Δημ. Ιωάννου: Η «επιστροφή στις αγορές» και η πραγματική οικονομία

Διάλογος για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας
Τρίτη, 06 Μαΐου 2014 12:56
UPD:17:05
EUROKINISSI/ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΩΜΕΡΗΣ

«Η πιο αδιάψευστη απόδειξη της συλλογικής μας χρεοκοπίας ως κοινωνίας προκύπτει από το γεγονός ότι η τερατώδης ανεργία που πλήττει ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπων δεν αποτελεί τη βασική μας ανησυχία και μέριμνα», δηλώνει χαρακτηριστικά σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (1ο μέρος) ο οικονομολόγος Δημήτρης Ιωάννου.

Ο κ. Ιωάννου εξηγεί ότι η έκρηξη της ανεργίας είναι κατά κύριο λόγο συνέπεια της κατάρρευσης των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προϊόντων και υπηρεσιών. «Εάν διοριζόμασταν οι μισοί στο Δημόσιο, και οι άλλοι μισοί ανοίγαμε σουβλατζίδικα, πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα ήμασταν άνεργοι εφ’ όσον δεν θα υπήρχε κάποια πρωτογενής ροή εισοδήματος για να υποστηρίξει την απασχόλησή μας με το απαιτούμενο εισόδημα», αναφέρει χαρακτηριστικά, εκτιμώντας ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο, για να απορροφηθεί το ενάμιση εκατομμύριο ανέργων, θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν 400.000 θέσεις εργασίας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» (στην πιο ιδανική περιπτωση θα χρειαστούν 8-10 χρόνια) ώστε, στη συνέχεια, να δημιουργηθεί άλλο ένα εκατομμύριο στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Γι’ αυτόν τον λόγο, ο ίδιος εισηγείται σε βραχυπρόθεσμη βάση αφενός την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αφετέρου την ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού ως «εργοδότη τελευταίας προσφυγής». Παράλληλα, χαρακτηρίζει μεγάλο επίτευγμα για τη χώρα τη «σταδιακή αλλά σταθερή απώθηση από το προσκήνιο του ενδεχομένου της συνολικής χρεοκοπίας της», ωστόσο, διευκρινίζει ότι θεωρεί «αστειότητες» τα περί «ιστορικής στροφής» της ελληνικής οικονομίας προς την ανάπτυξη μέσω της «επιστροφής» στις αγορές, την οποία αναλύει ως προς τα πραγματικά -κατά τη γνώμη του- οφέλη και τις αδυναμίες της.

Είπε στο naftemporiki.gr

  • Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι το Δημόσιο μπορεί να απασχολήσει ένα εκατομμύριο ανέργους, για δέκα μήνες τον χρόνο κατά μέσον όρο τον καθένα, καταβάλλοντάς του μία αμοιβή 500 ευρώ, μηνιαίως, σχεδόν διαθέτοντας μόνο ένα «πρωτογενές πλεόνασμα» και τίποτε περισσότερο.
  • Είναι πραγματικά εξωφρενικό για μία χώρα να έχει ταυτοχρόνως τη μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρώπη αλλά και το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος. Αυτό είναι σαν να θέλει να τιμωρεί για την πράξη τους όσους εργοδότες προσλαμβάνουν εργαζόμενους! 
  • Με το ποσό που απέφερε η πώληση των ομολόγων θα αντικατασταθεί ανάλογο ποσό που ανακυκλωνόταν μέσω της πώλησης εντόκων γραμματίων ολιγόμηνης διάρκειας με υψηλότερο επιτόκιο. Επίσης το γεγονός θα επιφέρει μείωση του επιτοκίου και στις επόμενες εκδόσεις εντόκων γραμματίων. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη έκδοση αφορούσε στην ουσία ένα «ευρωομόλογο» που εκδόθηκε προς χάριν της Ελλάδας.
  • Η μείωση του επιτοκίου με το οποίο δανείζονται από τη διεθνή αγορά οι ελληνικές επιχειρήσεις τα δύο τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στη σταδιακή απόσυρση, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, του «συναλλαγματικού κινδύνου».
  • Τα -ελάχιστα σε σχέση με τις χαμηλές τιμές των προσφερομένων στοιχείων ενεργητικού- κεφάλαια που τοποθετούνται στην Ελλάδα, ειδικά δε στις ελληνικές τράπεζες, προέρχονται από ένα ορισμένο τμήμα του χαρτοφυλακίου των ξένων επενδυτών.
  • Έξοδος στις αγορές, ακηδεμόνευτη, ανεμπόδιστη και αυθεντική θα είναι δυνατόν να υπάρξει μόνο όταν είναι σαφές τι θα συμβεί με το ελληνικό χρέος το οποίο σήμερα, ως γνωστόν, οι «δανειστές» το έχουν κατά τα 4/5 σχεδόν «αποστειρώσει», αποσύροντάς το στα θησαυροφυλάκιά τους και μελετώντας αν μπορεί να καταστεί εξυπηρετήσιμο μέσω μίας απομείωσής του με τη μορφή OSI ή μίας χρονικής ανακλιμάκωσής του.
  • Από το PSI, που ήταν συνολικά 109 δισεκατομμύρια ευρώ, οι ξένοι επενδυτές -δηλαδή ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κλπ- επωμίσθηκαν τα 62. Επίσης, η «επιμήκυνση», η οποία δημιουργεί υποχρεώσεις στους ξένους φορολογούμενους διότι περιλαμβάνει και τον χρόνο για τον οποίο θα πληρώνουν τοκοχρεολύσια για όσα δανείσθηκαν προκειμένου στη συνέχεια να τα μεταφέρουν σε εμάς με περιόδους χάριτος, (δηλαδή άτοκα) ή με χαμηλότερα προνομιακά επιτόκια, έχει υπολογισθεί ότι θα τους επιβαρύνει με 48 δισεκατομμύρια ευρώ. 
  • Σε αντίθεση με την επικρατούσα, μετά από δεκαετίες πλύσης εγκεφάλου, άποψη, το «σύστημα εργασιακών σχέσεων», όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί, είναι αντεργατικό και αντιλαϊκό στη φύση του και βλάπτει τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αντίθετα, μία απελευθερωμένη αγορά εργασίας θα ήταν καθεστώς φιλικό προς τον εργαζόμενο και τα συμφέροντά του αφού θα ασκούσε ισχυρές καθοδικές πιέσεις στην ανεργία και θα καθιστούσε το φάσμα της ανεργίας λιγότερο απειλητικό γι’ αυτόν.     
  • Ο παραγωγικός αναπροσανατολισμός, εν πρώτοις, δεν μπορεί να είναι γόνιμος και επιτυχής εάν δεν προηγηθεί ένας κοινωνικός αναπροσανατολισμός ο οποίος θα αποβάλει από την Ελλάδα τον χαρακτήρα μιας μετα-οθωμανικής, προνεωτερικής και σχεδόν αρχαϊκής κοινωνίας.
  • Ακόμη και αν το ΑΕΠ σταματήσει να μειώνεται τη χρονιά αυτή, και σταθεροποιηθεί στα 180 δισεκατομμύρια, κάτι που είναι ήδη εξαιρετικά θετικό, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι άμεσα θα ξεκινήσει μία δυναμική ανάπτυξη ανάκτησης του χαμένου εισοδήματος.
  • Εκείνο που φαίνεται ότι έχει πρωταρχική σημασία είναι η «ενδογενής» αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών, δηλαδή η ικανότητά τους να επενδύουν στην έρευνα και να ενσωματώνουν το προϊόν της ταχύτατα στην επιχειρηματική δραστηριότητα με καινοτόμο τρόπο, τόσο ως προς τα προϊόντα, με τη δημιουργία νέων, όσο και ως προς την παραγωγική διαδικασία. 

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι οικονομολόγος. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για θέματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, καθώς και για θέματα ανάπτυξης, νομισματικών σχέσεων και νομισματικής πολιτικής, εξωτερικού εμπορίου και διεθνών οικονομικών σχέσεων. Πιο πρόφατες δημοσιεύσεις του: «Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας», Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Απριλίου 2013, «Θύμα λιτότητας η Ελλάδα ή «ολλανδικής ασθένειας»;», (μαζί με τον Χρήστο Α. Ιωάννου), Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2013, «Η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας», (μαζί με τον Κωνσταντίνο Γάτσιο), Επιθεώρηση Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τεύχος 29, Ιούλιος-Οκτώβριος 2013, εκδόσεις Παπαζήση. «Μισθοί και εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα», (μαζί με τον Χρήστο Α. Ιωάννου), Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τεύχος Δεκεμβρίου 2013-Ιανουαρίου 2014 (οι πρόσφατες μελέτες του). Ο ίδιος διευκρινίζει ότι οι απόψεις που εκφράζει εδώ είναι καθαρά προσωπικές.​

Δικαιολογείται από αυστηρά οικονομική άποψη η πρόσφατη επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές ομολόγων και κατ’ επέκταση η αισιοδοξία που καλλιεργείται αυτήν την περίοδο γύρω από την ελληνική οικονομία;

Εάν μπορούμε να αισθανόμαστε σήμερα μία συγκρατημένη -εξαιρετικά συγκρατημένη όμως- αισιοδοξία για την περαιτέρω πορεία της ελληνικής οικονομίας, αυτό δεν έχει καμία σχέση με  την υποτιθέμενη «έξοδο» ή «επιστροφή» του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Μάλιστα, για να ακριβολογήσουμε, θα πρέπει να πούμε ότι -αν και όχι τόσο πολύ η «έξοδος» αυτή καθ’ αυτή, που από καθαρά οικονομική άποψη είχε πράγματι κάποια μικρή ωφέλεια, αλλά- ο συμβολισμός με τον οποίο περιβλήθηκε και αξιοποιήθηκε, μάλλον σκεπτικισμό θα πρέπει να μας δημιουργεί όσον αφορά την περαιτέρω πορεία της οικονομίας και τη δυνατότητα κοινωνίας, κοινής γνώμης και κυβερνώντων να αντιληφθούν ποια είναι η σωστή κατεύθυνση. Και εξηγούμαι:

Το μεγάλο επίτευγμα για τη χώρα ήταν η σταδιακή αλλά σταθερή απώθηση από το προσκήνιο του ενδεχομένου της συνολικής χρεοκοπίας της. Σήμερα πλέον θα ήταν άτοπο να κυκλοφορήσει το περιοδικό Spiegel με τίτλο στο εξώφυλλο «Acropolis adieu». Και αυτό διότι, μετά από μία «ελεύθερη πτώση» τεσσάρων ετών, η οποία κάλλιστα θα ήταν δυνατόν να είχε καταλήξει στην καταστροφή της χώρας συνολικά, η ελληνική οικονομία κατάφερε τελικά να επιτύχει - φυσικά όχι αυτόνομα αλλά χάρις στον σωτήριο πειθαναγκασμό εκ μέρους των «δανειστών» της-  αυτό που ονομάζω «ελεγχόμενη πρόσκρουση στο έδαφος», δηλαδή κάποια «τοπική» ισορροπία στην οποία, έστω και σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν, το εισόδημα και η απασχόληση σταθεροποιούνται και δεν συρρικνώνονται περαιτέρω. Υπογραμμίζω ότι σε γενικές γραμμές αυτή ήταν η μόνη δυνατότητα που υπήρχε να συγκρατηθεί σε ελεγχόμενα πλαίσια η διαρθρωτική και παραγωγική κατάρρευση της οικονομίας που ξεκίνησε το 2010 και να μην μεταβληθεί σε μία ανεξέλεγκτη και συνολική διάλυση των νομισματικών, εμπορευματικών και συναλλακτικών σχέσεων, κάτι που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε αποσύνθεση της ίδιας της κοινωνίας. Παρά τα όσα καταμαρτυρήθηκαν στο Μνημόνιο, στους «δανειστές» κλπ. δεν είδαμε ποτέ, ούτε μία -επαναλαμβάνω: ούτε μία- στοιχειοθετημένη, με κάποιους ελάχιστους έστω αριθμούς, εναλλακτική πρόταση εξόδου από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η χώρα το 2010. 

Η πρόσφατη «έξοδος» στην αγορά ομολόγων, εν τούτοις, είναι άλλο πράγμα. Κατ’ αρχήν, πρέπει να ειπωθεί ότι πράγματι υπήρξε κάποιο οικονομικό όφελος από αυτήν, το οποίο δεν είναι ανάξιο λόγου. Το υπογράμμισε ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ: με το ποσό που απέφερε η πώληση των ομολόγων θα αντικατασταθεί ανάλογο ποσό που ανακυκλωνόταν μέσω της πώλησης εντόκων γραμματίων ολιγόμηνης διάρκειας με υψηλότερο επιτόκιο. Επίσης το γεγονός θα επιφέρει μείωση του επιτοκίου και στις επόμενες εκδόσεις εντόκων γραμματίων. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, όποιος θέλει να είναι αντικειμενικός και δίκαιος, δεν πρέπει να συγκρίνει το επιτόκιο των ομολόγων της «εξόδου» με το πολύ χαμηλότερο επιτόκιο του μακροχρόνιου δανεισμού μας από τις ευρωπαϊκές χώρες, το EFSF και το ΔΝΤ, αλλά με το αισθητά υψηλότερο επιτόκιο του βραχυχρόνιου δανεισμού μας μέσω εντόκων γραμματίων. (Δανεισμός ο οποίος, ας λεχθεί παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν σταμάτησε να λειτουργεί, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της κρίσης, και αυτό είναι μία από τις μεγάλες επιτυχίες του σταθεροποιητικού προγράμματος, που φυσικά αποσιωπήθηκε).

Πέραν όμως αυτού του συγκεκριμένου οφέλους -που μετράται, βέβαια, με κάποιες δεκάδες ή ίσως και εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδους σε ετήσια βάση για το ελληνικό Δημόσιο- δεν υπάρχει τίποτε άλλο σημαντικό και φυσικά τα περί «ιστορικού οροσήμου» και «ιστορικής στροφής» της ελληνικής οικονομίας προς την ανάπτυξη είναι αστειότητες. Είναι επίσης, νομίζω, αφελείς οι ισχυρισμοί ότι αυτή η συγκεκριμένη  «έκδοση» ή «επιστροφή» θα μειώσει το ύψος του επιτοκίου για τον διεθνή δανεισμό των ελληνικών επιχειρήσεων ή θα φέρει επενδυτικά κεφάλαια στην Ελλάδα. Η μείωση του επιτοκίου με το οποίο δανείζονται από τη διεθνή αγορά οι ελληνικές επιχειρήσεις τα δύο τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στη σταδιακή απόσυρση, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, του «συναλλαγματικού κινδύνου». Τα δε -ελάχιστα σε σχέση με τις χαμηλές τιμές των προσφερομένων στοιχείων ενεργητικού- κεφάλαια που τοποθετούνται στην Ελλάδα, ειδικά δε στις ελληνικές τράπεζες, προέρχονται από ένα ορισμένο τμήμα του χαρτοφυλακίου των ξένων επενδυτών. Είναι γνωστό ότι στα χαρτοφυλάκια δεν διασπείρεται μόνο ο κίνδυνος αλλά και τα ποσοστά κινδύνου και υπάρχει πάντοτε σε αυτά ένα ποσοστό των επενδύσιμων κεφαλαίων που αναζητά την υψηλή απόδοση, έστω και με αντίστοιχα υψηλό κίνδυνο. (Και είναι πράγματι δελεαστικό να μπορείς να αποκτήσεις τον έλεγχο μίας από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της ελληνικής οικονομίας, όσο επισφαλές και να είναι το μέλλον της, με ένα ποσό ενός ή δύο δισ. ευρώ).

Πέραν όλων αυτών, όμως, θεωρώ ότι είναι απολύτως παραπειστικό να χαρακτηρίζεται το συγκεκριμένο γεγονός ως «έξοδος της Ελλάδας στις αγορές» και τούτο διότι, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει ούτε «έξοδος στις αγορές» ούτε «Ελλάδα». Έξοδος στις αγορές, ακηδεμόνευτη, ανεμπόδιστη και αυθεντική θα είναι δυνατόν να υπάρξει μόνο όταν είναι σαφές τι θα συμβεί με το ελληνικό χρέος το οποίο σήμερα, ως γνωστόν, οι «δανειστές» το έχουν κατά τα 4/5 σχεδόν «αποστειρώσει», αποσύροντάς το στα θησαυροφυλάκιά τους και μελετώντας αν μπορεί να καταστεί εξυπηρετήσιμο μέσω μίας απομείωσής του με τη μορφή OSI ή μίας χρονικής ανακλιμάκωσής του. Η πρόσφατη έκδοση ήταν προσεκτικά μελετημένη, με την πενταετή της διάρκεια να λήγει νωρίτερα από τις μεγάλες λήξεις της δεκαετίας του 2020, ώστε να μην υπάρχει «συμπαραδήλωση κινδύνου», δηλαδή υποψία ότι το ομόλογο δεν θα αποπληρωθεί στη λήξη του συμπαρασυρόμενο από το εάν τότε η Ελλάδα βρίσκεται σε αδυναμία να εκπληρώσει και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της. Θεωρώ πως είναι κατανοητό ότι τη στιγμή που μία χώρα οφείλει -κυρίως μάλιστα σε ξένους- το 170% του ΑΕΠ της δεν είναι δυνατόν να θεωρείται, και να θεωρεί τον εαυτό της, φερέγγυο εκδότη και νέου χρέους.

Εκτός όμως από το ότι δεν είναι «έξοδος στις αγορές», επίσης δεν είναι και της «Ελλάδας». Είναι σαφές ότι η έκδοση έγινε με επίνευση των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων της Ευρώπης, και της ΕΚΤ, με σκοπό να δειχθεί, πρωτίστως στους ψηφοφόρους της κ. Μέρκελ, ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική προσαρμογής στην Ευρωζώνη είναι επιτυχής. Έτσι, σε μία περίοδο πολύ περιορισμένων αποδόσεων, όπου ακόμη και η «επικίνδυνη» Ισπανία δανείσθηκε με το ίδιο επιτόκιο που δανείζονται και οι ΗΠΑ, οι διεθνείς επενδυτές κλήθηκαν να αγοράσουν ένα ομόλογο με υψηλότατη απόδοση, (που αν συνυπολογισθεί και ο ελληνικός αντιπληθωρισμός γίνεται ακόμη υψηλότερη), για το οποίο υπόρρητα αλλά σαφώς προσέφεραν την εγγύησή τους η Γερμανία και η ΕΚΤ, και για το οποίο ως συνέπεια των προηγουμένων, δυνητικά δημιουργήθηκε και κάτι που δεν υπάρχει για τα συνήθη ελληνικά ομόλογα: μια πολύ «βαθιά» αγορά, χρήσιμη για την περίπτωση που ο κομιστής του ομολόγου θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας και θα επιθυμούσε να το πωλήσει χωρίς σοβαρές απώλειες (ήδη διαβάζουμε ότι το πωλούν με κέρδος). Υπό τις ιδανικές αυτές συνθήκες ποιος δεν θα αγόραζε; Πλην όμως, και δεδομένου ότι για να δημιουργηθούν αυτές οι εξαιρετικά ελκυστικές συνθήκες, είχε στην πραγματικότητα χρησιμοποιηθεί όλη η «δύναμη πυρός» και πειθούς της ευρωπαϊκής οικονομίας, μάλλον δεν θα πρέπει να μιλάμε για ελληνικό ομόλογο αλλά για «ευρωομόλογο» που εκδόθηκε προς χάριν της Ελλάδας.  

Εκείνο όμως που δεν είναι απλά ανησυχητικό αλλά σχεδόν τραγικό είναι η πολιτική διάσταση της εκδόσεως του ομολόγου, η οποία αποκαλύπτει ανάγλυφα ότι η ελληνική κοινωνία, συμπεριλαμβανόμενης και της πολιτικής της ηγεσίας, «τίποτα δεν διδάχθηκε και τίποτα δεν ξέχασε» από το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάσθηκε ήταν ως έναρξη της διαδικασίας αποδέσμευσης από τη δανειακή σύμβαση, το Μνημόνιο και συνεπώς την τρισκατάρατη τριμερή («τρόικα»), κάτι για το οποίο υποτίθεται πως θα έπρεπε να γιορτάσουμε. Γιατί; Μα διότι, προφανώς, όλοι οι εορτάζοντες, πιστεύουν (ή υποκρίνονται πως πιστεύουν - και αυτό είναι εξίσου κακό ή και χειρότερο) πως η οικονομική δυσπραγία των τελευταίων ετών δεν ήταν προϊόν της πτώχευσης και κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας αλλά, απλώς, συνέπεια της (κακόβουλης;) αβελτηρίας της τριμερούς. Τώρα όμως που, επιτέλους, θα  αποδεσμευθούμε από αυτήν, εφαρμόζοντας πλέον μία ανεξάρτητη εθνική οικονομική πολιτική, θα καταστεί δυνατόν να επέλθει η ανάπτυξη και να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα -ίσως και με τη διανομή κοινωνικού μερίσματος- όσων «αδικήθηκαν» από την ανάλγητη πολιτική του κ. Τόμσεν. Και πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή η νέα κοινωνική άνοιξη; Μα είναι προφανές: από τη (θριαμβευτική) επάνοδο της χώρας στις αγορές!

Βεβαίως, η πνευματική αυτή διαστροφή της ελληνικής κοινωνίας, για όσο χρόνο συνεχίζει να υφίσταται και μάλιστα να διατρανώνεται, στην πραγματικότητα αποτελεί την πλέον ισχυρή εγγύηση ότι η χώρα δεν θα «επιστρέψει» σύντομα στις αγορές αυτοδύναμα, ακηδεμόνευτα και χωρίς σκηνοθετικές, σκηνογραφικές και χορογραφικές παρεμβάσεις των δανειστών μας και των ευρωπαϊκών θεσμών. Όσο βραχεία μνήμη και να χαρακτηρίζει τις «αγορές», οι απώλειες που επωμίσθηκαν προς χάριν της Ελλάδας οι Ευρωπαίοι, κυρίως, αποταμιευτές αλλά και φορολογούμενοι είναι τόσο μεγάλες, ώστε ποτέ δεν πρόκειται να βρεθούν νέοι αφελείς κερδοσκόποι να ξαναχρηματοδοτήσουν έναν χιμαιρικό «πλουτισμό μέσω δανεικών» της χώρας μας, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2010. (Από το PSI, που ήταν συνολικά 109 δισεκατομμύρια ευρώ, οι ξένοι επενδυτές -δηλαδή ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κλπ- επωμίσθηκαν τα 62. Επίσης, η «επιμήκυνση», η οποία δημιουργεί υποχρεώσεις στους ξένους φορολογούμενους διότι περιλαμβάνει και τον χρόνο για τον οποίο θα πληρώνουν τοκοχρεολύσια για όσα δανείσθηκαν προκειμένου στη συνέχεια να τα μεταφέρουν σε εμάς με περιόδους χάριτος, (δηλαδή άτοκα) ή με χαμηλότερα προνομιακά επιτόκια, έχει υπολογισθεί ότι θα τους επιβαρύνει με 48 δισεκατομμύρια ευρώ. Σημειωτέον, ο υπολογισμός προέρχεται από το «ανθελληνικό» ινστιτούτο CESifo του Hans-Werner Sinn, αλλά δεν νομίζω να είναι λανθασμένος, πολλώ μάλλον που δεν έχω δει και κανέναν άλλον. Και φυσικά, η επέκταση των δανείων στα 50 ή 70 χρόνια που διεκδικούμε τώρα αγωνιστικά, εάν γίνει, θα επιφέρει, με βεβαιότητα, νέα επιβάρυνση στους Ευρωπαίους φορολογούμενους, η οποία μάλιστα δεν θα είναι δυνατόν να υπολογισθεί εκ των προτέρων στην περίπτωση που θα κάνουν αποδεκτό και το άλλο αίτημά μας, δηλαδή να «κλειδώσει» το επιτόκιο που μας επιβαρύνει στα σημερινά του επίπεδα, εφ' όσον το επιτόκιο που θα πληρώνουν αυτοί, είτε ως χώρες, είτε ως EFSF (διότι θα χρειαστεί και να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια που έχουν λάβει για λογαριασμό μας), δεν θα είναι  φυσικά «κλειδωμένο»).

Ασχέτως με όσα προηγήθηκαν και με τον τρόπο με τον οποίο προηγήθηκαν, τι μπορεί και πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας; Ενδεικτικά, υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις στα θέματα: α) ρευστότητα β) παραγωγικός προσανατολισμός γ) ανεργία.

Οι προκλήσεις είναι τεράστιες, διότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα είναι, μαζί με τη Great Depression, η μεγαλύτερη -αναλογικά- κρίση που έχει ποτέ γνωρίσει κάποια οικονομία του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού συστήματος χωρίς να οφείλεται σε πόλεμο ή σε φυσική καταστροφή. Το μέγεθος της δυσπραγίας που βιώνουμε της προσδίδει, σχεδόν, διαστάσεις τραγωδίας, πράγμα που επιβάλλει, κατά τη γνώμη μου, να αλλάξουμε ριζικά το «πλαίσιο αναφοράς» μέσα στο οποίο σκεφτόμασταν και ενεργούσαμε έως σήμερα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει, πιστεύω, κίνδυνο αφανισμού τον οποίο δεν πρόκειται να υπερβεί εάν δεν υποστεί αυτόβουλη και ενσυνείδητη πολιτισμική μετάλλαξη, ουσιώδες τμήμα της οποίας θα είναι να πάψει να παραμένει στην παρούσα κρίση παθητικός θεατής των εξελίξεων που αφορούν την ίδια της την μοίρα και να αναλάβει εκείνες τις ευφάνταστες και αποφασιστικές πρωτοβουλίες που μπορούν να δώσουν λύση στα τρέχοντα προβλήματα. Ο συμβατικός, κουτοπόνηρος, «πραγματισμός» του πολιτευτικού σώματος πολιτικών, συνδικαλιστών και κάθε άλλης ομάδας κατεστημένων συμφερόντων, που βαυκαλίζεται ότι θα καταφέρει να αντιπαρέλθει την κρίση χωρίς να απολέσει τα «κεκτημένα» του,  δεν είναι πλέον ανεκτός από το ίδιο το σύστημα του οποίου τα όρια ανοχής έχουν προ πολλού διαρραγεί. Για τον λόγο αυτό, εάν θέλουμε να επιβιώσουμε, χρειαζόμαστε απαραιτήτως και επειγόντως έναν νέο «πραγματισμό», με τολμηρές και ριζοσπαστικές προτάσεις λύσεων για τα προβλήματα.

