«H είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν ένα τεράστιο ιστορικό σφάλμα και για τις δύο πλευρές, ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερο σφάλμα με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία θα ήταν μία σημερινή ‘έξοδος’», εκτιμά ο οικονομολόγος Δημήτρης Ιωάννου σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (3ο και τελευταίο μέρος), ο οποίος προκρίνει τη λύση της μεγαλύτερης δυνατής βελτίωσης του κοινού νομίσματος μέσω της θεσμικής μεταρρύθμισης.
Είπε στο naftemporiki.gr
-
Αν η Ελλάδα εγκατέλειπε σήμερα την Ευρωζώνη, μία από τις πιθανές καταλήξεις, και μάλιστα όχι η περισσότερο κακή, θα ήταν να αναγκαστεί τελικά να επιστρέψει εσπευσμένα, αυτήν τη φορά, σε θέση «δόκιμου» μέλους.
-
Η μόνη θετική διέξοδος που υπάρχει -πιστεύω πως- είναι η θεσμική μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης κατά τρόπο που θα απομειώνει αισθητά τις «αιχμηρές» πλευρές της λειτουργίας της, οι οποίες βεβαίως θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
-
Οι μεγάλοι ηγέτες δεν διαβάζουν οικονομικά papers για να λάβουν τις αποφάσεις τους, αλλά ενεργούν με άλλα κίνητρα και κριτήρια, και γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε -ενίοτε- υποπίπτουν στο αμάρτημα της υπέρμετρης αισιοδοξίας.
-
Η ελληνική κοινωνία πάσχει σήμερα διότι έχει υποστεί μία διαρθρωτική κατάρρευση του εισοδηματικού της ιστού. Ο συνδυασμός της και με μία κατάρρευση του νομισματικού της συστήματος θα έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην αποσταθεροποίησή της
-
Ο επιχειρηματίας που αντιμετώπιζε κρίση, απέναντι στην προοπτική να ανταγωνιστεί τα θηρία της διεθνούς αγοράς, προτιμούσε να μεταφέρει τα κεφάλαια και τις δραστηριότητες στον τομέα των “διεθνώς μη εμπορευσίμων”, που προσέφεραν πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις, με πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα. Έως το 2009 φυσικά.
-
Οι κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης δεν θα δέχονταν ποτέ τη δημιουργία μίας «ένωσης δημοσιονομικών μεταφορώ»” μέσω της οποίας θα μεταφέρονταν εισοδήματα στις αποτυχημένες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης.
-
Τυχόν προσπάθεια δημιουργίας των «Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης» θα ήταν μία τυχοδιωκτική προσπάθεια «φυγής προς τα εμπρός».
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος και σύμβουλος στο υπουργείο Εξωτερικών. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για θέματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, καθώς και για θέματα ανάπτυξης, νομισματικών σχέσεων και νομισματικής πολιτικής, εξωτερικού εμπορίου και διεθνών οικονομικών σχέσεων. Πιο πρόφατες δημοσιεύσεις του: «Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας», Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Απριλίου 2013, (διαθέσιμο και στο διαδίκτυο), «Θύμα λιτότητας η Ελλάδα ή «ολλανδικής ασθένειας»;», (μαζί με τον Χρήστο Α. Ιωάννου), Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2013, (διαθέσιμο και στο διαδίκτυο), «Η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας», (μαζί με τον Κωνσταντίνο Γάτσιο), Επιθεώρηση Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τεύχος 29, Ιούλιος-Οκτώβριος 2013, εκδόσεις Παπαζήση, (διαθέσιμο και στο διαδίκτυο). «Μισθοί και εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα», (μαζί με τον Χρήστο Α. Ιωάννου), Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Δεκεμβρίου 2013-Ιανουαρίου 2014. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι καθαρά προσωπικές.
Βρίσκεστε ανάμεσα στους αναλυτές οι οποίοι θεωρούν καταστροφική μία έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Χαρακτηρίζετε καταστροφικό αυτό το ενδεχόμενο δεδομένου ότι ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και η Ελλάδα είναι ήδη μέλος της Ευρωζώνης; Με άλλα λόγια, θα ήταν ίσως καλύτερα η Ελλάδα να μην είχε προβεί σε εκείνη την απόφαση εκείνη την περίοδο; Σας ρωτώ, γιατί σύμφωνα με αρκετές αναλύσεις εντός και εκτός Ελλάδας, η ελληνική οικονομία δεν ήταν πραγματικά έτοιμη το 2001.
Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή. Όπως όλοι καταλαβαίνουν σήμερα, έστω και αν λίγοι το ομολογούν ευθέως, η είσοδος της Ελλάδας στην Eυρωζώνη ήταν ένα τεράστιο ιστορικό σφάλμα -και για τις δύο πλευρές, δηλαδή και για την Ελλάδα και για την Eυρωζώνη. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι τώρα η Ελλάδα θα έπρεπε να προσπαθήσει να εξέλθει από την Eυρωζώνη και να εισάγει εκ νέου ένα εθνικό νόμισμα. Κάτι τέτοιο, στις παρούσες συνθήκες, πιστεύω ότι θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο σφάλμα και θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Μπορεί να φανεί παράδοξο, αλλά μία από τις πιθανές καταλήξεις, και μάλιστα όχι η περισσότερο κακή, μίας τέτοιας απόπειρας “εξόδου”, θα ήταν να αναγκασθεί η Ελλάδα τελικά να επιστρέψει εσπευσμένα, ξανά, στην Eυρωζώνη, σε θέση “δόκιμου” μέλους τη φορά αυτή.
Η απόφαση της εισόδου στην Ευρωζώνη ήταν οικονομικά καταστρεπτική διότι με αυτήν, μέσω του κοινού νομίσματος, η Ελλάδα, μία οικονομία με σημαντικές δομικές ανεπάρκειες και, κυρίως, ασθενή παραγωγική βάση, με τον τρόπο αυτό ενσωμάτωσε μία σχέση μεταξύ “διεθνώς εμπορευσίμων” και “διεθνώς μη εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών η οποία δεν αντιστοιχούσε στο δικό της επίπεδο παραγωγικότητας, αλλά στο πολύ υψηλότερο επίπεδο (σταθμισμένης) μέσης παραγωγικότητας των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης: με μέσο “οικονομικού λογισμού” το ευρώ, τα “διεθνώς εμπορεύσιμα” ήταν πλέον πολύ φθηνά σε σχέση με τα “διεθνώς μη εμπορεύσιμα”, και τα περιθώρια κέρδους των ελληνικών επιχειρήσεων περιορίσθηκαν αισθητά. Από το 1999 έως το 2009, μπορεί να μεσολάβησαν πολλά, όπως η ακόμη πιο ισχυρή είσοδος της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, η παράλογα “γενναιόδωρη” στάση των διεθνών αγορών προς την Ελλάδα, τα απίστευτα σφάλματα οικονομικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων που προφανώς αγνοούσαν πλήρως τι σημαίνει “νομισματική ένωση” και τι συνεπάγεται. Όμως, περισσότερο και από όλα αυτά, η υποτείνουσα αιτία της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας, της πτώχευσης χιλιάδων παραγωγικών επιχειρήσεων ή της μεταφοράς τους στις βαλκανικές χώρες, ήταν η, εν τοις πράγματι, υψηλή πραγματική συναλλαγματική οικονομία με την οποία βρέθηκαν υποχρεωμένες να λειτουργούν. Κάποιες ελπίδες ότι αυτό θα ανάγκαζε τις ελληνικές επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν στην νέα πραγματικότητα γενόμενες περισσότερο παραγωγικές αποδείχθηκαν φρούδες για έναν πολύ απλό λόγο: αντί να κάθεται να χολοσκάει ο επιχειρηματίας που αντιμετώπιζε κρίση, ανταγωνιζόμενος τα θηρία της διεθνούς αγοράς, προτιμούσε να μεταφέρει τα κεφάλαιά του και τις δραστηριότητές του στον τομέα των “διεθνώς μη εμπορευσίμων” που προσέφεραν πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις, με πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα-έως το 2009 φυσικά.
