Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Eκτός της διαπραγμάτευσης για τα μέτρα μείωσης του δημόσιου χρέους μένουν τα δάνεια του EFSF και σε συνδυασμό με την de facto εξαίρεση και των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι προσδοκίες για να τεθεί σε βιώσιμη τροχιά το δημόσιο χρέος περιορίζονται δραματικά.
Από το σύνολο των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα μέχρι τώρα, από Ευρωζώνη, EFSF και ΔΝΤ, συνολικού ύψους 223,1 δισ. ευρώ, οι ουσιαστικές παρεμβάσεις περιορίζονται στο ποσό των 52,9 δισ. ευρώ.
EPA
Ο επικεφαλής του EFSF Κλάους Ρέγκλινγκ άφησε ανοικτό μόνο το ενδεχόμενο επιμήκυνσης, το οποίο, όπως είπε, θα επιφέρει οφέλη μετά από 25 χρόνια.
Ο επικεφαλής του EFSF Κλάους Ρέγκλινγκ ξεκαθάρισε ότι δεν μπορεί να γίνει μείωση των επιτοκίων των δανείων που έχει χορηγήσει ο EFSF, αφήνοντας μόνο ανοιχτό το ενδεχόμενο επιμήκυνσης, το οποίο όμως είπε πως θα επιφέρει οφέλη μετά από 25 χρόνια.
«Σε σχέση με την επέκταση της ωρίμανσης των ομολόγων, αυτό θα μπορούσε να γίνει, αλλά θα έχει επίπτωση στον προϋπολογισμό μετά από 25 χρόνια. Το κέρδος των ελληνικών αρχών από τους τρέχοντες όρους είναι ήδη τεράστιο και το αναγνωρίζουν αυτό και οι ελληνικές αρχές. Αν υπάρχει χώρος για μειώσεις επιτοκίων, αυτός είναι στα διμερή δάνεια προς την Ελλάδα», δήλωσε ο κ. Ρέγκλινγκ την προηγούμενη εβδομάδα.
Τα δάνεια
Από το Μάιο του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2014 η Ελλάδα έχει λάβει δάνεια από το μηχανισμό στήριξης συνολικού ύψους 223,1 δισ. ευρώ.
Τα δάνεια εντάσσονται σε δύο χρηματοδοτικά προγράμματα. Στο πρώτο που εφαρμόστηκε από το Μάιο του 2010 και αρχικά ήταν ύψους 110 δισ. ευρώ. Η υλοποίησή του διακόπηκε το Δεκέμβριο του 2011, επειδή κρίθηκε ανεπαρκές αλλά και λόγω του PSI που είχε σχεδιαστεί προέκυπταν νέες ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτό, από το πρώτο πακέτο χορηγήθηκαν 73 δισ. ευρώ, ήτοι 52,9 δισ. ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης και 20,1 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ. Αρχές του 2012, λόγω του PSI, εγκρίθηκε νέο χρηματοδοτικό πακέτο, το οποίο απορρόφησε και το μέρος του πρώτου προγράμματος, που δεν εκταμιεύτηκε (37 δισ. ευρώ). Είχε όμως μια σημαντική διαφορά από το πρώτο πρόγραμμα, καθώς τα δάνεια δεν είναι πλέον διμερή, αλλά εκταμιεύονται από τον EFSF. Η υλοποίησή του είναι ακόμη σε εξέλιξη και μέχρι τώρα έχουν εκταμιευτεί (μαζί με την τελευταία εγκεκριμένη δόση από το ΔΝΤ ύψους 3,4 δισ. ευρώ) 150,1 δισ. ευρώ. Η κατανομή των συνολικών δανείων ανά φορέα είναι η ακόλουθη:
-
Από τις χώρες της Ευρωζώνης (διμερή δάνεια) έχουν εκταμιευτεί 52,9 δισ. ευρώ. Με βάση τα σενάρια που κυοφορούνται, είναι το τμήμα των δανείων που επιδέχονται παρεμβάσεις, όπως μειώσεις του επιτοκίου αλλά και επιμήκυνση της διάρκειάς τους, η μέγιστη σε 50 χρόνια, από 30 χρόνια που είναι σήμερα.
-
Από τον EFSF εκταμιεύτηκαν 139,9 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Ρέγκλινγκ, στα δάνεια αυτά δεν μπορεί να γίνει μείωση επιτοκίου, επειδή είναι το χαμηλότερο δυνατό (κόστος χρηματοδότησης του EFSF + έξοδα), ενώ, όπως ο ίδιος εκτιμά, εάν γίνει επιμήκυνση το όφελος θα φανεί μετά από 25 χρόνια.
-
Από το ΔΝΤ έχουν εκταμιευτεί 30,3 δισ. ευρώ, αλλά με βάση το καταστατικό του Ταμείου τα δάνεια αυτά δεν επιδέχονται καμίας διευκόλυνσης ούτε σε επίπεδο επιτοκίων ούτε διάρκειας, ούτε βέβαια «κουρέματος».
Οι πιθανές αστοχίες
Οι αστοχίες που «βλέπει» το ΔΝΤ ότι μπορούν να συμβούν και να ανατρέψουν την αποκλιμάκωση του χρέους είναι:
1. Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ είναι χαμηλότεροι από τις προβλέψεις για 2 διαδοχικά χρόνια, αρχής γενομένης από το 2015.
Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώνεται πιο αργά και η ασθενέστερη δημοσιονομική προοπτική οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια. Το αποτέλεσμα μετριάζεται από τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση. Στην περίπτωση αυτή, ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.
Εάν, μάλιστα, το ΑΕΠ αυξηθεί με ρυθμό χαμηλότερο των προβλέψεων κατά 1% κάθε χρόνο μέχρι το 2020, το χρέος τότε (το 2020) θα είναι υψηλότερο κατά 10 μονάδες του ΑΕΠ.
2. Πρωτογενή πλεονάσματα: Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει επιτευχθεί πλήρως και εφόσον δεν ολοκληρωθεί, αποτέλεσμα θα είναι το πρωτογενές ισοζύγιο να παραμείνει στο 2,5% του ΑΕΠ από το 2015 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα υποχωρήσει πολύ πιο αργά, ενώ θα αυξηθούν και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες.
3. Επιτόκιο: εάν το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους αυξηθεί κατά 200 μ.β. πάνω από το στόχο, απειλείται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η επίπτωση μετριάζεται από τη συνεχιζόμενη κρατική χρηματοδότηση (Ευρωζώνη).
4. Τράπεζες: Τυχόν νέα ανάγκη διάσωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες.
5. Το εξωτερικό χρέος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά. Το ακαθάριστο χρέος, που σήμερα είναι 233% του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 160% το 2020. Μακροοικονομικές κρίσεις και οι αποκλίσεις πολιτικής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητική δυναμική.
6. Μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μια αργή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που προκύπτει από την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και να επιδεινώσει τις βασικές προβλέψεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως. Ο λόγος του χρέους θα παραμείνει σε πτωτική πορεία, αλλά θα είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σχέση με την αρχική τιμή (στόχο) κατά το 2020.
7. Αποπληθωρισμός: Μείωση του πληθωρισμού κατά 1% από το στόχο θα οδηγήσει σε επιβάρυνση του λόγου χρέους/ΑΕΠ κατά πέντε μονάδες.
8. Αποκλίσεις στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είναι κατά 50% μικρότερα των προβλεπομένων, θα υπάρξει επιβάρυνση του χρέους κατά τέσσερις μονάδες του ΑΕΠ.
9. Συνδυασμός όλων ή μερικών από τους παραπάνω αρνητικούς παράγοντες θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος εκτός τροχιάς βιωσιμότητας.
Τo «κούρεμα»
Σε ό,τι αφορά το «κούρεμα», που θα έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα του χρέους, το ΔΝΤ το ενθαρρύνει, η Ευρωζώνη το απορρίπτει και η Ελλάδα δεν το θέτει, τουλάχιστον επισήμως.
Στο πλαίσιο αυτό, το επικρατέστερο σενάριο που προβλέπει μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, θα μειώσει τις πληρωμές για τόκους στα επόμενα χρόνια, τα χρεολύσια μετά από μία δεκαετία, αλλά θα διατηρήσει το ύψος του χρέους σε υψηλά επίπεδα, από το σημερινό 175% του ΑΕΠ θα μειωθεί το 2020 στο 128% του ΑΕΠ, όσο ήταν το 2009, πριν η Ελλάδα ενταχθεί στο μνημόνιο.
Επίσης η συζήτηση για το ελληνικό χρέος μετατίθεται για το φθινόπωρο και με όρους την εκπλήρωση των προαπαιτούμενων των μνημονίων και των μεταρρυθμίσεων.
Οι προοπτικές κατά το ΔΝΤ
Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές τώρα, με το βασικό (καλό) σενάριο, που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του ΔΝΤ, το χρέος θα διαμορφωθεί στο 128% του ΑΕΠ το 2020, χωρίς τα πρόσθετα μέτρα που έχουν δεσμευτεί να εφαρμόσουν οι εταίροι, και το 2022 θα μειωθεί στο 117% του ΑΕΠ, ποσοστά υψηλότερα των αρχικών εκτιμήσεων (124% και κάτω από 110% του ΑΕΠ). Ειδικότερα το Ταμείο εκτιμά πως:
-
Το ύψος του χρέους και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες θα αρχίσουν να υποχωρούν προς το 128% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και το 117% το 2022, αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσπάθειας και την επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
-
Ενώ οι αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα μειώθηκαν, εξακολουθούν να είναι υψηλές και να αποτελούν κίνδυνο για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διατηρησιμότητα. Αλλωστε, σημειώνει ότι η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλες διάρκειες, η οποία μετριάζει επίσης τους κινδύνους από εξωτερική χρηματοδότηση.
-
Ανάπτυξη. Μέχρι το 2012 τα αποτελέσματα της ανάπτυξης ήταν χειρότερα από τα προβλεπόμενα, ως αποτέλεσμα των απρόβλεπτων πολιτικών εξελίξεων και των σχετικών επιπτώσεων στην εμπιστοσύνη. Ωστόσο, οι πολιτικές και οι κοινωνικές συνθήκες βελτιώθηκαν (κατά το ΔΝΤ) και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη, που θα ξεκινήσει εντός του 2014, είναι πιο αισιόδοξες.
-
Δημοσιονομική προσαρμογή. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ήδη λάβει χώρα, υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των στόχων. Η επιστροφή στην ανάπτυξη θα κάνει το έργο ευκολότερο, αλλά διατηρώντας τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος στο περίπου 4% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια μπορεί ακόμα να αποδειχθεί δύσκολη.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]