Για την κατάσταση της οικονομίας και τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, όπως διαμορφώνονται μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της δημοσιονομικής απογραφής και τις συζητήσεις που έγιναν στο ECOFIN και την εαρινή σύνοδο του ΟΟΣΑ την περασμένη εβδομάδα, ενημέρωσε σήμερα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης.
Όπως είπε ο κ. Αλογοσκούφης, η πρώτη φάση της δημοσιονομικής απογραφής αποκάλυψε την κακή κατάσταση των δημοσίων οικονομικών και τόνισε ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια.
Ο υπουργός Οικονομίας τόνισε ότι η τεράστια απόκλιση που παρουσιάζει το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης -στο 3,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τη Εurostat, έναντι 1,7% που υποστήριζε τον περασμένο Μάρτιο η απελθούσα κυβέρνηση- δεν οφείλεται σε λογιστικές αλλαγές. «Δεν αλλάξαμε τους λογιστικούς κανόνες. Η απόκλιση οφείλεται στην πλασματική υπερδιόγκωση των εσόδων του περυσινού προϋπολογισμού», υπογράμμισε ο κ. Αλογοσκούφης.
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Eurostat, κατά τη διάρκεια της απογραφής υπήρξε μία αναθεώρηση προς τα κάτω των εσόδων από ΦΠΑ, των εσόδων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και η διαγραφή από τα έσοδα μιας κεφαλαιακής μεταβίβασης από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Σχολιάζοντας τη δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, ότι η απογραφή είναι λάθος και εθνικά επιζήμια και ότι λόγω της απογραφής η Ελλάδα θα μπει «υπό επιτήρηση», ο κ. Αλογοσκούφης επισήμανε πως το λάθος δεν βρίσκεται στην απογραφή, αλλά στην πολιτική που οδήγησε τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. «Το πρόβλημα δεν είναι η απογραφή αλλά η πολιτική που κατέστησε τη χώρα αναξιόπιστη. Η απογραφή αποκαθιστά την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης στα μάτια των πολιτών, και της χώρας στα μάτια των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Αλογοσκούφης.
Ο κ. Αλογοσκούφης πρόσθεσε ότι οι αποκλίσεις των προϋπολογισμών δεν περιορίζονται στο 2003. «Κατά την τελευταία τετραετία, η συνολική απόκλιση των κρατικών ελλειμμάτων από τους αρχικούς προϋπολογισμούς ξεπερνά τα 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ», διευκρίνισε ο κ. υπουργός. «Κάθε χρόνο, τα ελλείμματα ξεπερνούσαν τις αρχικές προβλέψεις: 1,5 δισεκατομμύριο το 2000, 2,8 δισεκατομμύρια το 2001, 2,7 δισεκατομμύρια το 2002 και 4,5 δισεκατομμύρια το 2003. Αντίστοιχες αποκλίσεις προβλέπονται και για τον προϋπολογισμό του 2004», πρόσθεσε.
Έτσι, όπως τόνισε ο κ. Αλογοσκούφης αποδεικνύεται ότι η δημοσιονομική διαχείριση των τελευταίων χρόνων, και ιδιαίτερα του 2003, υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική, αλλά και ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «παραπλανούσε τους πολίτες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τη δημοσιονομική κατάσταση».
Επιπρόσθετα, εκτός από τα κρυφά ελλείμματα υπάρχουν και κρυφά χρέη, επισήμανε ο κ. Αλογοσκούφης. Χρέη των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, τεράστια χρέη συγκοινωνιακών φορέων που έχουν δανειστεί με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, αμυντικά χρέη. Όπως είπε ο υπουργός Οικονομίας, «η απογραφή των χρεών συνεχίζεται, και σύντομα θα ξέρουμε με ακρίβεια το ύψος αυτών των κρυφών χρεών».
Όσον αφορά τη συνεδρίαση του ECOFIN την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Αλογοσκούφης είπε πως ενημέρωσε τους ομολόγους του για τις προσπάθειες της κυβέρνησης προκειμένου να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% το 2004, καθώς και για την πρόθεση του υπουργείου να διασφαλίσει την πτωτική πορεία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με τον προϋπολογισμό του 2005.
Όπως διευκρίνισε ο κ. Αλογοσκούφης η προσπάθεια της κυβέρνησης θα βασιστεί στον έλεγχο των τρεχουσών πρωτογενών δαπανών του δημοσίου και θα ενισχυθεί από το γεγονός ότι μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων θα υπάρξει εξοικονόμηση πόρων της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2004.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ, πρόσθεσε ο κ. υπουργός, εκτιμούν ότι οι προοπτικές για επιτάχυνση της ανάκαμψης των Ευρωπαϊκών οικονομιών είναι καλές, γεγονός που αναμφισβήτητα θα βοηθήσει και την ελληνική οικονομία.
Ο κ. Αλογοσκούφης επισήμανε πάντως πως υπάρχουν και σημαντικοί κίνδυνοι, κυρίως από την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Γι αυτό το λόγο ο υπουργός Οικονομίας ζήτησε με επιστολή του από τον προεδρεύοντα του ECOFIN να εξεταστεί η δυνατότητα μείωσης του ελάχιστου ειδικού φόρου στα καύσιμα, σε περιπτώσεις πετρελαϊκών διαταραχών όπως η σημερινή.