ΕΤΕ: Ανάπτυξη άνω του 3% το 2005 παρά τη μετα-ολυμπιακή επιβράδυνση

Τετάρτη, 15 Σεπτεμβρίου 2004 12:13
UPD:12:15

Η ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων βρίσκει την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμό πλησίον του 4% για έβδομο κατά σειρά έτος. Κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης αναδεικνύεται εκ νέου η εγχώρια ζήτηση και κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση τροφοδοτούμενη από τις τελικές προετοιμασίες για την Ολυμπιάδα και τα έσοδα από το ναυτιλιακό τομέα.

Τα παραπάνω επισημαίνει σε έκθεσή της για την ελληνική οικονομία η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμώντας ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές παραμένουν θετικές, αν και μία επιβράδυνση είναι αναμενόμενη για το 2005, καθώς ο ρυθμός αύξησης της επενδυτικής δαπάνης πρόκειται να εξασθενίσει συγκριτικά με τους ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς αύξησης της τελευταίας διετίας.

Επιπλέον, αναφέρει ότι η προσπάθεια για δημοσιονομική εξυγίανση δεν μπορεί παρά να σημάνει, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, το τέλος μιας περιόδου θετικής συνεισφοράς της δημοσιονομικής πολιτικής στην εγχώρια ζήτηση.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της Εθνικής, η ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση βασίζεται στη σημαντική αύξηση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος (κατά 4½ σε πραγματικούς όρους), καθώς και στον συνεχιζόμενο υψηλό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης εντός ενός περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Όσον αφορά την επενδυτική δραστηριότητα φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια φυσιολογική φάση επιβράδυνσης σε πιο διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις της τελευταίας διετίας.

Η επιβράδυνση της επενδυτικής δαπάνης αντανακλά κατά κύριο λόγο την εξασθένηση της δημόσιας κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς ένας σημαντικός αριθμός έργων, κυρίως για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, έχει ολοκληρωθεί, ενώ η προσπάθεια δημοσιονομικής σταθεροποίησης αναμένεται να περιορίσει μεταξύ άλλων και τη μελλοντική επενδυτική δραστηριότητα του Δημοσίου.

Επίσης σημαντική εκτιμά η Εθνική ότι θα είναι και η επίδραση από την επιβράδυνση στην κατασκευή κατοικιών όπου η διόρθωση στις τιμές των ακινήτων κατά το 1ο τρίμηνο του 2004 αποτελεί ένδειξη υπερβάλλουσας προσφοράς ακινήτων, ιδιαίτερα στην περιοχή του Λεκανοπεδίου (χωρίς να θεωρείται πιθανή σημαντική περαιτέρω διόρθωση στην εν λόγω αγορά).

Τάσεις επιβράδυνσης, αν και λιγότερο έντονες, χαρακτηρίζουν και τις επιχειρηματικές επενδύσεις καθώς η ταχύτερη του πληθωρισμού, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας συμπιέζουν τα περιθώρια κέρδους, παρά τον ικανοποιητικό ρυθμό αύξησης των πωλήσεων.

Όσον αφορά τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας συνεχίζει να επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη (αφαιρώντας 0,8 της ποσοστιαίας μονάδας από το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά το Α’ εξάμηνο του 2004) παραμένοντας ευάλωτος στο διεθνή ανταγωνισμό, παρά τον ιδιαίτερα χαμηλό ρυθμό αύξησης των εισαγωγών.

Ο ναυτιλιακός τομέας αναπτύσσεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς επωφελούμενος από την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και καυσίμων, η οποία εκτοξεύει τη ζήτηση των υπηρεσιών του κλάδου, καθώς και τις τιμές των ναύλων. Συνέπεια αυτής της εντυπωσιακής πορείας του ναυτιλιακού κλάδου είναι η καθαρή συνεισφορά του στην οικονομική ανάπτυξη να φτάνει σε επίπεδο της τάξης της 1 ποσοστιαίας μονάδας κατά το 2004, γεγονός που είναι μάλλον δύσκολο να επαναληφθεί το 2005.

Αντίθετα, ο τουριστικός κλάδος, παρά την ευκαιρία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, συνεχίζει να υφίσταται τις συνέπειες της αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, καθώς και την απώλεια ανταγωνιστικότητας, λόγω κυρίως της ισχύος του ευρώ αλλά και της παρατεταμένης περιόδου υψηλότερου πληθωρισμού από τους κυριότερους εμπορικούς μας εταίρους. Οι συνολικές εισπράξεις από τον τουριστικό τομέα αναμένεται να είναι οριακά αυξημένες συγκριτικά με πέρσι, καθώς η αναμενόμενη επιτάχυνση των αφίξεων τουριστών με σχετικά υψηλό εισόδημα, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, προσδοκάται ότι θα αντισταθμίσει τη σημαντική μείωση στις αφίξεις κατά το Α΄εξάμηνο του 2004. Ως εκ τούτου, για το σύνολο του έτους προβλέπουμε μια οριακά θετική συνεισφορά του εξωτερικού κλάδου της οικονομίας στην ανάπτυξη, κατά το 2004. Περαιτέρω βελτίωση αναμένεται κατά το 2005 εφόσον μειωθεί και η διεθνής αβεβαιότητα.

Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, μαζί με τη σημαντική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, τροφοδοτούν το δομικό πληθωρισμό, ο οποίος εμφανίζει αυξητικές τάσεις και αναμένεται να κυμανθεί στο 3,5%, κατά μέσο όρο, το 2004. Παράλληλα, το γενικό επίπεδο πληθωρισμού, που παρέμεινε κάτω από το 3% κατά τους πρώτους 8 μήνες του έτους, αναμένεται να υπερβεί εκ νέου το 3%, καθώς εκτιμάται ότι θα αναστραφούν (στο 4ο τρίμηνο του 2004) οι ευνοϊκές επιδράσεις από τις υψηλές τιμές φρέσκων φρούτων και του πετρελαίου κατά την ίδια περίοδο του 2003.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα, μετά την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής απογραφής, αλλά και λόγω της επιβάρυνσης από τις εξαιρετικά υψηλές δαπάνες για την Ολυμπιάδα και της απόκλισης από τον τακτικό προϋπολογισμό, κυμαίνεται σε επίπεδα άνω του 5% του ΑΕΠ. Η ανάγκη για δημοσιονομική σταθεροποίηση εκτιμάται ότι θα μετατρέψει την καθαρή συνεισφορά του δημοσιονομικού παράγοντα στην ανάπτυξη από έντονα θετική σε αρνητική (της τάξης των 1½-2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, εάν το έλλειμμα μειωθεί κάτω από το προβλεπόμενο του Συμφώνου Σταθερότητας, όριο του 3% του ΑΕΠ το 2005, όπως έχει ανακοινώσει η Κυβέρνηση).

Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα επιφορτισθεί με το κύριο βάρος για την αναπτυξιακή ώθηση της ελληνικής οικονομίας. Η κατανάλωση θα συνεχίσει και κατά το 2005 να τροφοδοτείται από την έντονη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος σε πραγματικές τιμές (κατά 4% περίπου) και από τους συνεχιζόμενους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά.

Η επιβράδυνση της επενδυτικής δραστηριότητας θα συνεχιστεί κατά το 2005 οδηγώντας το λόγο της επενδυτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ σε πιο διατηρήσιμα επίπεδα συγκριτικά με τον ιστορικό του μέσο όρο (από 28% το 2004 σε περίπου 25% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα). Οι επενδυτικές προοπτικές των επιχειρήσεων εκτιμάται ότι θα βελτιωθούν περαιτέρω μέσω της υλοποίησης των αναμενόμενων μέτρων για μείωση της φορολογίας των κερδών, την παροχή κινήτρων για επενδύσεις, καθώς και μέσω των σημαντικών εναπομεινουσών ροών κεφαλαίων από το Γ’ ΚΠΣ (περίπου 12% του ΑΕΠ συνολικά στα επόμενα 3-4 χρόνια).

Συμπερασματικά, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ευοίωνες και ο ρυθμός ανάπτυξής της αναμένεται να προσεγγίσει το 4% κατά το 2004 και το 3-3½ το 2005, οι οποίοι είναι σχεδόν διπλάσιοι των προσδοκώμενων για την ευρωζώνη. Συνέπεια της ισχυρής εγχώριας ζήτησης καθώς και των επιδράσεων από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου θα είναι η διατήρηση του εγχώριου πληθωρισμού σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 3% και κατά το 2005. Η δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από την πρόοδο στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταβολών, συμπεριλαμβανομένης της αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, τη μείωση της ακαμψίας στην αγορά εργασίας, τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (μείωση γραφειοκρατικών διαδικασιών στη δημιουργία επιχειρήσεων, εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για τις πτωχεύσεις και ταχύτερη ανταπόκριση από το δικαστικό σύστημα), καθώς και την προώθηση νέων ιδιωτικοποιήσεων.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΤΕ



Σχολιασμένα