Στον διάλογο που προηγήθηκε της εισόδου στην Ευρωζώνη είναι εντυπωσιακό πόσο απούσα ήταν ακόμη και η παραμικρή προσπάθεια κριτικής σκέψης. Όλοι ενεργούσαν σαν υπνωτισμένοι από το όραμα του λαμπρού μέλλοντος, με την Ελλάδα μέλος του “σκληρού πυρήνα” της Ευρώπης, σύμφωνα με την αγαπημένη τότε επωδό της επικρατούσας ονείρωξης. Αν υπάρχει κάτι πραγματικά άδικο, αυτό είναι ότι σήμερα η χλεύη και το όνειδος που δέχεται η χώρα δεν επιμετράται και δεν κατανέμεται ευθύδικα στους τότε λεοντιδείς της ευρωπαϊστικής κενολογίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, για να μην ξεχνάμε και τι κοινωνία είμαστε στην πραγματικότητα, ας σκεφθούμε και το τι θα είχε γίνει αν οι πολιτικοί υπεύθυνοι της εποχής επέλεγαν τη σωστή λύση της μη συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Αυτοί οι ίδιοι οι οποίοι σήμερα εκστρατεύουν εναντίον του «ναζισμού» της κυρίας Μέρκελ και οργανώνουν κίνημα εθνικής αντίστασης εναντίον των «κατοχικών δυνάμεων» του κυρίου Τόμσεν, θα είχαν εξεγερθεί και τότε υψώνοντας οδοφράγματα εναντίον των «προδοτών» που προφανώς υπακούοντας στα κελεύσματα των γνωστών σκοτεινών κύκλων “θα είχαν υπονομεύσει και απεμπολήσει την ιστορική μοναδική ευκαιρία να καταστεί η Ελλάδα, άπαξ και δια παντός, μια αναπτυγμένη χώρα και μέλος της κλειστής λέσχης των ισχυρών κλπ”. Σε μία καθυστερημένη χώρα και μία αρχαϊκή κοινωνία, τόσο η καταστροφή όσο και η σωτηρία πρέπει πάντοτε να εκκινούν από το εξωτερικό.
Γιατί η προσπάθεια εξόδου από το Ευρώ θα ήταν αποτυχημένη και καταστροφική; Για τον απλό λόγο ότι και μετά από την τυπική έξοδο από την Ευρωζώνη και την εισαγωγή της “νέας δραχμής”, η οικονομία θα συνέχιζε να λειτουργεί με μέτρο αποτίμησης των αξιών το ευρώ. Όταν συνυπάρχουν δύο νομίσματα σε μία οικονομία -και θα συνυπάρχουν για πολύ καιρό σε κάθε περίπτωση- συμβαίνουν δύο πράγματα. Από τη μία πλευρά το κακό νόμισμα διώχνει το καλό από την κυκλοφορία, διότι ο κάθε ένας προσπαθεί να ξεφορτωθεί το κακό, έστω και με έκπτωση, διότι ξέρει ότι την επόμενη ημέρα ή εβδομάδα η αγοραστική του αξία θα είναι ακόμη μικρότερη. (Έτσι, το κακό νόμισμα υφίσταται συνεχώς υποτιμητικές πιέσεις). Από την άλλη πλευρά, το καλό νόμισμα διώχνει το κακό από τον οικονομικό λογισμό. Κανείς δεν θέλει να αποτιμά τα στοιχεία του ενεργητικού του σε ένα νόμισμα που είναι σαφές ότι χάνει συνέχεια σε αξία, αλλά ούτε θα αποταμίευε ποτέ τον πλούτο του σε αυτό. (Έτσι κι αλλιώς, η πρωτοκαθεδρία του Ευρώ στον οικονομικό λογισμό, στην περίπτωση της Ελλάδας θα ήταν ιδιαίτερα εύκολη: όλη η ελληνική οικονομία είναι ήδη αποτιμημένη σε Ευρώ). Η οικονομική ιστορία είναι γεμάτη από παρόμοιες περιπτώσεις και η Ελλάδα έχει δύο πολύ πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα. Στην Κατοχή, ως μέτρο αποτίμησης και μέσο συναλλαγών για κάθε αντικείμενο που δεν ήταν εντελώς ευτελούς αξίας, δεν χρησίμευε το πληθωριστικό νόμισμα των κατοχικών αρχών αλλά το ελαιόλαδο. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, στην περίοδο του υπερ-πληθωρισμού 1944-1953, πραγματικό νόμισμα αποταμίευσης και συναλλαγής δεν ήταν η πληθωριστική δραχμή αλλά η χρυσή αγγλική λίρα. Αυτό θα συμβεί και με τυχόν έξοδο από την Ευρωζώνη και με εισαγωγή της “νέας δραχμής”. Κανείς δεν θα αγοράζει και δεν θα πουλά με τίμημα σε δραχμές, εκτός αν πρόκειται για τσίχλες και χαρτομάντηλα. Όλες οι σοβαρές αποτιμήσεις και συναλλαγές θα γίνονται με μέτρο αξίας και μέσο ανταλλαγών το ευρώ. (Πράγμα που ενδεχομένως θα τις καθιστά και παράνομες!). Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν θα υπάρχει ούτε τραπεζικό σύστημα ούτε τραπεζική πίστη και κατά συνεπείαν δεν θα υπάρχουν ούτε επενδύσεις ούτε ανάπτυξη. Εκτός βεβαίως εάν επιτραπεί να λειτουργεί δυαδικό-παράλληλο τραπεζικό σύστημα τόσο σε ευρώ, όσο και σε δραχμές -αλλά τότε τι νόημα θα έχει η έξοδος από την Ευρωζώνη; Κανείς πάντως δεν θα τοποθετεί σε δραχμικές καταθέσεις στην τράπεζα τις αποταμιεύσεις του, διότι δεν θα γνωρίζει ποια αγοραστική δύναμη θα έχουν πραγματικά όταν επιχειρήσει να τις αποσύρει. Από όποια άποψη και αν το δει κανείς, η προσπάθεια εισαγωγής νέου εθνικού νομίσματος στις παρούσες συνθήκες κρίσης, το πλέον πιθανό είναι ότι θα οδηγούσε σε διακοπή του μεγαλύτερου μέρους των οικονομικών και παραγωγικών λειτουργιών στην χώρα και σε μία απίστευτη κοινωνική τραγωδία. Και ίσως, επόμενο βήμα σωτηρίας θα ήταν να κηρύξει η ελληνική κυβέρνηση, εκ νέου αλλά μονομερώς πλέον, το Ευρώ σαν εθνικό νόμισμα. Τότε η Ελλάδα θα ήταν πλέον μία χώρα σαν το Μαυροβούνιο, η οποία επίσης χρησιμοποιεί το Ευρώ σαν εθνικό της νόμισμα, πλην όμως δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ούτε έχει δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων της ΕΚΤ. (Βεβαίως, μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά ο μόνος τρόπος, ίσως, για την Ελλάδα να εισάγει ένα εθνικό νόμισμα με επιτυχία θα ήταν εάν καθιέρωνε και πάλι τον “κανόνα χρυσού”, έστω και με όλα τα μειονεκτήματα που αυτός έχει ως νομισματικό σύστημα. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η Τράπεζα της Ελλάδας διαθέτει σε χρυσό μία ισχνή ποσότητα που είναι υποπολλαπλάσια εκείνης που θα απαιτείτο για τη δημιουργία μίας επαρκούς νομισματικής κυκλοφορίας. Έτσι, με την εισαγωγή του, το νέο σύστημα θα οδηγούσε αυτομάτως σε μία in vivo επανάληψη της Great Depression).
Θα ήταν πολύ ωραίο εάν η Ελλάδα μας, όπως ένας ήρωας σε έργο του Frank Capra, ξυπνούσε ένα πρωί και διαπίστωνε ότι ο χρόνος ήταν 2000 και όσα είχε δει προηγουμένως δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης που ο προστάτης άγγελός της είχε στείλει στον ύπνο της για να την προειδοποιήσει για τα δεινά που την αναμένουν από την αστόχαστη επιθυμία της να γίνει μέλος της Ευρωζώνης, μίας νομισματικής ένωσης δηλαδή τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν είναι σύστοιχα με τις δομικές ιδιομορφίες της οικονομίας της. Όμως, δυστυχώς, είναι 2014 και η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια για εθνική σωτηρία μέσα στο Ευρώ. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο το πράττουν είτε κινούμενοι από έναν αχαλίνωτο πολιτικό καιροσκοπισμό, είτε διαπνεόμενοι από απέραντη αφέλεια και άγνοια για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία. Για τους πρώτους δεν υπάρχει τίποτα να πει κανείς-απλά πρέπει να τους καταγγείλει. Στους δεύτερους, όμως, πρέπει να εξηγήσει ότι η πορεία “μετάβασης” από το Ευρώ στη Δραχμή, σε συνθήκες κρίσης, θα είναι απολύτως καταστρεπτική. Η ελληνική κοινωνία πάσχει σήμερα διότι έχει υποστεί μία διαρθρωτική κατάρρευση του εισοδηματικού της ιστού. Ο συνδυασμός της και με μία κατάρρευση του νομισματικού της συστήματος θα έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην αποσταθεροποίησή της.
Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι μπορεί να φταίει για την ελληνική κρίση η ίδια η δημιουργία της Ευρωζώνης; Ήταν αυτή επαρκώς τεκμηριωμένη οικονομικά ή αποτέλεσε περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε προϊόν πολιτικής έμπνευσης;
Για τα κακοπαθήματά μας ευθυνόμαστε αποκλειστικά εμείς και ουδείς άλλος. Πιστεύω ειλικρινά ότι όποιος ισχυρίζεται κάτι διαφορετικό και επιρρίπτει ευθύνες σε εξωτερικούς παράγοντες είναι εχθρός του έθνους και της πατρίδας. Προσπαθεί να την αφοπλίσει έναντι του χειρότερου εχθρού της που είναι ο ίδιος της ο εαυτός.
Η προηγούμενη διαπίστωσή μου δεν αλλάζει το γεγονός ότι η δημιουργία της Ευρωζώνης, στον χρόνο και με τον τρόπο που έγινε ήταν άστοχη και λανθασμένη. Και με την Ευρωζώνη, όμως, ισχύει κάτι παρόμοιο με εκείνο που ισχύει για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Ευρώ. Η δημιουργία της ήταν λάθος, αλλά θα είναι ακόμη μεγαλύτερο λάθος η διάλυσή της. Η μόνη θετική διέξοδος που υπάρχει πιστεύω πως είναι η θεσμική μεταρρύθμισή της κατά τρόπο που θα απομειώνει αισθητά τις “αιχμηρές” πλευρές της λειτουργίας της, οι οποίες βεβαίως θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν είναι λειτουργικά βέλτιστο, για να πω το λιγότερο, όλες αυτές οι χώρες, με τόσο διαφορετικά συστήματα και οικονομικές δομές να λειτουργούν με μία Κεντρική Τράπεζα και ένα ενιαίο επιτόκιο. (Ειδικά, μάλιστα, όταν η Τράπεζα πάσχει από τόσο μεγάλη πνευματική αρτηριοσκλήρωση, αδυνατώντας να κατανοήσει την πραγματικότητα δεδομένου ότι τα μέλη της είναι ψυχοσυναισθηματικά καθηλωμένα στο γερμανικό 1920, το οποίο, από μόνο του, δεν είναι καλός οδηγός για να αντιληφθεί κανείς πως λειτουργεί η οικονομία).
Η δημιουργία της Ευρωζώνης ήταν ένα καθαρά πολιτικό πρόταγμα, ευγενές και φιλόδοξο, μόνο που οι πολιτικοί ηγέτες οι οποίοι τη θεμελίωσαν δεν έδιναν δεκάρα για οικονομικές θεωρίες. Σε αντίθεση μάλιστα με τους προκατόχους τους που ήταν οικονομολόγοι, τόσο ο Μιτεράν όσο και ο Κολ ήταν απολύτως αδαείς στα οικονομικά. Άλλωστε, θα πρέπει να πούμε ότι και η οικονομική θεωρία δεν ήταν μονοδιάσταστα αντίθετη στη δημιουργία της Ευρωζώνης. Οι περισσότεροι αναλυτές τόνιζαν, βεβαίως, ότι δεν υπάρχει κάποια “άριστη νομισματική περιοχή” μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης και συνεπώς το πείραμα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Υπήρχαν όμως και οι αισιόδοξοι. Οι καθηγητές Frankel και Rose δημοσίευσαν μία περίφημη μονογραφία το 1996 πείθοντας πολλούς συναδέλφους τους ότι η δομική σύγκλιση των οικονομιών δεν χρειάζεται να προηγείται της εισόδου τους στη νομισματική ένωση αλλά μπορεί να γίνει “ενδογενώς” μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων συναλλαγών. Η άποψη αυτή, μάλιστα, διδασκόταν σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης ως οικονομική ορθοδοξία, έως το 2009, είχε δε τους πλέον φανατικούς οπαδούς της στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν φταίει η θεωρία για τα λάθη της πολιτικής. Οι μεγάλοι ηγέτες άλλωστε δεν διαβάζουν οικονομικά papers για να πάρουν τις αποφάσεις τους, αλλά ενεργούν με άλλα κίνητρα και κριτήρια και γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, ενίοτε, υποπίπτουν στο αμάρτημα της υπέρμετρης αισιοδοξίας.
