλλει στη μείωση του πληθωρισμού είναι η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για να επιτύχει η Ελλάδα υψηλότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να περιλαμβάνει και μέτρα για την εξασφάλιση της μακροχρόνιας διατηρησιμότητας της δημοσιονομικής ισορροπίας και ειδικότερα για τη μείωση του εξαιρετικά υψηλού δημόσιου χρέους. Οι προοπτικές ουσιαστικής μείωσης του δημόσιου χρέους τα αμέσως προσεχή έτη δεν είναι ευοίωνες, εάν δεν υπάρξει σημαντική μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής. Ορισμένοι ενδεικτικοί υπολογισμοί υποδηλώνουν ότι η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μεγάλη και ότι, εάν αυτή δεν επιτευχθεί, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Ιδίως απαιτούνται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Επίσης, στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να συμβάλει σημαντικά η καθιέρωση αυστηρότερων όρων και προϋποθέσεων παροχής εγγυήσεων του Δημοσίου για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, αλλά και για την ανάληψη, εκ μέρους του Δημοσίου, υποχρεώσεων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Η ανάγκη μείωσης του χρέους είναι επιτακτική και ενόψει των προβλημάτων που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού και με τις πρόσθετες δαπάνες που θα απαιτηθούν για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο του 2002 εκτιμά ότι για την Ελλάδα οι δαπάνες του Δημοσίου για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθούν κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες περίπου μεταξύ του 2000 και του 2050. Εάν η ασκούμενη πολιτική παραμείνει αμετάβλητη, η εκτίμηση αυτή συνεπάγεται – σύμφωνα με τη μελέτη -- ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί αρχικά σε 48% περίπου το 2030 και στη συνέχεια θα αυξηθεί και πάλι στο 160% έως το 2050 (δεδομένου ότι τότε θα εκδηλωθεί το κύριο μέρος της επιβάρυνσης). Η μελέτη αυτή βεβαίως δεν προβλέπει τι θα συμβεί στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός της είναι να δείξει το μέγεθος του προβλήματος και άρα την έκταση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την επίλυσή του. Με δεδομένη λοιπόν την έκταση του προβλήματος, είναι απίθανο να αρκέσει αλλαγή μόνο σε μία διάσταση της πολιτικής, οπότε μάλλον θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός αλλαγών. Συγκεκριμένα, η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή και μείωση των πρωτογενών δαπανών θα δώσει στον κρατικό προϋπολογισμό ευρύτερα περιθώρια για την κάλυψη των δαπανών για συντάξεις, χωρίς ανάληψη μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων. Επιπλέον, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων ύστερα από διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης. Παράλληλα, μέτρα πολιτικής για την αγορά εργασίας τα οποία θα αυξήσουν το ποσοστό απασχόλησης είναι επίσης απαραίτητα. Αυτό που δεν πρέπει να αμφισβητείται, πάντως, είναι η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος του χρέους.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από όσα ανέφερα είναι ότι τρία χρόνια μετά την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό στη ζώνη του ευρώ, και ο ρυθμός ανόδου αναμένεται να διατηρηθεί υψηλός μεσοπρόθεσμα. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές ανισορροπίες και προκλήσεις. Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει στη μείωση της διαφοράς του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ της Ελλάδος και της ΕΕ. Η πλήρης εξάλειψη της διαφοράς βιοτικού επιπέδου που χωρίζει την Ελλάδα από τους Ευρωπαίους εταίρους της, δηλαδή η επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης, αποτελεί μείζονα πρόκληση για την οικονομική πολιτική στην τρέχουσα και την επόμενη δεκαετία.

Η επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης είναι μια μακροχρόνια διαδικασία. Προκειμένου να συντομευθεί ο χρονικός ορίζοντας της σύγκλισης, είναι αυτονόητο ότι απαιτείται η επίτευξη ακόμη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτό προϋποθέτει εφαρμογή πολιτικών που συμβάλλουν στην άνοδο της παραγωγικότητας και στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και επομένως ενισχύουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας (δηλαδή το ρυθμό αύξησης του “δυνητικού προϊόντος”). Απαιτείται συνεπώς η επιτάχυνση και η διεύρυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, προκειμένου να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική και δυναμική η ελληνική οικονομία. Παράλληλα, πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια για δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία περιλαμβάνει και την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να εξασφαλιστεί η διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής ισορροπίας μακροχρόνια. Πρέπει επίσης να διασφαλιστούν συνθήκες σταθερότητας των τιμών και να βελτιωθεί σημαντικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Η πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι περισσότερες από τις οποίες εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα συναντήσει δυσκολίες γιατί βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αλλά και γιατί προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε καθιερωμένες αντιλήψεις και φοβίες. Οι μεταρρυθμίσεις όμως είναι αναγκαίες επειδή παρέχουν τη δυναμική για ταχεία και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό απαιτείται η σύμπραξη των κοινωνικών εταίρων. Στην αντίθετη περίπτωση, το τίμημα της αδράνειας θα ήταν βαρύ.

Η περαιτέρω προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης και να επιταχύνει την πραγματική σύγκλιση προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος για να δημιουργηθούν “περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας”, για να γίνει η ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική σε ένα όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και, ταυτόχρονα, για να αντιμετωπιστεί η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα