Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Σε αναβάθμιση της αξιολόγησης των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών Alpha Bank, Πειραιώς, Εθνική, Eurobank προχώρησε χθες ο οίκος Standard & Poor’s, αξιολογώντας τες πλέον στη βαθμίδα «CCC+» έναντι «CCC» πριν, με «σταθερή» προοπτική.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου, η απόφαση αυτή σηματοδοτεί την εκτίμησή του ότι η πιστοληπτική ικανότητα των συγκεκριμένων τραπεζών έχει βελτιωθεί χάρη στη συνεχή πρόσβαση στη ρευστότητα που προσφέρουν οι ευρωπαϊκές αρχές, στην πρόσφατη ολοκλήρωση των αυξήσεων κεφαλαίου, αλλά και στη μείωση των κινδύνων από τη σταδιακή σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
«Θεωρούμε ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολύ υψηλά ρίσκα, κυρίως εξαιτίας των συνεπειών που είχε δημιουργήσει η οικονομική δυσχέρεια της Ελλάδας στο προφίλ χρηματοδότησης του τραπεζικού κλάδου. Πιστεύουμε ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεχίζουν να είναι από τις πλέον δύσκολες μεταξύ των χωρών στις οποίες προσφέρουμε υπηρεσίες αξιολόγησης» αναφέρεται στην ανακοίνωση του οίκου, τονίζοντας όμως ότι «έχει ελαττωθεί ο κίνδυνος για περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών στις οποίες λειτουργούν οι τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει νέα κεφάλαια, κυρίως από ιδιώτες επενδυτές μετά τα stress tests της ΤτΕ, γεγονός που συνέβαλε στη μείωση της συμμετοχής του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο και αναμένουμε ότι θα οδηγήσει σε πλήρη ιδιωτικοποίηση της Eurobank».
Υπό αυτό το πρίσμα, ο S&P βλέπει σημαντικά μικρότερο ρίσκο οι αρχές να αυξήσουν απότομα την παρέμβασή τους στο τραπεζικό σύστημα και να προκαλέσουν με τον τρόπο αυτό στρεβλώσεις στην αγορά.
Ο οίκος θεωρεί επίσης ότι οι εξασθενημένες οικονομικές συνθήκες και το υψηλό κόστος χρηματοδότησης συνεχίζουν να περιορίζουν την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο, το ρίσκο περαιτέρω επιδείνωσης υποχώρησε, ακολουθώντας την αυξημένη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες υποστήριξαν την εκτίμηση του οίκου για «σταθερή» προοπτική. Ωστόσο, ο S&P εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι αντιμέτωπες με υπερβολικά υψηλά οικονομικά ρίσκα, τα οποία απορρέουν από τις μεγάλες πιστωτικές απώλειες και τη βραδεία οικονομική ανάκαμψη. Ο οίκος αξιολόγησης θεωρεί ακόμη ότι η ελληνική οικονομία οδεύει σε μια σταδιακή εξισορρόπηση και αναμένει το ελληνικό ΑΕΠ να ανακάμψει σταδιακά κατά την περίοδο 2014-2017.
Οι πράξεις αξιολόγησης αντανακλούν επίσης την εκτίμηση του S&P ότι η πιστοληπτική αξιοπιστία των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί. Οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται από τους μηχανισμούς ρευστότητας που παρέχουν η ΕΚΤ και η ΤτΕ για τη διαχείριση των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτικών αναγκών τους.
Ωστόσο, ο οίκος αναμένει ότι οι μηχανισμοί αυτοί θα είναι διαθέσιμοι για όσο καιρό τους χρειάζονται οι ελληνικές τράπεζες για να διορθώσουν τις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και ενόσω παραμένει περιορισμένη η πρόσβασή τους σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ο S&P θεωρεί πλέον τους μηχανισμούς αυτούς ως μια σταθερή και όχι έκτακτη και βραχυπρόθεσμη στήριξη.
Ωστόσο, παρά τις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου, ο οίκος τονίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν περαιτέρω το μέγεθος των κεφαλαιακών τους «μαξιλαριών», γιατί θα αντιμετωπίσουν μεγάλες απώλειες από δάνεια τα επόμενα δύο έτη. Κατά συνέπεια, αναμένει ότι θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλια για να συμμορφωθούν με τις ελάχιστες ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών από την S&P αποτελεί μια νέα ψήφο εμπιστοσύνης από τους οίκους αξιολόγησης που είχαν «συνυπογράψει» την αξιοπιστία των stress tests από την Τράπεζα της Ελλάδος και τα οποία αποτέλεσαν την αφετηρία για τις αυξήσεις κεφαλαίου.
Τόσο σε επίπεδο κεφαλαίων όσο και στο μέτωπο της ρευστότητας, η βελτίωση των συνθηκών είναι σαφής και αναγνωρίζεται από την S&P με τη χθεσινή αναβάθμιση. Ακριβώς η πρόσβαση στις αγορές έπειτα από μακρά περίοδο αποκλεισμού επισημαίνεται από τους οίκους αξιολόγησης που έρχονται με καθυστέρηση να διατυπώσουν εμπιστοσύνη στις προοπτικές του κλάδου την οποία ήδη έδειξαν ήδη τα μεγαλύτερα θεσμικά χαρτοφυλάκια από όλο τον κόσμο.
Ακόμη και τα ρίσκα που επισημαίνει η S&P, αναγνωρίζοντας πάντως ότι υποχωρούν σταθερά, αντιμετωπίζονται από τον κλάδο, σύμφωνα με παράγοντες της τραπεζικής αγοράς, αφού οι κινήσεις αναδιάρθρωσης δημιουργούν πρόσθετα κεφαλαιακά μαξιλάρια, η εξάρτηση από το ευρωσύστημα μειώνεται σταθερά, ενώ και η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που γίνεται πιο ενεργός αναμένεται να αποδώσει το αμέσως επόμενο διάστημα, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και την ανάσχεση της ύφεσης.