Τυχόν διάλυση της Ευρωζώνης, όμως, θα ήταν πράξη παραλογισμού για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Πρώτον, διότι, κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο μεγάλο θα είναι το χάος που θα προκληθεί και πόσο καταστρεπτικές θα ήταν οι επιπτώσεις, και σε πόσο βάθος χρόνου θα εκτείνονταν. Δεύτερον, διότι,] -και αυτό είναι το καταπληκτικό- αν και όταν η Ευρώπη ισορροπούσε και πάλι κάποια στιγμή, τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε θα ήταν παρεμφερή, έστω και υπό άλλο νομισματικό σύστημα! Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει μία μελέτη που συγκρίνει το “πριν” με το “μετά”, η Ιταλία το 1990 εκαλείτο να δανεισθεί με αυξημένο συγκριτικά επιτόκιο διότι οι αγορές δεν την εμπιστεύονταν επειδή η Κεντρική της Τράπεζα διέθετε το εκδοτικό προνόμιο (και θα μπορούσε να δημιουργήσει πληθωρισμό). Το 2014 καλείται να δανεισθεί πάλι με συγκριτικά αυξημένο επιτόκιο για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή η Κεντρική της Τράπεζα δεν διαθέτει -πλέον- το εκδοτικό προνόμιο (και κινδυνεύει με αντιπληθωρισμό)! Υπό τις συνθήκες αυτές είναι προφανές ότι η βέλτιστη λύση, στην παρούσα κατάσταση, θα ήταν μία ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης που θα είχε σαν σκοπό, (κατά την γνώμη μου μέσω της δημιουργίας ενός “υβριδικού” και γι’ αυτό τον λόγο ευέλικτου συστήματος) να θεραπεύσει όσα στοιχεία ανισορροπίας περιέχει το παρόν σύστημα και, πολύ εύκολα στην πρώτη δυσκολία, σπρώχνουν την οικονομία προς εκείνα τα σημεία που ονομάσθηκαν bad equilibria.
Θεωρείτε ότι θα έλυνε πολλά από τα ελληνικά προβλήματα μία μεγαλύτερη ενοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενδεχομένως στα πρότυπα των ΗΠΑ; Κάποιοι έχουν μιλήσει για την ανάγκη δημιουργίας Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργήθηκαν από πληθυσμούς που ήταν προσανατολισμένοι προς το μέλλον, με την έννοια ότι, οι περισσότεροι από αυτούς, έφευγαν από την Ευρώπη για να αφήσουν για πάντα πίσω τους τα ιστορικά βιώματα που είχαν αποκτήσει εκεί εξ αιτίας της εθνοτικής, θρησκευτικής ή πολιτισμικής τους ιδιοπροσωπίας. Αυτός ήταν ο ιστορικοψυχικός δεσμός που τους βοήθησε να αποκτήσουν ενιαία εθνική συνείδηση. Και πάλι όμως, για τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης των ΗΠΑ, αλλά και για τη δημιουργία της “ζώνης δημοσιονομικών μεταφορών” -γιατί αυτό κρύβεται πραγματικά πίσω από την οραματική αναφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης- χρειάστηκε περισσότερο από ένας αιώνας. Η Ευρώπη, αντιθέτως, είναι κάπως σαν τα Βαλκάνια: “έχει λίγο περισσότερη ιστορία από όση μπορεί να καταναλώσει”. Ο εσωτερικός συνδετικός δεσμός των εθνών της είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον των ΗΠΑ: οι πολίτες -οι οποίοι, ας μην το ξεχνάμε, είναι απόγονοι όσων έμειναν και όχι όσων έφυγαν- αντλούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους από το παρελθόν και από τις παραδόσεις τους. Συνεπώς, όσο οραματιστές και να είμαστε, δεν υπάρχει ιστορικό δυναμικό εθνικής ομογενοποίησης στην Ευρώπη, έστω και αν μιλάμε για μία “χαλαρή” ομογενοποίηση, σε δεύτερο επίπεδο που θα δημιουργούσε ένα “πολιτικό έθνος”. Και φυσικά οι κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης δεν θα δέχονταν ποτέ τη δημιουργία μίας “ένωσης δημοσιονομικών μεταφορών” μέσω της οποίας θα μεταφέρονταν εισοδήματα στις αποτυχημένες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης. Τυχόν προσπάθεια δημιουργίας, λοιπόν, των “Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης” θα ήταν μία τυχοδιωκτική προσπάθεια “φυγής προς τα εμπρός”, με συνέπειες ακόμη χειρότερες και από τη δημιουργία της Ευρωζώνης: θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην πλήρη κατάρρευση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas