Η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά μόνο 0,2% σηματοδοτεί την έναρξη μιας μακροχρόνιας πορείας προς πραγματική σύγκλιση και ανάκαμψη, διαπιστώνει στην σημερινή έκδοση «7 ημέρες οικονομία» η Eurobank, με αφορμή την ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τις εκτιμήσεις των εθνικών λογαριασμών για το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, στην περίπτωση που επαληθευόταν το αισιόδοξο σενάριο για θετικό πρόσημο στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης - για πρώτη φορά ύστερα από 23 συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγής σε ετήσια βάση – το 2ο τρίμηνο του 2014 θα αποτελούσε την έναρξη της περιόδου ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με την σημερινή ανακοίνωση, το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2013 κατά 0,2%.
Οι σταθεροποιητικές ενδείξεις της ελληνικής οικονομίας, ήτοι πρωτογενές πλεόνασμα, μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έξοδος της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, συνεπικουρούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο αγώνας για την είσοδο της χώρας μας σε ένα μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης έχει ξεκινήσει.
Ωστόσο, με βάση την σημερινή, εν μέρει θετική είδηση, οι αντιδράσεις τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων και πρωτίστως των ασκούντων την οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένες. Το πιθανό τέλος της ελληνικής «Μεγάλης Ύφεσης» δεν συνεπάγεται ότι το βιοτικό επίπεδο του μέσου έλληνα ή της μέσης ελληνίδας καλυτερεύει, απλά σταματάει η χειροτέρευσή του. Δύο ή τρία συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΠΑΕΠ) δεν συνεπάγονται αυτομάτως και μια μελλοντική διαρκή πορεία ανάκαμψης. Όσο οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΠΑΕΠ παραμένουν στα σημερινά επίπεδα (13,87%), όσο η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής παραμένει αισθητά χαμηλή, όσο καθυστερούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο δεν αυξάνεται το κεφάλαιο της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, η ελληνική οικονομία μπορεί μεν να μην συρρικνώνεται ωστόσο δύναται να παγιδευτεί σε μια τροχεία μακροχρόνιας στασιμότητας ή ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης. Η επίδοση της οικονομίας του Μεξικού την δεκαετία του 80 και της οικονομίας της Ιαπωνίας την δεκαετία του 90 αποτελούν τρανά παραδείγματα μακροχρόνιας στασιμότητας.
Τέλος, βραχυπρόθεσμα δε θα πρέπει να παραβλέψουμε την πιθανή επίπτωση που μπορεί να υπάρξει στο πραγματικό ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου αλλά και στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ οι επιπτώσεις από την επιβολή αποκλεισμού εισαγωγών από την Ρωσία σε αντίποινα των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία. Αν και το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών αγαθών προ την Ρωσία είναι σχετικά χαμηλό είναι απαραίτητο να τονίσουμε εδώ πως η εξάρτηση από έναν μόνο αγοραστή για τις εξαγωγές – κυρίως αγροτικών προϊόντων – δείχνει και την ανάγκη στροφής του ελληνικού εξαγωγικού κλάδου προς ένα πιο διαφοροποιημένο και με ποιοτική ταυτότητα προϊόν. Παράλληλα, η συνέχιση της παρούσας κατάστασης στις σχέσεις με την Ρωσία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ελληνικό ΑΕΠ κυρίως εξαιτίας της, σε μεγάλο βαθμό, αναπόφευκτης εξάρτησης από το τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη συγκεκριμένη χώρα.
Επιστρέφοντας στη συζήτηση μας για το τριμηνιαίο πραγματικό ΑΕΠ πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το μονοπάτι της ανάκαμψης δεν θα είναι ένας εύκολος και πόσο μάλλον σύντομος δρόμος. Ο αγώνας για οικονομική μεγέθυνση και πραγματική σύγκλιση με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες θα είναι διαρκής και η ελληνική οικονομία έχει μείνει αρκετά πίσω σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος (χαρακτηριστικό μέτρο σύγκρισης του βιοτικού επιπέδου). Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγεθύνεται με ρυθμούς τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ-15 έτσι ώστε σε 10 χρόνια από τώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009.