Ρευστότητα: Η αποστράγγιση της ρευστότητας από την ελληνική οικονομία είναι παράγωγο φαινόμενο της τεράστιας καταστροφής των «εικονικών»  και εξωπραγματικά υψηλών αξιών που είχαν λάβει, ως το 2010, τα στοιχεία ενεργητικού σε διάφορους κλάδους των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, εξ αιτίας της παρατεταμένης «υπερβάλλουσας ζήτησης» και του θηριώδους εξωτερικού δανεισμού που τροφοδοτούσε τις σχετικές «υπερπλασίες» (άλλως γνωστές και ως «φούσκες»). Είναι μία κατάσταση που θα παραμένει όσο δεν λύνεται το υποκείμενο πρόβλημα, ότι δηλαδή τόσο τα δάνεια όσο και οι «εμπράγματες εγγυήσεις» τους έχουν εκτιμηθεί και υπολογισθεί στους ισολογισμούς των τραπεζών με τις εικονικές τιμές του παρελθόντος. Οι τρέχουσες τιμές όμως των στοιχείων ενεργητικού που έχουν αποκτηθεί με τα δάνεια, και οι τεκμαρτές και οι πραγματικές τους αποδόσεις, καμία σχέση δεν έχουν με τις λογιστικές τους εκτιμήσεις, που αντιπροσωπεύουν το χθες. Αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα έχει -με εξαίρεση την Κύπρο- το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετουμένων δανείων στην Ευρώπη, που φθάνουν -επί του παρόντος- στο 35% του συνόλου. Από αυτό προέρχεται η τεράστια μείωση της «νομισματικής μάζας» στην ελληνική οικονομία: ο «πολλαπλασιαστής χρήματος» (money multiplier), η διαδικασία δηλαδή με την οποία το τραπεζικό σύστημα  είναι σε θέση να «δημιουργεί» νέο χρήμα, έχει σχεδόν εκμηδενισθεί, Από αυτό επίσης -μαζί βεβαίως με το θέμα του «συναλλαγματικού κινδύνου»- έχει προκληθεί και το κενό των 70 δισεκατομμυρίων ευρώ στις τραπεζικές καταθέσεις.

Πώς αντιμετωπίζουν το φαινόμενο αυτό οι νομισματικές αρχές, η κυβέρνηση και η τριμερής. Με έναν καθαρά στρουθοκαμηλικό τρόπο: «ανακεφαλαιοποιώντας» τις τράπεζες, με κεφάλαια δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τις επαπειλούμενες στο εγγύς μέλλον ζημίες τους. Προφανώς, εκ παραλλήλου, οι πιο ευσεβείς από τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής θα προσεύχονται στα κρυφά να συμβεί και κάποιο θαύμα ανάλογο με εκείνο του πολλαπλασιασμού των άρτων. Διότι είναι μαθηματικά αναπόφευκτο, εφ’ όσον ο όγκος των μη εξυπηρετουμένων δανείων αυξάνεται σταθερά, ότι σε λίγο καιρό τα κεφάλαια των τραπεζών θα έχουν εξανεμισθεί και θα απαιτείται νέα «ανακεφαλαιοποίηση». Το λάθος της προσέγγισης είναι «φιλοσοφικό» υπό την έννοια ότι οι ιθύνοντες φαίνεται να πιστεύουν πως η οικονομία υπάρχει προς χάριν των τραπεζών και όχι οι τράπεζες προς χάριν της οικονομίας. Χάνεται, έτσι, με τον τρόπο αυτό, από το οπτικό τους πεδίο, το γεγονός ότι όσο τα «οικονομικά υποκείμενα», δηλαδή τα άτομα και οι επιχειρήσεις, παραμένουν σε κατάσταση πιστωτικής νεκροφάνειας, λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων τους, και -συνεπώς- αδυναμίας αναχρηματοδότησής τους από τις τράπεζες, όχι απλά δεν θα υπάρχει ρευστότητα, γιατί αυτό δεν είναι παρά ένα απλό παράγωγο του κυρίως προβλήματος, αλλά η οικονομία θα παραμένει σε στασιμότητα και ακινησία. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκλήθηκε «ύφεση ισολογισμού» (balance sheet recession). Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, εκείνη της Ιαπωνίας, που έχει μελετηθεί ενδελεχώς, δίνει μια εικόνα για το τι θα συμβεί στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για τη λύση του προβλήματος: τράπεζες-βρυκόλακες θα κρύβουν τις ζημίες τους με σειρά λογιστικών τεχνασμάτων ενώ την ίδια στιγμή θα παραμένουν αδρανείς και δεν θα παρέχουν πιστώσεις στην αγορά γιατί δεν θα μπορούν να το πράξουν. Από την άλλη πλευρά οι «οικονομούσες μονάδες», προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν, με Σισύφειες διαδικασίες, δάνεια που είχαν λάβει στο παρελθόν με τελείως διαφορετικούς όρους, είτε θα το επιτυγχάνουν με κάποιον τρόπο χάνοντας όμως την ίδια στιγμή κάθε παραγωγική ικμάδα τους, είτε θα αποτυγχάνουν πτωχεύοντας πανηγυρικά. (Και να σκεφθεί κανείς ότι Ιαπωνία διέθετε εθνική κεντρική τράπεζα με αλώβητο το εκδοτικό της προνόμιο αλλά και ευρέα περιθώρια δανεισμού του Δημοσίου της - πράγματα δηλαδή που αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός για την Ελλάδα).

Η επιστροφή της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία δεν είναι ικανή, πλην όμως είναι απολύτως αναγκαία συνθήκη για την εξομάλυνση της παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητας. Μόνο που δεν πρόκειται να τη δούμε όσο καιρό οι λογιστικές καταγραφές των δανείων (και των εμπράγματων εγγυήσεων) στους ισολογισμούς των τραπεζών απέχουν τόσο πολύ από τις πραγματικές αξίες και τις ροές εισοδημάτων που μπορεί να δημιουργήσει η οικονομική δραστηριότητα στη σημερινή, προσγειωμένη στην πραγματικότητα, Ελλάδα. Συνεπώς, η μόνη επιλογή για να δοθεί λύση στο πρόβλημα της ρευστότητας, για να επαναρχίσει η λειτουργία της πίστης, και για να ξαναλειτουργήσει ο μηχανισμός μεταβίβασης της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία (όσο τέλος πάντων μπορεί να λειτουργήσει σε μία χώρα που δεν διαθέτει εθνική Κεντρική Τράπεζα), είναι η απομείωση των υφισταμένων δανειακών υποχρεώσεων, σε ποσοστό που θα φέρει σε ικανοποιητική αντιστοίχηση τις λογιστικές εγγραφές με τα αντικειμενικά δεδομένα. Βεβαίως, η απομείωση («κούρεμα» κατά τη βάρβαρη εικονοποίηση της έννοιας από τους αγγλο-σάξωνες), δεν θα ήταν άμοιρη «ηθικού κινδύνου» (moral hazard). Πράγματι, εάν δεν γίνει σωστά, υπάρχει ο κίνδυνος να επιβαρυνθούν και ο «αθώος φορολογούμενος» αλλά και ο «ευσυνείδητος δανειολήπτης», προκειμένου να αποκτήσει ο «ανεύθυνος χρεώστης» ένα «δωρεάν σπίτι». Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να συμβεί κάτι παρόμοιο εάν η απομείωση γίνει με προσεκτικό και διαφανή τρόπο, με αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια και, προπαντός, με έναν ευφάνταστο αλλά και ευέλικτο σχεδιασμό που αντί να μεταφέρει το χρηματικό βάρος που απαιτείται σε κάποια ειδική κατηγορία φορολογουμένων ή δανειοληπτών, θα καταφέρει να το «δανεισθεί» από το μελλοντικό εισόδημα που η επιστροφή της απαραίτητης ρευστότητας στο οικονομικό κύκλωμα θα δημιουργήσει. Έναντι αυτού η μόνη υπαλλακτική λύση είναι η αποδοχή της σημερινής πραγματικότητας ως έχει, με την αδράνεια μπροστά στο πρόβλημα και τις καλοδεχούμενες αλλά ανεπαρκείς «ανακεφαλαιοποιήσεις». Πρόκειται για λύση η οποία πράγματι διαφέρει από τη λύση της «απομείωσης» σε πολλά, μεταξύ των οποίων, όμως, δεν είναι και η διαφύλαξη των συμφερόντων των αθώων. Η αδράνεια δεν προφυλάσσει ούτε τους «αθώους φορολογούμενους», ούτε τους «επιμελείς δανειολήπτες» από βάρη για τα οποία δεν ευθύνονται διότι η παρατεταμένη στασιμότητα που προκαλεί στην οικονομία η απονέκρωση του πιστωτικού συστήματος είναι πιθανότατο ότι θα μειώσει τα μελλοντικά εισοδήματα και αυτών των ιδίων των «αθώων» πολύ περισσότερο από όσο θα τα μείωνε η κατ’ ευθείαν εκ μέρους τους ανάληψη των οφειλών του «ανεύθυνου χρεώστη». Εάν, μάλιστα, αντί να συμβεί κάτι τόσο παράλογο, η «απομείωση» λάβει κάποια άλλη μορφή, όπως, φερ’ ειπείν να χρηματοδοτηθεί από μη τοκοφόρα ομόλογα που θα εκδώσουν οι τράπεζες για να καλύψουν τις ζημίες τους, και θα (πεισθεί να τα) αγοράσει η ΕΚΤ με προοπτική σταδιακής επαναπώλησης στους εκδότες τους όταν θα έχουν σταθεροποιήσει τους ισολογισμούς τους, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ καλύτερο για όλους.

Παραγωγικός προσανατολισμός: Όσο δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς για τον κοινωνικό προσανατολισμό που θα επέτρεπε στη χώρα μας να επιτύχει την αναγέννησή της και να υπερβεί την παρούσα παρακμή της, άλλο τόσο δύσκολο είναι να μιλήσει για τον παραγωγικό προσανατολισμό που θα της επιτρέψει να εξέλθει από τις συνθήκες παραγωγικής κατάρρευσης στις οποίες είναι καθηλωμένη και να προχωρήσει στην ανάπτυξη. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είμαστε βέβαιοι είναι ότι για να συμβούν αυτά -αμφότερα- η Ελλάδα θα πρέπει να διασκελίσει ολόκληρα στάδια ιστορικής ή οικονομικής ανάπτυξης, στα οποία δεν είχε καταφέρει, εγκαίρως, να συμμετάσχει και τα οποία είναι πλέον παρωχημένα. Ο παραγωγικός αναπροσανατολισμός, εν πρώτοις, δεν μπορεί να είναι γόνιμος και επιτυχής εάν δεν προηγηθεί ένας κοινωνικός αναπροσανατολισμός ο οποίος θα μετατρέψει την Ελλάδα από μία μετα-οθωμανική, προνεωτερική και σχεδόν αρχαϊκή κοινωνία, η οποία συγκρούστηκε με τη νεωτερικότητα και κόντεψε να συνθλιβεί ολοκληρωτικά, σε μία μετανεωτερική κοινωνία, με σεβασμό στις καταβολές της αλλά προσανατολισμένη στο μέλλον, ικανή να δημιουργήσει, να καινοτομήσει και να ηγηθεί, δηλαδή μία κοινωνία που θα αισθάνεται βαθιά αυτοπεποίθηση απορρέουσα από τη δυνατότητά της να υπερβαίνει, σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία η οποία συμπλεγματικά βαρυνόμενη από την αδυναμία της να επηρεάσει την ίδια της τη μοίρα, ενδοβάλλει την αδυναμία αυτενέργειας ενδίδοντας στην εσωστρέφεια, στον ανορθολογισμό και στα σύνδρομα καταδιώξεως, από φανταστικούς, κυρίως, εχθρούς, πάσχοντας σοβαρά από φαινόμενα που ενδημούν σε συνθήκες πνευματικής και ψυχικής καχεξίας, και έλλειψης συλλογικής και ιστορικής αυτοπεποίθησης. 

Ενώ όμως η πολιτισμική επανάσταση αναγέννησης της χώρας δεν έχει προς το παρόν διαφανεί στον ορίζοντα, τα πράγματα δείχνουν ίσως ακόμη πιο δυσοίωνα όσον αφορά την ποθούμενη παραγωγική-οικονομική ανάταξη που θα την προσανατολίσει προς την ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Κατ’ αρχήν, βεβαίως, είναι αντιληπτό ότι τα περί «τέλους της κρίσης» και «εξόδου από την ύφεση», επειδή πουλήσαμε, σε πραγματικές συνθήκες εργαστηρίου, μερικά ομόλογα και επιτύχαμε ένα λογιστικό αποτέλεσμα που ονομάσαμε «πρωτογενές πλεόνασμα», είναι αναγκαίες, και ίσως επιβεβλημένες για την πολιτική ζωή, δημαγωγικές αθλιότητες. Ακόμη και αν το ΑΕΠ σταματήσει να μειώνεται τη χρονιά αυτή, και σταθεροποιηθεί στα 180 δισεκατομμύρια, κάτι που είναι ήδη εξαιρετικά θετικό, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι άμεσα θα ξεκινήσει μία δυναμική ανάπτυξη ανάκτησης του χαμένου εισοδήματος. Δυστυχώς, παρά τα όσα μεγαλόστομα λέγονται, η πικρή αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει εφεδρείες αναπτυξιακού δυναμισμού. Η «ενδογενής» δυναμική της ανάπτυξης είναι σχεδόν ανύπαρκτη και θα πρέπει να δημιουργηθεί κυριολεκτικά εκ του μηδενός. Σε αυτές τις συνθήκες το ερώτημα του παραγωγικού (ανα)προσανατολισμού της χώρας είναι δευτερεύον, όχι  υπό την έννοια ότι δεν έχει σημασία αλλά υπό την έννοια ότι θα το απαντήσουν οι ίδιοι οι καταλύτες της ανάπτυξης, δηλαδή οι φορείς της νέας επιχειρηματικότητας, αν και όταν εμφανισθούν.

Φυσικά, η κοινότοπη επωδός είναι ότι η Ελλάδα έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες «στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στην ενέργεια και στις μεταφορές». Πρόκειται για μία «παραδεδεγμένη αλήθεια» την οποία όλοι έχουμε εμπεδώσει βαθιά, η οποία όμως δεν ισχύει και εξ ολοκλήρου. Οι κλάδοι αυτοί είναι απαραίτητο να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της ανάπτυξης, αλλά δεν αρκούν από μόνοι τους να αναβαθμίσουν την παραγωγική ταυτότητα της χώρας. Και κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να πει αξιόπιστα ποιοι είναι τέλος πάντως οι κλάδοι που θα απογειώσουν την ελληνική οικονομία, διότι στις σημερινές συνθήκες κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Στην μεταπολεμική περίοδο τα πράγματα ήταν πιο σαφή και χώρες όπως η Ιαπωνία και η Κορέα, για παράδειγμα, κατάφεραν, εφαρμόζοντας μία στρατηγική βιομηχανικής ανάπτυξης σε στρατηγικούς κλάδους υπό την καθοδήγηση του κρατικού μηχανισμού, όχι μόνο να βελτιώσουν ριζικά τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών τους αλλά και, κυριολεκτικά, να «αλλάξουν  κατηγορία», ή ακόμη και κατηγορίες, στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την Κίνα που ξεκίνησε το σχετικό της εγχείρημα τριάντα χρόνια αργότερα. Παρά την έντονη κρατική παρέμβαση στην οικονομία, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, όχι μόνο δεν ήταν αυτή που τροφοδότησε τους πλέον εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, ο κρατικός παράγοντας δυσχέρανε την ανάπτυξη, εν τινι μέτρω, χρησιμοποιώντας τους πόρους που του διατέθηκαν αντιπαραγωγικά. Σήμερα, πάντως, 35 χρόνια μετά την αναπτυξιακή εκκίνηση της Κίνας, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ρευστά. Η «τεχνολογία αιχμής» και οι «στρατηγικοί τομείς» δεν εντοπίζονται πλέον δια γυμνού οφθαλμού αλλά είναι «διάχυτοι» στον οικονομικό ιστό. Εκείνο που φαίνεται ότι έχει πρωταρχική σημασία είναι η «ενδογενής» αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών, δηλαδή η ικανότητά τους να επενδύουν στην έρευνα και να ενσωματώνουν το προϊόν της ταχύτατα στην επιχειρηματική δραστηριότητα με καινοτόμο τρόπο, τόσο ως προς τα προϊόντα, με τη δημιουργία νέων, όσο και ως προς την παραγωγική διαδικασία. Η ικανότητα αυτή προκύπτει από σειρά παραγόντων, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, δεν δημιουργήθηκαν εν μία νυκτί αλλά είναι αποτέλεσμα πολύχρονων, καμία φορά και μακραίωνων διαδικασιών. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι αξιόπιστοι και αντικειμενικοί θεσμοί, οι «αποτελεσματικές αγορές», τα κυριαρχούντα πολιτισμικά πρότυπα που αποδέχονται και αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία της επιχειρηματικότητας ή ακόμη και ο τρόπος διαμόρφωσης των κοινωνικών δεσμών των ατόμων. Πρόκειται δηλαδή για κοινωνικο-οικονομικά «οικοσυστήματα» τα οποία δημιουργούν τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και τη συνεχή διαφοροποίηση των παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας οδήγησε την οικονομική θεωρία να μεταβάλει θεμελιακά την προσέγγισή της για την ανάπτυξη: ενώ προηγουμένως θεωρούσε την τεχνολογική μεταβολή ως εξωγενή, ως κάτι που «πέφτει από τον ουρανό», τώρα την εκτιμά ως «ενδογενή», δηλαδή ως κάτι που είναι συνάρτηση της επένδυσης στη γνώση και στη διάχυσή της, σε όλη την κοινωνία, μέσα από θεσμούς και διαδικασίες που λειτουργούν με τον σκοπό να της επιτρέψουν να αξιοποιηθεί ως δημιουργός εισοδήματος και ευημερίας.

