Πτωτική πορεία ακολουθεί η εγχώρια κατανάλωση ελαιόλαδου τα τελευταία χρόνια, με ήπιους όμως ρυθμούς, καθώς ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος έχει οδηγήσει τους καταναλωτές σε περικοπή δαπανών ακόμα και για βασικά είδη διατροφής.
Τα παραπάνω προκύπτουν από πρόσφατη μελέτη Infobank Hellastat Α.Ε., στην οποία εξετάζεται η εγχώρια αγορά παραγωγής και τυποποίησης ελαιολάδου. Προκύπτει επίσης ότι η κατανάλωση την περίοδο 2012/2013 εκτιμάται ότι σταθεροποιήθηκε στους 200.000 τόνους, ενώ την τρέχουσα περίοδο προβλέπεται περαιτέρω κάμψη.
Η μείωση προέρχεται κυρίως από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα, καθώς οι καταναλωτές προτιμούν σε μεγάλο βαθμό χύμα ελαιόλαδο. Επίσης, η κατανάλωση ελαιόλαδου ιδιωτικής ετικέτας αυξάνεται διαρκώς λόγω της χαμηλότερης τιμολόγησής του, με συνέπεια οι τυποποιητές επώνυμων κωδικών να υφίστανται έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις.
Σύμφωνα με την Infobank Hellastat, την περίοδο 2012/2013 η εγχώρια παραγωγή εκτιμάται ότι ανέκαμψε, ανερχόμενη στους 357.900 τόνους, καταγράφοντας δηλαδή αύξηση 22%. Ωστόσο, εκτιμάται ότι το 2013/2014 θα σημειωθεί μεγάλη πτώση κατά 62%, στους 135.500 τόνους, λόγω κυρίως των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν. Μάλιστα, η πτώση σε αρκετές από τις κύριες ελαιοπαραγωγικές περιοχές θα ξεπεράσει το 50%.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα για την εγχώρια αγορά αποτελεί η παράνομη διακίνηση χύμα ελαιόλαδου λόγω του περιορισμένου βαθμού τυποποίησης (στην Ελλάδα τυποποιείται μόνο το 20% της παραγωγής), με συνέπεια το μερίδιο αγοράς των επώνυμων προϊόντων είναι αρκετά μικρότερο σε σχέση με το μέγιστο δυνατό.
Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο Κάτση, διευθύνοντα σύμβουλο της Infobank Hellastat, «οι προοπτικές του κλάδου είναι θετικές, εφόσον όμως περιοριστεί η διακίνηση χύμα ελαιόλαδου μέσω αποτελεσματικών μηχανισμών και ενισχυθεί το μερίδιο αγοράς του επώνυμου προϊόντος. Η ανοδική πορεία των εμφιαλωμένων κωδικών θα ενισχύσει την αξιοπιστία του κλάδου, ενώ θα προσδώσει στην ελληνική παραγωγή την προστιθέμενη αξία που της λείπει σήμερα».