ΠΡΟΣ τα κάτω αναθεωρεί η Εθνική Τράπεζα την προηγούμενη πρόβλεψή της για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης, ενώ «βλέπει» κλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό δεν αναμένει μεταβολή στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Η έκθεση της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας έχει ως εξής:
«Αν και ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο του έτους αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη (0,6%, σε σχέση με το 0,3%-0,4% που αναμενόταν), η αβεβαιότητα όσον αφορά την ένταση της ανάκαμψης στην ευρωζώνη παραμένει:
Πρώτον, καθώς το ισχυρό ευρώ δεν επιτρέπει στον εξαγωγικό τομέα να αναχθεί σε πυλώνα της ανάπτυξης, το στοιχείο κλειδί για την πορεία της ανάκαμψης είναι η κατανάλωση των νοικοκυριών, η οποία ωστόσο συνεχίζει να δέχεται την περιοριστική επίδραση της υψηλής ανεργίας.
Δεύτερον, σε αυτό το ασταθές περιβάλλον έχει προστεθεί η πίεση των υψηλών τιμών πετρελαίου, οι οποίες ξεπέρασαν τα 40 δολάρια το βαρέλι. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατόν η ανάκαμψη να αποδυναμωθεί πριν ακόμα ουσιαστικά ξεκινήσει;
Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα διεθνή δεδομένα, η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας αναθεώρησε τις προβλέψεις της, εκτιμώντας ασθενέστερη ανάπτυξη και ισχυρότερες πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη σε σχέση με ό,τι αναμενόταν για το 2004. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναθεωρήσαμε επίσης τις εκτιμήσεις μας για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, καταλήγοντας ότι θα διατηρήσει τα επιτόκιά της σταθερά μέχρι τέλους του 2004.
Όσον αφορά την καταναλωτική δαπάνη στην ευρωζώνη, δύο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα: Πόσο περιοριστικές είναι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας; Έχει αυξηθεί η αβεβαιότητα των νοικοκυριών μετά την αναζωπύρωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή και την έντονη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, οδηγώντας σε υψηλότερη αποταμίευση και συνεπώς χαμηλότερη κατανάλωση;
Οι δείκτες οικονομικής συγκυρίας, όπως οι λιανικές πωλήσεις και οι πωλήσεις αυτοκινήτων, δείχνουν ότι η ιδιωτική κατανάλωση ανακάμπτει, με ασθενείς, ωστόσο, ρυθμούς. Η μελλοντική πορεία της καταναλωτικής δαπάνης θα προσδιορισθεί από δομικούς παράγοντες όπως το διαθέσιμο εισόδημα (δηλαδή, απασχόληση και πραγματικοί μισθοί) και η αποταμιευτική συμπεριφορά των νοικοκυριών (δηλαδή, πλούτος και αβεβαιότητα).
Η απασχόληση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την κατανάλωση. Συγκεκριμένα, η σημαντική επιβράδυνση της κατανάλωσης αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την πορεία της απασχόλησης, η οποία προσέγγισε το 2003 σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το 2004, αν και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων προβλέπουμε να διευρυνθούν, εκτιμάμε ότι η ασθενής ζήτηση θα οδηγήσει σε οριακή αύξηση της απασχόλησης (0,4% από 0,2% το 2003).
Συνεπώς, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι μισθοί παραμένουν σταθεροί σε πραγματικούς όρους θα περιορίσουν τη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά το 2004.
Επιπλέον, όσον αφορά τον πλούτο των νοικοκυριών, ο κίνδυνος μιας διορθωτικής κίνησης των τιμών των ακινήτων από τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα (εξαιρουμένης της Γερμανίας) επιβαρύνει επιπλέον την πορεία της κατανάλωσης στην ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, παρότι τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ακολούθησαν γενικά ανοδική πορεία το 2003, με αποτέλεσμα αυτή η πηγή πλούτου να ενισχύει τη δαπάνη των νοικοκυριών, η επίδραση αυτή δεν πρέπει να υπερεκτιμάται καθώς το μερίδιο των νοικοκυριών που κατέχει μετοχές στην ευρωζώνη παραμένει πολύ μικρότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Τέλος, το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας έχει αυξήσει την αποταμίευση των νοικοκυριών (από 11% του διαθεσίμου εισοδήματος κατά μέσο όρο τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια σε 11,8% το 2003), συρρικνώνοντας έτσι περαιτέρω την καταναλωτική δαπάνη. Στην παρούσα συγκυρία, κρίσιμο πρόβλημα παραμένει η ανεργία, καθώς ο προβλεπόμενος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης καλύπτει απλώς το ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού και, συνεπώς, η ανεργία εκτιμάμε να παραμείνει σταθερή στο 8,8%. Συνολικά, δεν επικρατούν συνθήκες οι οποίες να λειτουργούν υπέρ της μείωσης της αποταμίευσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κατανάλωση αναμένουμε να επανακτήσει την πλήρη δυναμική της μετά από 1-2 χρόνια, όταν η ανεργία θα αρχίσει να υποχωρεί. Προβλέπουμε η καταναλωτική δαπάνη στην ευρωζώνη να αυξηθεί με ρυθμό 1,1% το 2004 σε σύγκριση με 1% το 2003.
Υπάρχουν, όμως, αμφιβολίες και ως προς τη δυναμικότητα των υπολοίπων συνιστωσών του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, οι καθαρές εξαγωγές λειτούργησαν ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ευρωζώνης το 2003. Ωστόσο, εκτιμάται ότι στήριξαν σημαντικά την ανάκαμψη του πρώτου τριμήνου του 2004. Σταθμίζοντας τις δύο αντίρροπες επιδράσεις του ισχυρού ευρώ (που έχει επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών κατά 20% από το 2002 μέχρι σήμερα) και της έντονης ανάκαμψης στις ΗΠΑ και την Ασία (που απορροφούν το 35% των ευρωπαϊκών εξαγωγών), εκτιμάμε ότι η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ θα είναι ουδέτερη το 2004, σε σχέση με την αρνητική συνεισφορά τους κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2003, βάσει της πρόβλεψης μας ότι το ευρώ θα παραμείνει κοντά στα 1,20 δολάρια το 2004.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα συστατικά της εγχώριας ζήτησης, οι προοπτικές των ιδιωτικών επενδύσεων δείχνουν ευοίωνες, καθώς τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων διευρύνονται. Συγκεκριμένα, προβλέπουμε οι επενδύσεις στην ευρωζώνη να αυξηθούν κατά 1,8% το 2004 από –1% το 2003. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική προσδοκάται ελαφρά περιοριστική και, συνεπώς, εκτιμάμε ότι η δημόσια κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,7% το 2004 από 2% το 2003.
Πρέπει να τονισθεί ότι η τιμή του πετρελαίου είναι μια ακόμα παράμετρος της διεθνούς οικονομίας που ενδέχεται να επηρεάσει την πορεία της ανάκαμψης στην ευρωζώνη.
Η αυξημένη παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και τα μειωμένα αποθέματα των ΗΠΑ σε συνδυασμό με την κατάσταση έντασης που επικρατεί στη Μέση Ανατολή έχουν ωθήσει την τιμή του πετρελαίου σε επίπεδα της περιόδου του πολέμου στον Κόλπο (πάνω από 40 δολάρια το βαρέλι), και δεν προβλέπουμε ταχεία υποχώρησή της.
Ήδη οι υψηλές τιμές πετρελαίου έχουν μεταφραστεί σε έντονες πληθωριστικές πιέσεις (Διάγραμμα 4), οι οποίες ενδέχεται να καθυστερήσουν την ανάκαμψη της ευρωζώνης μέσω της συρρίκνωσης των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων και της μείωσης του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Εκτιμώντας ότι η μέση τιμή του πετρελαίου κατά το 2004 θα είναι 35 δολάρια το βαρέλι, αναμένουμε ασθενή ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, αναθεωρήσαμε τις προβλέψεις μας για την ανάπτυξη σε 1,4% για το 2004 (από 1,6%) σε σχέση με 0,4% το 2003, και για τον πληθωρισμό σε 2% για το 2004 (από 1,8%) σε σχέση με 2,1% το 2003.
Λαμβάνοντας υπόψη την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων που τροφοδοτείται από την άνοδο στη διεθνή τιμή του πετρελαίου, αναθεωρήσαμε επίσης την άποψη μας όσον αφορά τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Δεν αναμένουμε πλέον περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, προβλέπουμε σταθερά επιτόκια μέχρι τέλους του έτους, εκτός και αν το ευρώ ανατιμηθεί στα 1,30 δολάρια.
Το πλήρες κείμενο της ανάλυσης με τίτλο Euro area monthly (May 2004) της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας μπορεί να ανευρεθεί στην ειδική ιστοσελίδα: http:/www.nbg.gr/publications/euro_monthly.html .