Είναι (και) σε αυτόν τον τομέα που υποφέρει δραματικά η Ελλάδα. Οι «όροι της αναπτυξιακής ευστάθειας» βεβαίως έχουν πολύ μεγάλη σημασία (και, δυστυχώς, σήμερα απέχουν παρασάγγας από το να είναι έστω και απλά ικανοποιητικοί). Όμως, ακόμη και αν οι σχετικές τιμές διαμορφωθούν έτσι ώστε να είναι συμφέρον να επενδύει κανείς στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και όχι στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», ακόμη και αν η δημοσιονομική πολιτική είναι ουδέτερη και δεν διαστρεβλώνει καταστροφικά την κατανομή των πόρων, ακόμη και αν η νομισματική πολιτική διευκολύνει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, ακόμη και αν η «ρευστότητα» επανέλθει στην οικονομία, ακόμη και αν η αγορά εργασίας καταστεί ευέλικτη και αποτελεσματική, αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι εγγυημένη. Όλα τα παραπάνω είναι βέβαια αναγκαίες συνθήκες: χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη. Δεν είναι όμως ικανές. Ικανές συνθήκες, αντιθέτως, είναι η ύπαρξη επιχειρηματικότητας (που σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει), είναι η λειτουργία αποτελεσματικών και αδιάφθορων θεσμών (που σήμερα  δεν λειτουργούν), είναι η αντιμετώπιση της οικονομικής δημιουργίας ως αυταξίας (που σήμερα αντιμετωπίζεται ως απαξία), είναι η παραγωγή γνώσεως από τα πανεπιστήμια (που σήμερα παράγουν σχιζοφρένεια), είναι η ενατένιση του κόσμου με χαρά και αισιοδοξία (αντί για τη σημερινή αυτοκαταστροφική ομφαλοσκόπηση). Παραγωγικός (ανα)προσανατολισμός της χώρας, συνεπώς, δεν είναι να διατυπώνεται το (βλακώδες και δημαγωγικό) αίτημα «να κάνει το κράτος γνωστό το αναπτυξιακό του σχέδιο» γιατί το κράτος δεν μπορεί να έχει τέτοιο σχέδιο-και δεν πρέπει. (Όλοι θυμόμαστε τι συνέβη την τελευταία φορά που προσπάθησε κάτι παρόμοιο. Τώρα όμως το επιχειρεί εκ νέου-τουλάχιστον στα χαρτιά). Ο παραγωγικός αναπροσανατολισμός της χώρας είναι να αγωνισθούμε, όλοι οι έντιμοι και ψυχικά υγιείς πολίτες, ώστε να δημιουργηθούν οι κοινωνικοί εκείνοι χώροι και τα κοινωνικά εκείνα υποκείμενα που θα καταστήσουν την ανάπτυξη «ενδογενή» υπόθεση της καθημερινότητάς μας. Και ως συνέπεια αυτού θα μεταμορφώσουν τη χώρα μας επί τα βελτίω, αναβαθμίζοντας την αισθητική της, αποκαθιστώντας το περιβάλλον της, αυξάνοντας την ατομική και συλλογική ασφάλεια των πολιτών της, προστατεύοντας τις μνήμες τους και την ιστορία τους από τον αφανισμό και τον ευτελισμό. Γιατί η ανάπτυξη είναι κυρίως αυτά.

Ανεργία: Πρόκειται για τη μεγαλύτερη τραγωδία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένας άνεργος, όσο και αν δεν το θέλει, όσο και να προσπαθεί να το αποφύγει, διακτινώνει τη δυστυχία της οποίας ο ίδιος είναι το πρώτο θύμα, σε όλον τον κοινωνικό του περίγυρο. Η πιο αδιάψευστη απόδειξη της συλλογικής μας χρεοκοπίας ως κοινωνίας προκύπτει από το γεγονός ότι η τερατώδης ανεργία που πλήττει ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπων, δεν αποτελεί τη βασική μας ανησυχία και μέριμνα. Γιατί εάν αποτελούσε, είναι βέβαιο ότι θα είχαμε προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, που μπορεί να ανέτρεπαν εν μέρει, ή αρκετά, την καθημερινότητά μας, αλλά τουλάχιστον θα περιόριζαν το πρόβλημα σε ανεκτά πλαίσια.

Την ανεργία πρέπει να την εξετάσει κανείς σε δύο επίπεδα, τόσο μακροοικονομικό όσο και μικροοικονομικό. Πρώτα το μακροοικονομικό. Η αύξησή της με τρομακτικούς ρυθμούς τα τρία τελευταία έτη είναι, κατ’ ευθείαν γραμμή, αποτέλεσμα της κατάρρευσης της υπερπλασίας («φούσκας») των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» (υπηρεσίες, εμπόριο, οικοδομές κλπ). Βεβαίως, ένα μέρος της προέρχεται και από τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», από τις δυσμενείς δευτερογενείς επιδράσεις που είχε η κρίση επ’ αυτών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πιστωτικό στραγγαλισμό επιχειρήσεων λόγω της καθίζησης των τραπεζών. (Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων του τομέα αυτού που έκλεισαν, στην πραγματικότητα δεν παρήγαγαν «διεθνώς εμπορεύσιμα». Μπορεί η ΕΛΣΤΑΤ να τις κατέγραφε ως τέτοιες, αλλά στην πραγματικότητα μία βιοτεχνία που κατασκεύαζε προθήκες για μικρεμπορικά καταστήματα ή μία βιομηχανία που κατασκεύαζε τούβλα για την οικοδομή βρισκόταν πιο κοντά στα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» και στη «φούσκα» τους γιατί η μικρή προστιθέμενη αξία των προϊόντων που παρήγαγε και η υψηλή απαιτούμενη δαπάνη για τη μεταφορά τους από και προς τις διεθνείς αγορές δεν τα καθιστούσε υποκείμενα στον διεθνή ανταγωνισμό). Σε κάθε περίπτωση πάντως η έκρηξη της ανεργίας είναι κατά κύριο λόγο συνέπεια της κατάρρευσης των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Σε μία εργασία μας με τον Χρήστο Ιωάννου έχουμε δείξει τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Οι ΗΠΑ, με σαφώς υψηλότερη μέση παραγωγικότητα από την Ελλάδα, το 2013 αντλούσαν το 23% του εισοδήματός τους από τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». (Με βάση τον νόμο «της εξίσωσης της αμοιβής των συντελεστών παραγωγής» αυτό ήταν και το ποσοστό των όσων ασχολούνταν στον τομέα). Συνεπώς, για τις ΗΠΑ, με την υψηλότατη μέση παραγωγικότητα κάθε ένας εργαζόμενος του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» συντηρούσε με την παραγωγικότητά του, 3,3 ακόμη εργαζόμενους στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Η Γερμανία, η χώρα με τη μεγαλύτερη εξαγωγική ισχύ παγκοσμίως, αντλούσε από τους κλάδους των «διεθνώς εμπορευσίμων» το 29% του ΑΕΠ της, και ο κάθε ένας εκεί εργαζόμενος συντηρούσε άλλους 2,4 περίπου στους συμπληρωματικούς κλάδους. Έναντι αυτών, είναι προφανές ότι, σε συνθήκες ισορροπίας η, με πολύ χαμηλότερη, μέση παραγωγικότητα Ελλάδα θα έπρεπε να συντηρεί ακόμη λιγότερους εργαζόμενους του τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» από το προϊόν ενός εργαζόμενου των «διεθνώς εμπορευσίμων». Και όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι! Το 2000, όταν η Ελλάδα άρχιζε την πορεία της στην Ευρωζώνη, η σχέση ήταν ήδη εξαιρετικά δυσμενής: 25% «διεθνώς εμπορεύσιμα» που σημαίνει ότι ένας «παραγωγικός» εργαζόμενος συντηρούσε τρεις «μη παραγωγικούς». Το 2009 η σχέση αυτή είχε διαμορφωθεί ως εξής: 20% του ΑΕΠ, δηλαδή ένας «παραγωγικός» για τέσσερις «μη παραγωγικούς». Δηλαδή ο, χαμηλής παραγωγικότητας για τα διεθνή δεδομένα, ελληνικός τομέας «διεθνώς εμπορευσίμων» είχε κληθεί να σηκώσει το βάρος ακόμη περισσότερων εργαζομένων από όσους ο αντίστοιχος, πολύ πιο ισχυρός, αμερικανικός ή γερμανικός. Κάτι, βεβαίως, που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί επί μακρόν, και ειδικά αφ’ ης στιγμής διακόπηκε η ροή δανεικών στην ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του 2010, η οποία, μεταξύ άλλων, έφερε τη σχέση 1 προς 4, ξανά κοντά στο 1 προς 3. Με πέντε εκατομμύρια οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αυτό αντιστοιχεί ακριβώς στο ένα εκατομμύριο θέσεων εργασίας που χάθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο μακροοικονομικός τρόπος για να κερδηθεί εκ νέου η απασχόληση που χάθηκε; Το πρώτο βήμα είναι να υπάρξουν κάποιες θέσεις εργασίας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», ώστε να μπορούν να υποστηριχθούν και άλλες θέσεις στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». (Διότι εάν διοριζόμασταν οι μισοί στο Δημόσιο, και οι άλλοι μισοί ανοίγαμε σουβλατζίδικα, πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα ήμασταν άνεργοι εφ’ όσον δεν θα υπήρχε κάποια πρωτογενής ροή εισοδήματος για να υποστηρίξει την απασχόλησή μας με το απαιτούμενο εισόδημα). Σε τι σχέση θα έπρεπε να δημιουργούνται οι θέσεις εργασίας μεταξύ των δύο τομέων, όμως; Αφού η σχέση 1 προς 4 ήταν υπερβολική και κατέρρευσε, αλλά και η 1 προς 3 ήταν επισφαλής, ως μεγαλύτερη ακόμη και από τηνγερμανική, σκόπιμο θα ήταν να προσδιορίζαμε το «υγιές» επίπεδο της σχέσης στο 1 προς 2,5. Δηλαδή για να απορροφηθεί το ενάμιση εκατομμύριο ανέργων, θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν 400.000 θέσεις εργασίας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» ώστε, στη συνέχεια, να δημιουργηθεί άλλο ένα εκατομμύριο στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων».

Αυτή είναι η μακροοικονομική απάντηση για το ζήτημα της ανεργίας. Και τίθεται το ερώτημα: πόσο καιρό χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να δημιουργήσει 400.000 βιώσιμες θέσεις εργασίας στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων»; Δυστυχώς η σωστή απάντηση μοιάζει να είναι: όχι λιγότερα από 8 με 10 χρόνια-και αυτό στην πιο ιδανική περίπτωση. Και, αναπόφευκτα, ακολουθεί ένα άλλο ερώτημα: μπορεί να αντέξει για τόσο καιρό αυτήν την τραγωδία η ελληνική κοινωνία χωρίς να υποστεί ανήκεστο βλάβη; Άγνωστο. Είτε ναι, είτε όχι, πάντως, το θέμα είναι ότι η μακροοικονομία δεν είναι σε θέση να δώσει την κοινωνικά επιβαλλόμενη άμεση λύση. Γι’ αυτό θα πρέπει να διερευνηθούν και οι τυχόν μικροοικονομικές δυνατότητες.

Η συνήθης αντίδρασή στην ανεργία έρχεται μέσω των λεγομένων «πολιτικών απασχόλησης», οι οποίες, στην ουσία αποτελούν ένα είδος επιδότησης ορισμένων κατηγοριών ανέργων προκειμένου να «κερδίσουν το χαμένο έδαφος» και να επανέλθουν, ή να εισέλθουν για πρώτη φορά, στην αγορά εργασίας. Πρόκειται για μία μέθοδο που μπορεί να είναι -και έχει αποδειχθεί ότι είναι- αρκετά αποτελεσματική (περισσότερο βέβαια σε άλλες χώρες και λιγότερο στην Ελλάδα). Το θέμα, όμως είναι ότι αν θα μπορούσες να επιδοτήσεις το 30% του εργατικού δυναμικού για να επιστρέψει στην οικονομική δραστηριότητα αυτό δεν θα ήταν «πολιτική απασχόλησης» αλλά κάτι άλλο (το οποίο βεβαίως πρέπει να ερευνηθεί και αυτό με τη σειρά του, κατά πόσο είναι εφικτό). Ως εκ τούτου οι παραδοσιακές «πολιτικές απασχόλησης» μπορούν να χρησιμεύσουν ως «καταπραϋντικά» για κάποιες ιδιαίτερα οξυμένες μορφές κοινωνικής αρρυθμίας που δημιουργούνται από την εκτεταμένη ανεργία. Σκόπιμο είναι να πάρουν τις εξής μορφές: προσπάθεια να μην υπάρχουν οικογένειες των οποίων όλα τα μέρη είναι άνεργα, μέριμνα για τις περιοχές στις οποίες η ανεργία βρίσκεται πολύ υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, προγράμματα επανακατάρτισης ανέργων προερχομένων από «καταδικασμένους» κλάδους όπου είναι προφανές ότι δεν θα υπάρξουν ξανά ευκαιρίες απασχόλησης, προσπάθεια να μην υπάρχουν, κατά το δυνατόν, μακροχρόνιοι άνεργοι κλπ.

Είναι όμως γεγονός ότι, όπως και η «μακροοικονομική» προοπτική, έτσι και οι «πολιτικές απασχόλησης» δεν είναι σε θέση να προσφέρουν τη δραστική λύση που απαιτούν σήμερα οι συνθήκες στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό η κοινωνική και οικονομική πολιτική πρέπει να επιτεθεί στο πρόβλημα κάνοντας χρήση κάθε αντισυμβατικού μέσου μείζονος βεληνεκούς που μπορεί να έχει στη διάθεσή της. Πρόκειται βεβαίως για μία προσπάθεια που οι απαιτήσεις της βαίνουν πολύ πέραν των διανοητικών και επιχειρησιακών ορίων της πολιτικά ιθύνουσας τάξης της χώρας. Πλην όμως, και στην περίπτωση αυτή, η υπαλλακτική επιλογή είναι το να παραμείνει κανείς αδρανής -όπως δηλαδή συμβαίνει σήμερα- και να παρακολουθεί τη χώρα να αποσυντίθεται, επί μία δεκαετία ή και περισσότερο, πληττόμενη από ανεργία στα επίπεδα του 20 ή του 30%. Ως εκ τούτου, εκείνο που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν να προχωρήσει η πολιτεία στη χρησιμοποίηση των δύο -κατά τη γνώμη μας- «πυρηνικών» όπλων που έχει στη διάθεσή της για την καταπολέμηση της ανεργίας. Αυτά είναι, αφ’ ενός, η πλήρης και χωρίς περιορισμούς απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και, αφ’ ετέρου, η ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού ως «εργοδότη τελευταίας προσφυγής».

Η πλήρης και χωρίς περιορισμούς απελευθέρωση της αγοράς εργασίας θα πρέπει, εν πρώτοις, να προλειανθεί και από άλλα σύνδρομα μέτρα, κυριότερο από τα οποία είναι η ελάφρυνση του μη-μισθολογικού κόστους, διότι είναι πραγματικά εξωφρενικό για μία χώρα να έχει ταυτοχρόνως, τη μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρώπη αλλά και το υψηλότερο μη-μισθολογικό κόστος. Αυτό είναι σαν να θέλει να τιμωρεί για την πράξη τους όσους εργοδότες προσλαμβάνουν εργαζόμενους! Κυριότερο, όμως, στοιχείο της απελευθέρωσης της αγοράς θα πρέπει να είναι το δικαίωμα των εργοδοτών να διευθετούν, σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχειρήσεώς τους, το εργατικό δυναμικό τους. Πρόκειται γι’ αυτό που στην εργατοπατερική ιδιόλεκτο που έχει κυριαρχήσει περιγράφεται με τον όρο «ελεύθερες απολύσεις» (απολύσεις, βεβαίως, με κατοχυρωμένο το δικαίωμα «αποζημίωσης» του εργαζομένου υπολογισμένης με βάση τον χρόνο απασχόλησης και το ύψος της αμοιβής του, την οποία ο εργαζόμενος θα εισπράττει ακόμη και αν δεν απολυθεί αλλά αποχωρήσει με δική του πρωτοβουλία από την εργασία του). Μία παρόμοια απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ούτε, φυσικά, θα εκμηδενίσει την ανεργία, ούτε θα την περιορίσει δραματικά. Θα την περιορίσει, όμως, αισθητά διότι θα απελευθερώσει δημιουργικές διαδικασίες που τη στιγμή αυτή συμπιέζονται από ένα αναποτελεσματικό καθεστώς που σπαταλά ανθρώπινους πόρους και που, σύμφωνα με τους επικρατούντες στην Ελλάδα οργουελιανούς ευφημισμούς, ή δυσφημισμούς, ονομάζεται «σύστημα εργασιακών σχέσεων».

Δυστυχώς, σε αντίθεση με την επικρατούσα, μετά από δεκαετίες πλύσης εγκεφάλου, άποψη, το «σύστημα εργασιακών σχέσεων», όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί, είναι αντεργατικό και αντιλαϊκό στη φύση του και βλάπτει τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αντίθετα, μία απελευθερωμένη αγορά εργασίας θα ήταν καθεστώς φιλικό προς τον εργαζόμενο και τα συμφέροντά του αφού θα ασκούσε ισχυρές καθοδικές πιέσεις στην ανεργία και θα καθιστούσε το φάσμα της ανεργίας λιγότερο απειλητικό γι’ αυτόν. Έχει αποδειχθεί ότι για έναν εργοδότη το μεγαλύτερο αντικίνητρο στο να προσλάβει έναν επιπλέον εργαζόμενο, είναι η δυσκολία να τον απολύσει εάν, σε μεταγενέστερο χρόνο, η απασχόλησή του αποδειχθεί μη-αποδοτική. Αυτό ενισχύεται μάλιστα εάν ο εργοδότης πέραν της καθ’ αυτήν αμοιβής πρέπει να επιβαρυνθεί και με ένα υψηλότατο μη-εργοδοτικό κόστος. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο αντικίνητρο για έναν μισθωτό στο να αποχωρήσει από μία εργασία που δεν τον ικανοποιεί πλήρως είναι η γνώση του γεγονότος ότι οι εργοδότες είναι εξαιρετικά διστακτικοί στο να προσλάβουν, έστω και δοκιμαστικά, νέους εργαζόμενους. Συνεπώς, η εξαφάνιση των αντικινήτρων στην κινητικότητα που αντιμετωπίζουν και οι δύο πλευρές θα προσδώσει πολύ περισσότερο δυναμισμό στην αγορά εργασίας και θα επιτρέψει στο κάθε έναν που συμμετέχει σε αυτήν να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει την καλύτερη, και πλέον συμφέρουσα για τον ίδιον εργασιακή σχέση. Αυτό είναι κάτι που αναμφίβολα συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας της παραγωγικής διαδικασίας και είναι προς όφελος όλων. (Βεβαίως, τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας δεν εξαντλούνται εκεί. Η πρόσφατη κρίση προσέφερε κάποια συμπεράσματα: οικονομίες με ισχυρή «επιχειρηματικότητα», όπως η Γερμανία, αντιμετωπίζουν καλύτερα την ανεργία αν λειτουργούν με σαφώς «οριοθετημένα» ή «συμμετοχικά» συστήματα εργασιακών σχέσεων. Αντίθετα, οικονομίες με «ασθενή επιχειρηματικότητα» όπως η Ελλάδα έχουν ανάγκη από συστήματα με μεγαλύτερες «ευελιξίες» διότι οι υπερβολικοί περιορισμοί συνδυαζόμενοι με ακόμη και την παραμικρή δυσκολία της οικονομικής συγκυρίας αποθαρρύνουν την επιχειρηματική δράση με αποτελέσματα που είναι δυσμενή κυρίως για τους εργαζόμενους που πλήττονται, ασύμμετρα, σε σχέση με τους εργοδότες από τη συνεπαγόμενη εκτεταμένη ανεργία).

Το πραγματικό «πυρηνικό όπλο» όμως, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί εναντίον της ανεργίας, είναι η ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού ως «εργοδότη τελευταίας προσφυγής». Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση της υποχρεώσεως για το δημόσιο να προσφέρει απασχόληση σε έργα κοινής ωφελείας και άλλα (όπως για παράδειγμα, κατασκευή έργων υποδομής με αυτεπιστασία), για όλους τους ανέργους, όταν το ποσοστό της ανεργίας ανέρχεται πάνω από ένα ορισμένο ποσοστό (12% για παράδειγμα). Η αμοιβή των εργαζομένων θα πρέπει να είναι κατά τι χαμηλότερη από τη θεσμοθετημένη κατώτερη αμοιβή (δηλαδή, στην περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι 500 ευρώ μηνιαίως, έναντι των 580 ευρώ του κατώτερου μισθού), διότι διαφορετικά, εάν ήταν υψηλότερη, θα επιδρούσε στρεβλωτικά στην κατανομή των πόρων και στις προσπάθειες της οικονομίας να επιτύχει ένα νέο υψηλότερο επίπεδο ισορροπίας. Το χρηματικό ποσό που θα καταβάλλεται δεν θα δίνεται στους απασχολούμενους ως «κοινωνικό επίδομα», ή ως «επίδομα ανεργίας» αλλά ως αμοιβή για παραγωγική και αποδοτική εργασία - το κράτος οφείλει να είναι «σκληρός» εργοδότης. Εν τω μεταξύ εάν οι συνθήκες της οικονομίας βελτιώνονται και δημιουργούνται ευκαιρίες απασχόλησης,  ο απασχολούμενος από το δημόσιο θα μπορεί να αποχωρεί κατά βούλησιν προκειμένου να εργασθεί στον ιδιωτικό τομέα, με υψηλότερες αμοιβές και σε καλύτερες συνθήκες. Αυτός άλλωστε θα είναι και ο σκοπός του προγράμματος: να «διώξει» τους πολίτες που έμειναν προσωρινά χωρίς απασχόληση, και πάλι πίσω στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να έχουν υποστεί τα δεινά της ανεργίας και χωρίς να έχουν χάσει τις επαγγελματικές ικανότητές τους, όπως συμβαίνει όταν βρίσκονται για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα μακριά από την αγορά εργασίας, παραμένοντας σε αδράνεια. (Δηλαδή, μεταξύ των άλλων, ένας σκοπός της πολιτικής του «εργοδότη τελευταίας προσφυγής» είναι να καταπολεμήσει και το φαινόμενο της «υστέρησης»).

Η χρηματοδότηση μιας παρόμοιας πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι καθόλου δύσκολη. Κάλλιστα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, τα οποία διασπαθίζονται και σπαταλώνται σε αμφισβητούμενης απόδοσης και χρησιμότητας έργα ως επί το πλείστον, έχοντας κατανεμηθεί με αμφίβολης διαφάνειας και νομιμότητας διαδικασίες. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορεί να υλοποιήσει τα ίδια έργα, και ακόμη περισσότερα, επιτυγχάνοντας παραλλήλως, πολύ πιο σημαντικές «θετικές εξωτερικότητες». Με έναν δε πρόχειρο υπολογισμό, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι το Δημόσιο μπορεί να απασχολήσει ένα εκατομμύριο ανέργους, για δέκα μήνες τον χρόνο κατά μέσον όρο τον καθένα, καταβάλλοντας του μία αμοιβή 500 ευρώ, μηνιαίως, σχεδόν διαθέτοντας μόνο ένα «πρωτογενές πλεόνασμα» και τίποτε περισσότερο. Βεβαίως, η πραγματική δυσκολία δεν βρίσκεται στην χρηματοδότηση αλλά στην υλοποίηση του προγράμματος η οποία απαιτεί την επιστράτευση και κινητοποίηση του ευρύτερου Δημοσίου σε μία κλίμακα που του είναι άγνωστη μέχρι στιγμής. Οι συνθήκες όμως που επικρατούν δεν επιβάλλουν, άραγε, την υπέρβαση της συλλογικής μας απάθειας και οκνηρίας;

Βεβαίως εύκολα θα μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την πολιτική πρόταση αυτή ως «πρωτόγονη κεϋνσιανή», «κρατιστική», «ολοκληρωτική» ή οτιδήποτε άλλο. Μόνο που οι κατηγορίες αυτές δεν θα έχουν σημασία, ιδιαίτερα δε διότι δεν θα ευσταθούν. «Κεϋνσιανή» σε κάθε περίπτωση η πρόταση αυτή δεν είναι (όχι, φυσικά, ότι θα αποτελούσε αμάρτημα το να ήταν), διότι δεν αποβλέπει στο να τονώσει μια «ενεργό ζήτηση» που δεν χρειάζεται να τονωθεί και που εάν «τονωνόταν» θα διέστρεφε ακόμη περισσότερο τις σχετικές τιμές, οδηγώντας την οικονομία σε ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία. «Κρατιστική» ή «ολοκληρωτική», επίσης, δεν είναι διότι η εφαρμογή της δεν θα έχει κανένα στοιχείο εξαναγκασμού ή υποχρέωσης και η συμμετοχή των πολιτών σε αυτήν θα γίνεται σε καθαρά εθελοντική βάση. Βεβαίως, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία πολιτική αύξησης της «προσφοράς», δεδομένου ότι η παρούσα κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μια «κρίση ζήτησης» αλλά είναι μία «κρίση προσφοράς». (Και στην περίπτωση αυτή, πάντως, δεν θα έχει καμία σχέση με τα supply side economics των Αμερικάνων συντηρητικών της δεκαετίας του 1980). Έξω και πέρα από όλα αυτά, η συγκεκριμένη πολιτική είναι απλώς μία πρόταση κοινωνικής, αλλά στην εν προκειμένω περίπτωση και εθνικής, σωτηρίας.

Τίθεται, βεβαίως, ένα ερώτημα: μήπως ένα παρόμοιο πολιτικό εγχείρημα, εγκυμονεί κινδύνους και παρενέργειες που δεν είναι ορατές «δια γυμνού οφθαλμού»; Η αρχική απάντηση σε αυτό είναι αρνητική: η λογική ανάλυση δεν δείχνει να υπάρχουν κάπου παγίδες ή παρενέργειες οι οποίες είναι δυνατόν να έχουν εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα. Όμως η ερώτηση αυτή θα έπρεπε, καλύτερα, να απαντηθεί με μία αντερώτηση: ακόμη και αν υπάρχει μία μικρή πιθανότητα σοβαρών παρενεργειών ή δυσμενών αποτελεσμάτων, τι είναι καλύτερο για μία χώρα που ψυχορραγεί αργά αλλά σταθερά: να παραμείνει αδρανής περιμένοντας την καταστροφή της ή αντίθετα, ξεπερνώντας και τον παλιό κακό της εαυτό, να προσπαθήσει, με ό,τι μέσον διαθέτει, να ξεφύγει από την πορεία που την οδηγεί από τον βάλτο της παρακμής προς τον γκρεμό της πλήρους καταστροφής; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.  

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas



Σχολιάστε το άρθρο

Απομένουν 3000 χαρακτήρες αποστολή

Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα