Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να διεκδικήσει την έξοδο από το μηχανισμό στήριξης και να τραβήξει η χώρα μια δική της πορεία, χωρίς τη στενή εποπτεία της τρόικας, που εποπτεύει μέχρι και την τελευταία παράγραφο των νομοθετημάτων, αλλά και χωρίς νέα δανεικά. Η απεξάρτηση όμως από το μνημόνιο δεν είναι θέμα αποκλειστικά ελληνικό, αλλά και των εταίρων, που εάν δεν συμφωνήσουν η Ελλάδα δεν φεύγει και έχουν τον τρόπο να το επιβάλουν. Εκκρεμούν, για παράδειγμα, οι δόσεις των 7,1 δισ. ευρώ εντός του 2014 και βέβαια οι αποφάσεις για το δημόσιο χρέος. Οπως διαφάνηκε από την ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή, η Ελλάδα δεν θα λάβει το υπόλοιπο των δανείων από το ΔΝΤ, ύψους 12,5 δισ. ευρώ, από το 2015 μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Επίσης, τα κεφάλαια που θα απομείνουν στο ΤΧΣ μετά τα stress tests θα επιστραφούν στον EFSF και θα μειωθεί ισόποσα το δημόσιο χρέος, περίπου κατά 6 μονάδες του ΑΕΠ, εάν παραμείνει ανέπαφο. Αυτό σημαίνει πως τα κεφάλαια που δεν θα λάβουν από το ΔΝΤ θα αντληθούν από τις αγορές. Φτάνουν για να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες του 2015; Οχι. Το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υποστηρίζουν πως απαιτούνται και άλλα κεφάλαια, ύψους επίσης 12,5 δισ. ευρώ, σύνολο δηλαδή 25 δισ. ευρώ.
Ακόμη και στην περίπτωση που οι δανειακές ανάγκες είναι 20 δισ. ευρώ, ή λιγότερο, με τι κόστος θα αντληθούν από τις αγορές; Στο επίπεδο που είναι σήμερα τα επιτόκια στη δευτερογενή αγορά, το μέσο επιτόκιο προκύπτει κοντά στο 5%. Δηλαδή, ο δανεισμός ποσού ύψους 10 δισ. ευρώ σημαίνει για τον προϋπολογισμό ετήσιο κόστος ύψους 500 εκατ. ευρώ.
Το υψηλό επιτόκιο μεσοπρόθεσμα θα επιβαρύνει τη βιωσιμότητα του χρέους. Μία από τις παραμέτρους της βιώσιμης εξέλιξης του δημόσιου χρέους είναι το κόστος αναχρηματοδότησής του (δανεισμού) να είναι χαμηλότερο από το ποσοστό μεταβολής του ΑΕΠ.
Για το 2015 η εκτίμηση είναι για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,9%. Υπάρχει περίπτωση το μέσο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές να είναι χαμηλότερο του 3%; Εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο. Εάν προστεθεί και η δυστοκία των αποκρατικοποιήσεων, οι οποίες δεν αποδίδουν ικανά έσοδα που θα οδηγούσαν σε μείωση του δημόσιου χρέους, ο κίνδυνος νέων αδιεξόδων είναι αυξημένος.
Οι προβληματισμοί αυτοί είναι και των εταίρων, που έχουν λόγους να ανησυχούν ευρύτερα. Οι προβλέψεις για την οικονομία της Ευρωζώνης είναι αρνητικές, οι οικονομίες των άλλων χωρών του Νότου εξακολουθούν να είναι εύθραυστες και στο πλαίσιο αυτό πολύ δύσκολα οι Ευρωπαίοι θα αφήσουν να εξελιχθεί ξανά ένα «ελληνικό πρόβλημα».
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]