Οι επιπτώσεις της παρατεταμένης ύφεσης στην ελληνική οικονομία αποθαρρύνουν δραστικά τις νέες προσλήψεις προσωπικού, αποτελώντας την κύρια αιτία της χαμηλής πτήσης στην απασχόληση. Με βάση τη συγκεκριμένη αδιαμφισβήτητη παραδοχή, μια σειρά αναλύσεων διαβλέπει περιθώριο μείωσης της υψηλής ανεργίας κατά τουλάχιστον 6% μέσω της αντιμετώπισης των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της.
Οι αναλυτές του Cedefop Steve Bainbridge και Κώστας Πουλιάκας υπογραμμίζουν τη σημασία μεγαλύτερης και συστηματικότερης εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα σε εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας αλλά και στον σχεδιασμό των βιογραφικών. «Άλλα παρέχει το πανεπιστήμιο, άλλα υπαγορεύουν οι νοοτροπίες των οικογενειών, άλλα χρειάζεται η αγορά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος του kariera.gr Αλέξανδρος Φουρλής. Στην «άκριτη συλλογή τίτλων σπουδών σε αντίθεση με τις δεξιότητες που απαιτούν η αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις» στέκεται το στέλεχος της ICAP Σεραφείμ Καραΐσκος. Για την ανάγκη περαιτέρω εκπαίδευσης του νεοπροσλαμβανόμενου εντός της επιχείρησης στα πρότυπα της διεθνούς εμπειρίας μιλά ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, ο οποίος σε κάθε περίπτωση επικαλείται τις επιπτώσεις την περιοριστικών μέτρων στην πραγματική οικονομία.
Το χρονικό της ανεργίας στην ΕΕ
Την περίοδο 2005-08 το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ, στις ηλικίες 20-64 ετών, κατέγραψε αύξηση και ανήλθε στο 70,3%. Η τάση αντιστράφηκε το 2009 και η απασχόληση επέστρεψε στο επίπεδο του 2006 με ποσοστό 69%. Τα τρία χρόνια που ακολούθησαν η απασχόληση στην ΕΕ περιήλθε σε καθεστώς ακινησίας με ποσοστό 68,5%, δυσχεραίνοντας τον ευρωπαϊκό στόχο του 75% με ορίζοντα το 2020.
Ένας απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χρειάζεται στην Ελλάδα περισσότερο χρόνο από οπουδήποτε αλλού στην ΕΕ ώστε να βρει μία «κανονική» δουλειά: κατά μέσο όρο τουλάχιστον ένα έτος. Σε ακόμη δυσχερέστερη θέση φέρεται να βρίσκεται ένας απόφοιτος χαμηλότερων προσόντων. Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat φέρουν την προδιαγραφή ότι το ποσοστό των αποφοίτων της ΕΕ οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση τα τελευταία 3 χρόνια και μέσα σε αυτό το διάστημα έχουν βρει εργασία θα πρέπει να ανέρχεται σε εθνικό επίπεδο στο 82%. Το 2013 στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό δεν ξεπέρασε το 39,4%.
Διάγραμμα: Ποσοστά ανεργίας με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης (%)
Οι αναλυτές Bainbridge και Πουλιάκας αποδίδουν μέρος του προβλήματος στη φτωχή ποιότητα του τομέα επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα: «Στην ΕΕ το 16% των νέων ατόμων ηλικίας 20-24 ετών συνδυάζει τις σπουδές με την εργασία. Στην Ελλάδα κάνει το ίδιο μόνο το 4%».
Το ήξερες;
- Σήμερα περίπου 27 εκατ. Ευρωπαίοι είναι άνεργοι. Σχεδόν οι μισοί είναι άνεργοι για περισσότερο από έναν χρόνο.
- Το 60% των νέων προσλήψεων αφορά θέσεις προσωρινής ή μερικής απασχόλησης.
- Έρευνες θέλουν το 27% των εργοδοτών να διαθέτουν θέσεις εργασίας για αρχάριους τις οποίες αδυνατούν να καλύψουν ελλείψει των προσδοκώμενων δεξιοτήτων.
- Στην Ελλάδα το πρώτο 3μηνο του 2014 ήταν κενό το 0,9% (15.921) των διαθέσιμων θέσεων εργασίας. Την ίδια περίοδο στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 2,9% (1.055.002).
Οι ίδιοι αποδομούν ως παρανόηση τη θεωρία σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα όσο περισσότερες δεξιότητες έχει κανείς τόσο πιο δύσκολα βρίσκει δουλειά: «Το 2012 στην Ελλάδα η ανεργία ανάμεσα στις ηλικίες 25-64 ετών με πανεπιστημιακό ή ανώτερο τίτλο ήταν 17%, σε σύγκριση με 24-25% για τους κατόχους μεσαίου και κατώτερου πτυχίου. Αντίστοιχα, την περίοδο 2008-12 η ανεργία ανάμεσα στους υψηλά καταρτισμένους αυξήθηκε κατά 11%, δηλαδή πολύ λιγότερο από το 18% που καταγράφηκε σε εκείνους με λιγότερη από ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται αποσυνδεδεμένο από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, με την Ελλάδα να κατέχει τα υψηλότερα ποσοστά αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και θέσης εργασίας στην Ευρώπη. Στο πιο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο το 43% των ερωτηθέντων Ελλήνων δήλωσε ότι το πρόγραμμα εκπαίδευσης και κατάρτισης το οποίο ακολούθησε δεν του παρείχε τις απαραίτητες δεξιότητες προκειμένου να βρει μία δουλειά σύμφωνη με τα προσόντα του. Σημειωτέον, στις ηλικίες μεταξύ 20 και 64 ετών η Ελλάδα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις της κατάταξης με βάση τους overqualified εργαζόμενους, δηλαδή εκείνους που διαθέτουν προσόντα περισσότερα από τα απαιτούμενα (24%).
Τι ζητούν οι επιχειρήσεις από τους υποψήφιους εργαζόμενους
Πίνακας: Εργοδοτικές ανάγκες σε δεξιότητες (%), Ελλάδα, 2013
«Οι περισσότερες επιχειρήσεις αναζητούν εργαζόμενους ικανούς να εργάζονται σε ομάδες και να επικοινωνούν με νέους πελάτες και αγοραστές. Μεγάλη έμφαση δίνουν στη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων, όπως και στην ανάληψη πρωτοβουλιών. Ολοένα μεγαλύτερη σημασία αποκτούν οι προδιαγραφές της ευελιξίας και της αυτονομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων», επισημαίνουν οι αναλυτές του Cedefop, σύμφωνα με τους οποίους πολύ συχνά η προηγούμενη σχετική εργασιακή εμπειρία αντισταθμίζει τυχόν άλλα μειονεκτήματα. Η θητεία σε θέση εργασίας του εξωτερικού είθισται να είναι αρεστή στην πλειοψηφία των εργοδοτών.
Οι τάσεις στην αγορά και ο ρόλος της οικογένειας
Εκτιμήσεις θέλουν περισσότερο από το 1/3 των θέσεων εργασίας που θα διατεθούν έως το 2020 στην ΕΕ να απαιτούν προσόντα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα πόστα χαμηλότερης κατάρτισης φέρονται να περιορίζονται στο 18% του συνόλου των νέων ευκαιριών στην αγορά εργασίας.
«Τόσο πανευρωπαϊκά όσο και στην Ελλάδα φθίνουν οι θέσεις εργασίας χωρίς εξειδίκευση, δηλαδή γραμματείς, υπάλληλοι γραφείου και γενικών καθηκόντων. Αυτές οι θέσεις εργασίας είτε αποκαθίστανται από την τεχνολογία, είτε αντιμετωπίζουν σημαντική μείωση μισθών», συμπεραίνει ο διευθύνων σύμβουλος του kariera.gr Αλέξανδρος Φουρλής, ο οποίος κάνει λόγο για πληθώρα αποφοίτων στους τομείς των νομικών, των ανθρωπιστικών σπουδών και των εκπαιδευτικών οι οποίοι είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς τους οποίους μπορεί να απορροφήσει η αγορά εργασίας.
- Η παρατεταμένη οικονομική κρίση αποθαρρύνει τις προσλήψεις, αλλά οι υψηλής κατάρτισης υποψήφιοι φαίνεται να προτιμώνται για την πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας.
- Την ενδυνάμωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης θα πρέπει να συνοδεύσει κατά κοινή ομολογία η αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
- Η Κομισιόν προωθεί επενδύσεις για την εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων με κύρια στόχευση στον τομέα του ICT (Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας).
- Το Cedefop προβλέπει ότι περισσότεροι από έναν στους τρεις Έλληνες θα είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έως το 2025.
- Νέοι εργαζόμενοι σε πόστα που δεν ενεργοποιούν πλήρως τις δεξιότητές τους κινδυνεύουν να «κολλήσουν» σε αδιέξοδες θέσεις εργασίας.
Ο ίδιος αναφέρεται επιπλέον στην κυρίαρχη νοοτροπία ανάμεσα στις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες θέλουν τον εργαζόμενο έτοιμο, επενδύοντας ελάχιστα έως καθόλου στην εκπαίδευση και την εξέλιξή του.
Σε αυτήν την παράμετρο αναφέρεται και ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, υπογραμμίζοντας ότι -σε αντιδιαστολή με την ελληνική πραγματικότητα- σε άλλες χώρες ο εργαζόμενος συνήθως προσλαμβάνεται από μία επιχείρηση και στη συνέχεια εκπαιδεύεται μέσα σε αυτήν, με αποτέλεσμα εκείνος να εξελίσσεται τελικά σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών σπεύδει πάντως να τονίσει προς αποφυγή παρερμηνειών ότι η λεγόμενη διαρθρωτική ανεργία αποτελεί μόνο ένα μέρος του προβλήματος της υψηλής ανεργίας, για να εστιάσει στην «ύφεση της οικονομίας την οποία προκαλεί η λιτότητα».
Στην παράμετρο της οικογένειας αναφέρεται το στέλεχος της ICAP Σεραφείμ Καραΐσκος, ο οποίος έχει χειριστεί εκ μέρους της εταιρείας δράσεις επιδοτούμενης απασχόλησης του υπουργείου Εργασίας, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικογένεια δεν προετοιμάζει κατάλληλα τους νέους για την αγορά εργασίας, παρά τους ωθεί προς άκριτη συλλογή τίτλων σπουδών σε αντίθεση με τις δεξιότητες που απαιτούν η αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas