Πιο βιώσιμο σε σχέση με το 2009 είναι σήμερα το ελληνικό δημόσιο χρέος, υποστηρίζει η Eurobank, με αφορμή σχετική μελέτη που δημοσίευσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Λονδίνου (LSE).
Η μελέτη αυτή αποτελεί επικαιροποίηση σχετικής έκθεσης που δημοσίευσε η Διεύθυνση Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank τον περασμένο Μάιο.
Όπως αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή της η Eurobank, η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους βάσει μίας σειράς διακριτών σεναρίων για: α) το μέγεθος και το βαθμό επιμονής (persistence) του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή δηλ. το ενδεχόμενο συνεχιζόμενης μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ για ένα ή περισσότερα έτη πέραν του έτους εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής, β) το συνολικό μέγεθος και το χρονικό ορίζοντα εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής, και γ) την αντίδραση των αγορών στα μέτρα σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τρέχον επίπεδο του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας, η επιβολή μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να οδηγήσει σε άμεση αύξηση του ανωτέρου λόγου εάν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι υψηλότερος του 0,5.
Η ανωτέρω εκτίμηση αιτιολογεί, σε μεγάλο βαθμό, την αύξηση κατά 45,3 μονάδες του λόγου χρέους-ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 2010-2013, παρά την πρωτόγνωρη δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέσθηκε την αντίστοιχη περίοδο.
Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη, εκτιμάται πως η αποφυγή λήψης δημοσιονομικών μέτρων ή ακόμη και μια πιο σταδιακή / λιγότερο «εμπροσθοβαρής» εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία 4-5 έτη θα οδηγούσε σε εκρηκτική αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε σταθεροποίηση του λόγου σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από τα υφιστάμενα.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης της εν λόγω μελέτης υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, ότι η κατά το ήμισυ υλοποίηση ή η μη υλοποίηση του υφιστάμενου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγούσε το λόγο δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας σε επίπεδα μεταξύ 185% και 250% το 2020 και μεταξύ 215% και 360% το 2030.
Τα ανωτέρω επίπεδα συγκρίνονται με σχετικό (αναθεωρημένο) στόχο του προγράμματος προσαρμογής για μείωση του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 125% περίπου το 2020 (και 112% το 2022) καθώς και εκτίμησής μας για περαιτέρω υποχώρησή του στο 82% του ΑΕΠ περίπου το 2030, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου.
Συμπερασματικά, η Eurobank τονίζει πως «παρά την αύξηση του λόγου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας την τελευταία πενταετία, το δημόσιο χρέος της χώρας είναι σήμερα πιο βιώσιμο σε σύγκριση με το αρχικό σημείο αναφοράς (δηλ το έτος 2009) και αυτό που θα είχε προκύψει χωρίς την υλοποίηση (ή τη μερική υλοποίηση) του υφιστάμενου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής».
Εκτιμά, παράλληλα, πως η βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω μέσω της παροχής ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους από τους επίσημους δανειστές (OSI).