Την πεποίθηση ότι «χωρίς μεγάλες επενδύσεις και χρηματοπιστωτική ρευστότητα σε προνομιακούς τομείς, όπως η ενέργεια και ο αγροτουρισμός, το εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα αποτελεί επιστημονική φαντασία» εκφράζει χαρακτηριστικά σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr ο πρόεδρος του Levy Economics Institute Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Οι ελληνικές εξαγωγές κινήθηκαν ανοδικά την περίοδο 2009-2012, για να «κλείσουν» αρνητικά το 2013 και να ξεκινήσουν με κάμψη το 2014. Δεδομένου ότι απώτερο στόχο του οικονομικού προγράμματος στην Ελλάδα αποτελεί η μετατροπή του αναπτυξιακού μοντέλου από καταναλωτικό σε παραγωγικό και εξαγωγικό, πώς αξιολογείτε τις επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα και υπό ποιες προϋποθέσεις θεωρείτε ότι μπορούν οι εξαγωγές να θέσουν την ελληνική οικονομία σε καθεστώς βιώσιμης ανάπτυξης;
Ο κ. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ.
Η χώρα χρειαζεται οπωσδήποτε ένα παραγωγικού τύπου αναπτυξιακό μοντέλο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ως επί το πλείστον εξαγωγικό. Ο εξαγωγικός τομέας της Ελλάδας εστιάζεται στις υπηρεσίες, π.χ. τουρισμός και ναυτιλία, και λιγότερο σε αγαθά, εκτός των εξαγωγών διυλιστηρίων των οποίων τα έσοδα διακρίνονται από την αστάθεια της τιμής πετρελαίου. Η εμπειρία τα τελευταία 3-4 χρόνια δείχνει ότι παρά τη μεγάλη μείωση των μισθών (περίπου 30%) οι εξαγωγές δεν αυξήθηκαν. Η καλλιτέρευση του ισολογισμού του διεθνούς εμπορίου οφείλεται στη δραματική μείωση των εισαγωγών. Χωρίς μεγάλες επενδύσεις και χρηματοπιστωτική ρευστότητα που απουσιάζει στους ιδιαίτερους τομείς που η Ελλάδα μπορεί να συναγωνιστεί, όπως αυτοί της ενέργειας, αγροτουρισμού, ιατρικής περίθαλψης για Ευρωπαίους συνταξιούχους και την παραγωγή άλλων υπηρεσιών, το μοντέλο εξαγωγικής ανάπτυξης είναι επιστημονική φαντασία.
Υπάρχει η άποψη σύμφωνα με την οποία τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν εφαρμόζεται πολιτική λιτότητας αλλά εξορθολογισμού, υπό την έννοια ότι υπήρχαν εκτεταμένα φαινόμενα σπατάλης και άδικης κατανομής στον τομέα των δημοσίων δαπανών.
Είπε στο naftemporiki.gr
- Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι βιώσιμο και το ελληνικό δημόσιο δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος του.
- Η σπατάλη οφείλει να αντιμετωπιστεί αλλά όχι με καταστροφική πολιτική.
- Το ΔΝΤ δεν κατευθύνεται από οικονομική πραγματικότητα αλλά από οικονομική ιδεολογία με τη μορφή θρησκείας.
- Υπάρχουν προγράμματα βαθμιαίας οικονομικής προσαρμογής που δεν δημιουργούν βαθιά ύφεση όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
- Όταν εφαρμόζεται δραματική οικονομική προσαρμογή, χρειάζονται και άλλα προγράμματα δημόσιας δαπάνης (κατανάλωση και επένδυση).
- Μόνη λύση είναι η ανέλιξη της Ευρωζώνης σε ομοσπονδιακή ένωση, με ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα, στα πρότυπα των ΗΠΑ.
- Τη Συμφωνία του Μάαστριχτ παραβιάζουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, εκτός του Λουξεμβούργου και της Φινλανδίας.
- Είναι ανήθικη η διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη από τη Γερμανία, η οποία δεν κατανοεί ότι τα εμπορικά της πλεονάσματα είναι τα ανάλογα ελλείμματα των υπερχρεωμένων χωρών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε και συνεχίζεται ακομη η σπατάλη και η άδικη κατανομή δημοσίων δαπανών, αλλά η άποψη ότι δεν εφαρμόζεται σκληρή λιτότητα τα τελευταία πέντε χρόνια διαστρεβλώνει την πραγματικότητα των οικονομικών και κοινωνικών φαινόμενων που βλέπουμε γύρω μας. Πάσης φύσης εξορθολογισμός για να είναι στοχευμένος και επιτυχής δεν δημιουργεί τεράστια επίπεδα ανεργίας, φτώχειας, απελπισίας, μείωση ΑΕΠ περισσότερο από 25% και διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Η σπατάλη πρέπει να καταπαυθεί, όχι όμως με καταστροφική πολιτική.
Μια σειρά αναλύσεων εκτιμά ότι η τροφοδότηση της κατανάλωσης και η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων πάνω σε ένα προβληματικό σύστημα παραγωγής μεταθέτει μία κρίση στο μέλλον, ενδεχομένως με ακόμη δυσμενέστερες επιπτώσεις. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η τροφοδότηση της κατανάλωσης με δανεικά είναι περιορισμένη και δεν μπορεί να συνεχιστεί για εκτεταμένο χρονικό διάστημα, όπως το μάθαμε τα τελευταία χρόνια από την εμπειρία των ΗΠΑ, Ελλάδας και άλλων χωρών. Το θέμα με τις δημόσιες επενδύσεις είναι τελείως διαφορετικό. Θα ήταν αδιανόητο να βασιζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα να επενδύει για αγαθά και υπηρεσίες που είναι αναμφιβόλως δημόσιας φύσης, όπως οι πνευματικές (παιδεία, υγεία, δημόσια διοίκηση) και φυσικές (δρόμοι, γέφυρες, περιβαλλοντικός καθαρισμός, κ.α.) υποδομές. Το κριτήριο της καλής και παραγωγικής δημόσιας επένδυσης πρέπει να βασίζεται στο τι δημόσια περιουσιακά στοιχεία δημιουργεί που προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις και γίνονται μαζί μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας. Ένα σύστημα παραγωγής που είναι προβληματικό συνήθως οφείλεται στις εντελώς ελεύθερες και αδέσμευτες αγορές των οποίων οι παίκτες ενδιαφέρονται μόνο για το εύκολο και υψηλό κέρδος. Είναι η ευθύνη του δημόσιου τομέα να τις ελέγχει ώστε η παραγωγική βάση να παραμένει πάντα αποτελεσματική. Με αυτόν το τρόπο αποφεύγονται μελλοντικές επιπτώσεις.
Υπάρχει πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής χωρίς υφεσιακές επιπτώσεις;
Προγράμματα αυστηρής δημόσιας οικονομικής προσαρμογής πάντα φέρνουν υφεσιακές επιπτώσεις γι’ αυτό και δεν πρέπει να εφαρμόζονται. Το έχει άλλωστε δείξει η εμπειρία στις χώρες που εφαρμόστηκαν. Το ΔΝΤ που συνήθως εφαρμόζει αυτά τα προγράμματα έχει αποτύχει παταγωδώς και όμως συνεχιζει την εφαρμογή τους διότι κατευθύνεται όχι από οικονομική πραγματικότητα αλλά από οικονομική ιδεολογία με την μορφή θρησκείας. Υπάρχουν όμως προγράμματα βαθμιαίας οικονομικής προσαρμογής που δεν δημιουργούν βαθιά ύφεση όπως στην περίπτωση της χώρας μας. Και όταν εφαρμόζεται δραματική οικονομική προσαρμογή άλλα προγράμματα δημόσιας δαπάνης (κατανάλωση και επένδυση) συνεχίζονται αποτρέποντας τις υφεσιακές και καταστροφικές επιπτώσεις. Κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί οικονομική προσαρμογή τύπου Ελλάδας, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και σε άλλα υπερχρεωμένα κράτη σε περίοδο ύφεσης. Τουναντίον αυτό που παρατηρούμε είναι αύξηση δημοσίων δαπανών.
Κάποιοι θεωρούν ότι ο Νότος είναι αναποτελεσματικός και αντιπαραγωγικός επειδή δεν εφαρμόζει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Άλλοι θεωρούν ότι ο Βορράς, εξ ορισμού λόγω της αρχιτεκτονικής της νομισματικής ένωσης, αναπτύσσεται σε βάρος του Νότου. Εσείς πού εντοπίζετε το πρόβλημα και κατ’ επέκταση τη λύση με στόχο να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις ισχυρές και στις αδύναμες οικονομίες της ΕΕ και της Ευρωζώνης;
Μία χώρα που χρησιμοποιεί ένα ξένο νόμισμα, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική, ιδιαίτερα σε μία ένωση με πολύ διαφορετικές οικονομικές δομές. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, σε σχέση με τις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, έχουν τελείως διαφορετικές πραγματικές οικονομίες που είναι αδύνατον να γίνουν εξίσου ανταγωνιστικές με οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις και αν νομιμοποιήσουν. Το τεχνολογικό περιεχόμενο στην παραγωγή αγαθών είναι πολλάκις μεγαλύτερο στη Γερμανία από αυτό στην Ελλάδα, γι ‘αυτό η παραγωγικότητα του ελληνικού εργατικού δυναμικού είναι σχεδόν το ήμισυ αυτού της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Οι αρχιτέκτονες της νομισματικής ένωσης υπέθεσαν λανθασμένα ότι θα επιτευχθεί σύγκλιση των ιδιαίτερων δομών της πραγματικής οικονομίας των διαφόρων χωρών της Ευρωζώνης και πως όλα τα κράτη μέλη όταν φτάσουν στο επίπεδο του 60% του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ θα κατορθώσουν να έχουν εμπορικά πλεονάσματα, πράγμα το οποίο όπως ήταν αναμενόμενο δεν συνέβη. Τα ελλείμματα που προέκυψαν χρηματοδοτήθηκαν από τράπεζες της Ευρωζώνης που υπερβολικά υποτίμησαν το ρίσκο του δανεισμού, με επακόλουθο τη συσσώρευση μεγάλου δημόσιου χρέους που χαρακτηρίστηκε μη βιώσιμο από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η μόνη λύση του προβλήματος είναι η ριζική αλλαγή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης που θα συμπληρώσει τη νομισματική ένωση με τη δημοσιονομική δημιουργώντας μια Ομοσπονδιακή Ένωση ταυτόχρονα με μία Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ. Μόνον έτσι μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου.
Σε ποιον βαθμό «νομιμοποιείται» μία χώρα να ασκεί οικονομική πολιτική διατηρώντας υψηλά ελλείμματα και υψηλά ποσοστά χρέους; Το υφιστάμενο δόγμα διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης, όπως αυτό εκπορεύεται από το Βερολίνο, εγείρει συν τοις άλλοις ζητήματα ηθικού χαρακτήρα. Στο ίδιο πλαίσιο αναρωτιέται κανείς: είναι βιώσιμη μία ανάπτυξη που πατάει πάνω σε «τρύπες» και χρέη;
Ας μην ξεχνάμε οτι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, εκτός του Λουξεμβούργου και της Φινλανδίας, έχουν μεγαλύτερα επίπεδα δημόσιου χρέους από αυτό που καθορίζει η Συμφωνία του Μάαστριχτ. Δεν είναι λοιπόν θέμα νομιμοποίησης υψηλών ελλειμμάτων και ποσοστών δημόσιου χρέους, τα οποία είναι το αποτέλεσμα μιας ένωσης κρατών με ιδιόρρυθμες οικονομικές δομές τις οποίες δεν έλαβε υπόψη το χρηματοπιστωτικό σύστημα και εκτίμησε κακώς το ρίσκο δανεισμού τους. Η διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης από τη Γερμανία είναι ανήθικη διότι δεν κατανοεί ότι τα εμπορικά πλεονάσματά της ήταν τα ανάλογα ελλείμματα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και άλλων υπερχρεωμένων χωρών. Όπως ανέφερα σε προηγούμενη ερώτηση, ανάπτυξη βασισμένη σε «τρύπες» και «χρέη» μπορεί να είναι αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα, αν δημιουργούνται δημόσια περουσιαστικά στοιχεία που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και όχι πελατειακά θεμέλια επανεκλογής κυβερνήσεων.
Τι διδάγματα μπορεί να αντλήσει η Ε.Ε. από το αμερικανικό μοντέλο ομοσπονδιοποίησης;
Η Ε.Ε. δεν είναι πραγματική ένωση κρατών. Δεν είναι ομοσπονδιακή και πολιτική ένωση όπως οι ΗΠΑ. Και το χειρότερο που συνέβη είναι η δημιουργία νομισματικής ένωσης χωρίς δημοσιονομική ένωση. Η ΟΝΕ αποτελεί το μεγαλύτερο πείραμα διαχωρισμού δημοσιονομικής πολιτικής από το νόμισμα κάθε μέλους - κράτους. Και αποδείχτηκε ένα λανθασμένο σχέδιο ένωσης. Στις ΗΠΑ οι κάτοικοι μερικών πολιτειών, όπως η Νέα Υόρκη, πληρώνουν περισσότερους φόρους σε σύγκριση με άλλες πολιτείες, όπως η Λουισιάνα του Νότου, οι οποίες καταβάλλουν λιγότερους φόρους και λαμβάνουν μεγαλύτερα κονδύλια από την Ουάσιγκτον. Σε περιπτώσεις καταστροφικών γεγονότων -π.χ. πλημμύρες, σεισμοί, κ.ά.- ή ύφεσης, μέσω διάφορων προγραμμάτων, η Ουάσιγκτον στέλνει βοήθεια για την ανακαίνιση κατοικιών ή για την καταβολή επιδομάτων ανεργίας. Τέτοιου είδους θεσμοί δεν υπάρχουν στην Ε.Ε. Αντιστοίχως, δεν υπάρχει ο ομοσπονδιακός θεσμός δημόσιων συντάξεων για το εργατικό δυναμικό. Τέλος, μία προβληματική τράπεζα δεν είναι υπόθεση της κάθε πολιτείας που τυχαίνει να είναι η έδρα της. Είναι πρόβλημα της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας και της Ουάσινγκτον. Και όλες οι τραπεζικές καταθέσεις είναι ομοσπονδιακά ασφαλισμένες, ανεξαρτήτως τράπεζας και πολιτείας. Η Ε.Ε λοιπόν είναι μία ημιτελής ένωση, μία ένωση περισσότερο τελωνειακή. Και όπως έχει αποδειχτεί, δεν είναι μία ένωση ισότιμων μελών.
Ποιες είναι οι προβλέψεις αλλά και οι προτάσεις του Levy Economics Institute για τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα;
Οι προβλέψεις του Levy Economics Institute για τη μεσοπρόθεσμη ανεργία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές. Με την παρούσα πορεία δημιουργίας θέσεων εργασίας θα χρειαστεί περισσότερο από μία δεκαετία για να επανέλθει η ελληνική οικονομία στα επίπεδα απασχόλησης και ανεργίας του 2008. Ο ιδιωτικός τομέας είναι αδύνατον να απορροφήσει τόσο μεγάλο εργατικό δυναμικό χωρίς τη βοήθεια του δημόσιου τομέα, γι’ αυτό και το Levy Institute έχει προτείνει ένα πρόγραμμα εργοδότη ύστατης προσφυγής που έχει εφαρμοστεί και εφαρμόζεται με επιτυχία στη Νότια Κορέα, την Κίνα, τη Χιλή, την Ινδονησία, τη Νότια Αφρική και άλλες χώρες, σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης και υψηλής ανεργίας. Τη 2ετία 2011-12, για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα 5 μηνών, ένα πολύ μικρό παρεμφερές πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας, που αφορούσε 55.000 άνεργους, εκπονήθηκε και στην Ελλάδα. Περισσότεροι από 200.000 άνεργοι αιτήθηκαν να εργαστούν στο πρόγραμμα. Αυτή η ζήτηση εργασίας λέει ξεκαθαρά κάτι σοβαρό, το οποίο η κυβέρνηση πρέπει να λάβει υπόψη της.
Eκτιμάτε ότι σε αυτήν τη φάση το ελληνικό Δημόσιο είναι σε θέση να αντεπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του, τουλάχιστον όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί, χωρίς επιπλέον χρηματοδότηση από τους εταίρους; Πόσο στέρεο είναι κατά τη γνώμη σας το πρωτογενές πλεόνασμα;
Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι βιώσιμο στο τωρινό επίπεδο, πόσο μάλλον στο επίπεδο του 4-4,5% του ΑΕΠ ετησίως που χρειάζεται για την αποπληρωμή των τόκων και αργότερα του κεφαλαίου του δημόσιου χρέους. Όπως παρατηρούμε, το κόστος αυτού του επιτεύγματος είναι τεράστιο και, κατά τις εκτιμήσεις του Levy Institute, θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο - όπως μπορούμε να συμπεράνουμε και από την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Για να επιτευχθεί τέτοιο επίπεδο πλεονάσματος χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη από αυτήν που υπολογίζουν η τρόικα και η κυβέρνηση εν μέσω της συνέχισης των προγραμμάτων λιτότητας. Ακόμη και η αναδιάρθρωση του χρέους που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση δεν θα βοηθήσει. Το συμπέρασμα είναι ότι το ελληνικό δημόσιο δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις στους δανειστές του.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas