Την καταγραφή και τυποποίηση των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων προκρίνει ο πρόεδρος του Ελληνοϊταλικού Επιμελητηρίου Ιωάννης Τσαμίχας με προσανατολισμό τη στροφή από μια γεωργία «ποσοτήτων» και «χαμηλού κόστους» σε μια γεωργία «ποιότητας».
Eπόμενο: Ελλάδα - Ισραήλ
Προηγούμενο: Ελλάδα - Κίνα
Ανάμεσα σε 100 εξαγωγικούς προορισμούς η Ιταλία κατατάσσεται πρώτη εντός της Ε.Ε. και δεύτερη σε παγκόσμιο επίπεδο με απορρόφηση ελληνικών προϊόντων πλέον των 2,27 δισ. ευρώ.
Σε ποιο επίπεδο βρίσκονται σήμερα οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών; Πώς επέδρασε η κρίση, πού βρισκόμαστε σήμερα, ποιες είναι οι άμεσες προοπτικές;
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα οικονομικής ύφεσης και δημοσιονομικής κρίσης, μοιάζει σχεδόν παράδοξο ότι μέσα στο 2013 παρατηρήθηκε μια μικρή έστω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για αύξηση 1% με βάση τα στοιχεία Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2013 σε σχέση με το 2012 και τζίρο που ξεπερνά αυτή τη στιγμή τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ. Ανάμεσα σε 100 εξαγωγικούς προορισμούς, η Ιταλία κατατάσσεται πρώτη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεύτερη σε παγκόσμιο επίπεδο, με απορρόφηση ελληνικών προϊόντων πλέον των 2,27 δισ. ευρώ.
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα οικονομικής ύφεσης και δημοσιονομικής κρίσης, μοιάζει σχεδόν παράδοξο ότι μέσα στο 2013 παρατηρήθηκε μια μικρή έστω αύξηση (1%) των ελληνικών εξαγωγών προς την Ιταλία.
Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην Ιταλία κατευθύνεται σχεδόν το 10% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών ενώ (με βάση και πάλι τα στοιχεία Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013) επιβεβαιώνεται περαιτέρω αύξηση 20,7% των ελληνικών εξαγωγών προς την Ιταλία, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012. Επιπλέον, η αξία των εμπορικών ανταλλαγών Ελλάδας – Ιταλίας ανέρχεται σε 5,5 δισ. ευρώ.
Κατά τη γνώμη μου, σε μια περίοδο αναζήτησης διαδικασιών αναγέννησης του ελληνικού παραγωγικού ιστού, θα ήταν σκόπιμο να γνωρίσουμε καλύτερα το επιτυχημένο εξαγωγικό μοντέλο της γειτονικής χώρας δεδομένων των πολλών κοινών στοιχειών που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε.
Σε ποιους τομείς και υπό ποιες προϋποθέσεις εκτιμάτε ότι μπορούν να αυξηθούν οι ελληνικές εξαγωγές προς την Ιταλία;
Ένα δυνατό σημείο εκκίνησης είναι η ελληνική περιφέρεια. Ο πρωτογενής τομέας αλλά και ο δευτερογενής της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, σε συνεργασία με τον τριτογενή τομέα του τουρισμού, έχουν ήδη κατακτήσει το δικό τους καθοριστικό ρόλο, στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο που η χώρα μας πρέπει να υιοθετήσει, προκειμένου η ελληνική οικονομία να οδηγηθεί σε βιώσιμη και σταθερή αναπτυξιακή πορεία.
Με δεδομένο λοιπόν ότι σε αυτές τις «ράγες» θα τρέξει αργά ή γρήγορα, η ατμομηχανή της ανάπτυξης, αποτελεί στρατηγική επιλογή για την ελληνική γεωργία, η στροφή από μια γεωργία «ποσοτήτων» και «χαμηλού κόστους», σε μια γεωργία «ποιότητας».
Για τον καταναλωτή, η ταυτότητα των αγροδιατροφικών προϊόντων συνοψίζεται στην ποιότητα και στην ασφάλεια, αφού στην πραγματικότητα αναζητά το «επώνυμο» αγροδιατροφικό προϊόν. Μόνο έτσι, με ταυτότητα, τα ποιοτικά ασφαλή, ελληνικά, αγροτικά προϊόντα θα κατακτήσουν τη θέση που τους αξίζει στις αγορές και θα συμβάλλουν στην εξωστρέφεια που επιζητούμε ώστε να ανατραπεί το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Θα ήταν σκόπιμο να γνωρίσουμε καλύτερα το επιτυχημένο εξαγωγικό μοντέλο της Ιταλίας δεδομένων των πολλών κοινών στοιχειών που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε.
Από κει κι ύστερα, την πρώτη βασική προϋπόθεση αποτελεί η καινοτομία που πρέπει να αποτελέσει στρατηγικό στόχο για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις και κυρίως εκείνες του πρωτογενούς τομέα.
Εξίσου βασική και απαραίτητη είναι η καταγραφή των αγροδιατροφικών προϊόντων, τομέας στον οποίο έχει γίνει άρτια δουλειά στη γειτονική Ιταλία και ακολουθεί η τυποποίηση, επειδή μόνο αφού θα διαθέτουν ταυτότητα, τα ποιοτικά ασφαλή, ελληνικά, αγροτικά προϊόντα θα κατακτήσουν τη θέση που τους αξίζει στις αγορές.
Ποια θεωρείτε ότι είναι σήμερα τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της ελληνικής παραγωγικής και εξαγωγικής βάσης;
Τα πλεονεκτήματα ξεκινούν από το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και είναι ενδεικτική η «εξαγωγή» σε διάφορες χώρες, άρτια καταρτισμένων επαγγελματιών και επιστημόνων, λόγω κρίσης.
Βασικό πλεονέκτημα της ελληνικής παραγωγής το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Είναι ενδεικτική η «εξαγωγή», σε διάφορες χώρες, άρτια καταρτισμένων επαγγελματιών και επιστημόνων, λόγω κρίσης.
Επομένως ο ζωντανός παράγοντας πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας, με την επιχειρηματική δράση να κινείται δυναμικά με γνώμονα την καινοτομία, λόγω της αλλαγής των όρων ζήτησης στην αγορά.
Μεγάλο ατού παραμένει εξίσου, το πολύτιμο προϊόν της ελληνικής γης και άρα η γεωργία μπορεί να εξελιχθεί σε στέρεη βάση ανάπτυξης του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της οικονομίας.
Τα μειονεκτήματα αντίθετα, συνοψίζονται στα χαρακτηριστικά της ελληνικής παθογένειας, που ξεκινά από την ανεπάρκεια λόγω έλλειψης «ικανής» τυποποίησης και άρα πιστοποίησης των προϊόντων. Επίσης, η απώλεια της συνάφειας, που προσδιορίζεται συχνά από την έλλειψη συνεργασίας των παραγωγών μεταξύ τους, αλλά και με τους μεταπράτες και την ελληνική Πολιτεία, κάτι που τελικά αντανακλά στη χαρακτηριστική απουσία ευνοϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη προωθητικών δράσεων.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]