ΚΑΤΑ 4% αναμένεται να αναπτυχθεί φέτος η ελληνική οικονομία, έναντι ρυθμού ανάπτυξης 4,5% το 2003, σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2004, που υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει επίσης λόγο για πολύ μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες οι οποίες «υπονομεύουν τη μακροοικονομική σταθερότητα ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις, διαβρώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνοντας το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος».
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, κύριος προωθητικός παράγοντας της ανάπτυξης είναι και κατά το τρέχον έτος η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία στηρίζεται από την ενίσχυση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, τη συνεχιζόμενη επέκταση της καταναλωτικής πίστης και την άνοδο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια. Η δημόσια κατανάλωση επίσης αυξάνεται με υψηλό ρυθμό εφέτος.
Οι συνολικές επενδύσεις συνεχίζουν να αυξάνονται το 2004, μολονότι βραδύτερα από ό,τι το 2003, δεδομένου ότι ολοκληρώθηκαν τα έργα που συνδέονται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έχει ανακοπεί η άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων σε κατοικίες.
Η συμβολή του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου στην άνοδο του ΑΕΠ θα είναι και εφέτος αρνητική και το μέγεθός της θα είναι περίπου όσο και το 2003. Εντούτοις, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτιμάται ότι θα μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας όμως σχετικά υψηλό (περίπου στο 5% του ΑΕΠ το 2004). Η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών εφέτος αναμένεται να υπεραντισταθμιστεί από την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου των υπηρεσιών (ιδιαίτερα την αύξηση των εισπράξεων από τη ναυτιλία) και του ισοζυγίου των μεταβιβάσεων.
Η απασχόληση εκτιμάται ότι εξακολουθεί να αυξάνεται, ενδεχομένως ταχύτερα από ό,τι το 2003. Πάντως το ποσοστό ανεργίας παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Όσον αφορά το 2005, η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρουσιάσει τις προβλέψεις της στην επόμενη Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, αφού λάβει υπόψη το νέο κρατικό Προϋπολογισμό. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι δεν είναι αναπόφευκτη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν την οικονομική πολιτική και αναφέρονται στην Έκθεση.
Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) και του Εναρμονισμένου ΔΤΚ (ΕνΔΤΚ) εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί εφέτος σε επίπεδο χαμηλότερο από ό,τι το 2003, αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε έκτακτους εξωγενείς παράγοντες (κυρίως τη μείωση των τιμών των οπωροκηπευτικών). Οι πληθωριστικές πιέσεις όμως έχουν ενισχυθεί εφέτος.
Συγκεκριμένα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (δηλ. ο ΕνΔΤΚ χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής) εμφανίζει ανοδική τάση από τα μέσα του 2003: από 2,8% το β΄ τρίμηνο του 2003 αυξήθηκε σε 3,7% το γ΄ τρίμηνο του 2004. Κατά μέσον όρο, ο πυρήνας αναμένεται να αυξηθεί από 3,1% το 2003 σε 3,6% το 2004, οπότε η θετική διαφορά του από το αντίστοιχο μέγεθος της ζώνης του ευρώ θα διευρυνθεί.
Η εμμονή του πυρήνα του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα οφείλεται αφενός σε μακροοικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται τόσο με την πλευρά της ζήτησης όσο και με την πλευρά του κόστους παραγωγής, και αφετέρου στις μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές, οι οποίες δεν λειτουργούν αποτελεσματικά.
Ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ - δηλ. τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων), παρουσίασε σημαντική επιτάχυνση το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2004 και διαμορφώθηκε σε 7,8% τον Αύγουστο του 2004 από 3,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2003. Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται στο ό,τι η χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης συνέχισε μεν να μειώνεται το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2004, αλλά με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι το 2003 (Αύγουστος 2004: -5,6%, τέταρτο τρίμηνο 2003: -15,9%). Αντίθετα, ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά υποχώρησε ελαφρά στην εξεταζόμενη περίοδο (Αύγουστος 2004: 15,0%, τέταρτο τρίμηνο 2003: 17,1%), συνεχίζει όμως να παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων προς τις επιχειρήσεις υποχώρησε σε 6,9% τον Αύγουστο του 2004 από 11% το τέταρτο τρίμηνο του 2003, ενώ ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά διατηρήθηκε και το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2004 σε υψηλά επίπεδα (Αύγουστος 2004: 28,4%, τέταρτο τρίμηνο 2003: 28,2%). Η εξέλιξη αυτή συνδυάζει τη σημαντική επιβράδυνση της ανόδου των στεγαστικών δανείων (Αύγουστος 2004: 23,1%, τέταρτο τρίμηνο 2003: 27,1%) και τον υψηλό και επιταχυνόμενο ρυθμό αύξησης των καταναλωτικών δανείων (Αύγουστος 2004: 38,4%, τέταρτο τρίμηνο 2003: 24,8%).
Οριακές μεταβολές σημειώθηκαν στα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων το οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2004, ενώ μεγαλύτερες μεταβολές, αλλά όχι πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, παρουσίασαν τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων. Έτσι, η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου του συνόλου των νέων τραπεζικών δανείων και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν σταθερή την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2004 (Αύγουστος 2004: 4,83 εκατοστιαίες μονάδες).
Στην Έκθεση συνάγεται το συμπέρασμα, όσον αφορά την ελληνική οικονομία, ότι το μέγεθος των δημοσιονομικών ανισορροπιών και η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2004 είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές εξελίξεις. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι:
Πρώτον, η περαιτέρω χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής - σε συνδυασμό με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων -- οδηγεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστά του ΑΕΠ σε πολύ υψηλά επίπεδα. Λόγω της πρόσφατης αναθεώρησης των δημοσιονομικών στοιχείων και των περαιτέρω αποκλίσεων των δημοσιονομικών μεγεθών το 2004, οι οποίες αντανακλούν τόσο τον "πολιτικό κύκλο" όσο και τις δαπάνες για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, όπως εκτιμά το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, θα φθάσει στο 5,3% του ΑΕΠ το 2004, από 4,6% το 2003, και το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα φθάσει το 112,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2004, από 109,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2003. Το έλλειμμα διευρύνεται σε συνθήκες ταχύρρυθμης ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, το κυκλικά διορθωμένο έλλειμμα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,0% του ΑΕΠ το 2004, ενώ ο αρχικός στόχος ήταν να μειωθεί. Το κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές αποτέλεσμα, το οποίο είναι καλύτερος δείκτης της δημοσιονομικής προσπάθειας, εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση, καθώς το πλεόνασμα αναμένεται να υποχωρήσει κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ και ουσιαστικά να μηδενιστεί το 2004.
Δεύτερον, η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των μέσων ακαθάριστων αποδοχών στο σύνολο της οικονομίας (στο 6,4% εφέτος από 5,5% το 2003) οφείλεται κυρίως στις εξελίξεις των αποδοχών στο δημόσιο τομέα. Εκτιμάται ότι εφέτος οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές θα αυξηθούν κατά 8,4% στο Δημόσιο (έναντι 6,0% το 2003) και κατά 7,8% στις δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ στον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθούν κατά 5,8%.. Η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τόσο στο σύνολο της οικονομίας (στο 4,8%, από 3,0% το 2003) όσο και στον επιχειρηματικό τομέα (στο 4,1%, από 3,0% το 2003) έχει συμβάλει στην άνοδο του πυρήνα του πληθωρισμού εφέτος και αυξάνει τη σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας των τελευταίων ετών, η οποία είναι σημαντική και επηρεάζει δυσμενώς την εξέλιξη της απασχόλησης.
Συνεπώς, οι εξελίξεις του 2004 καθιστούν ακόμη πιο σοβαρές τις προκλήσεις για την οικονομική πολιτική και τους κοινωνικούς εταίρους. Αν αυτές δεν αντιμετωπιστούν στα αμέσως προσεχή έτη, είναι δυνατόν να υπονομεύσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Υπενθυμίζεται ότι η διατήρηση σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μείωση της ανεργίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επωφεληθεί από το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον το οποίο της εξασφαλίζει η πλήρης ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες είναι όμως πολύ μεγάλες και υπονομεύουν τη μακροοικονομική σταθερότητα ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις, διαβρώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνοντας το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος. Επιπρόσθετα, η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη να επιτευχθεί μείωση του πληθωρισμού, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και άνοδος της απασχόλησης. Παράλληλα, οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες αποτελούν περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη, όπως υποδηλώνουν η αυξανόμενη απόκλιση του επιπέδου της παραγωγής (δηλαδή του ΑΕΠ) από τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, καθώς και οι πληθωριστικές πιέσεις, ενώ παράλληλα το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό
Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η μεν κυβέρνηση να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τις διαρθρωτικές δυσκαμψίες, οι δε κοινωνικοί εταίροι να δείξουν περισσότερη συγκράτηση όσον αφορά τις μισθολογικές αυξήσεις. Ειδικότερα:
Πρώτον, η ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή είναι επειγόντως αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι υπάρχουσες μακροοικονομικές ανισορροπίες και να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα διατηρήσιμη δημοσιονομική ισορροπία. Είναι επίσης αναγκαία λόγω των υποχρεώσεων που επιβάλλει στη χώρα το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει ότι επιδιώκει να μειώσει το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 2,8% του ΑΕΠ το 2005. Ο στόχος αυτός είναι ικανοποιητικός και συνεπάγεται σημαντική άμεση διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών, αλλά για να επιτευχθεί θα πρέπει τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που έχουν ανακοινωθεί να εξειδικευθούν και να εφαρμοστούν με συνέπεια και αποφασιστικότητα. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η σταθερή πρόοδος για τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών απαιτεί συγκράτηση των τρεχουσών δαπανών, πάταξη της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Αυτά θα επιτρέψουν όχι μόνο να καλυφθούν επαρκώς οι δαπάνες για έργα υποδομής και να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση με την εφαρμογή μικρότερων φορολογικών συντελεστών, αλλά και να διαμορφωθεί τελικά το δημοσιονομικό έλλειμμα σε χαμηλά επίπεδα.
Δεύτερον, όσον αφορά το μέλλον, είναι σημαντικό η μεν κυβέρνηση (κατά την άσκηση της πολιτικής μισθών στο δημόσιο τομέα) να επιτύχει συγκράτηση της ανόδου των μισθολογικών δαπανών, με τον τρόπο αυτό να σηματοδοτήσει και την επιθυμητή συγκράτηση της ανόδου των αποδοχών και στους άλλους τομείς της οικονομίας, οι δε κοινωνικοί εταίροι να συμβάλουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων, έτσι ώστε να υποχωρήσουν ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο πληθωρισμός και να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Τρίτον, όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα στο παρελθόν από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίο να επιταχυνθούν σε ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας. Συγκεκριμένα, προκειμένου να ενισχυθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, πρέπει να βελτιωθούν το επιχειρηματικό κλίμα και η λειτουργία των αγορών εργασίας και προϊόντων. Η μείωση των εμποδίων διοικητικής φύσεως και της γραφειοκρατίας είναι ζωτικής σημασίας, ενώ απαιτείται επίσης ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και εσωτερικών θαλάσσιων μεταφορών, απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και, γενικότερα, περαιτέρω μείωση του ρόλου του κράτους μέσω της συνέχισης των ιδιωτικοποιήσεων. Ακόμη, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υψηλής ανεργίας και του σχετικά χαμηλού ποσοστού απασχόλησης, πρέπει να επανεξεταστούν τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και ορισμένες περιοριστικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που αποθαρρύνουν τις προσλήψεις.
Εάν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα εξασφαλιστούν και η σύγκλιση των εισοδημάτων προς τα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεχιστεί με ικανοποιητικό ρυθμό, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με την Έκθεση, οι συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία έχουν βελτιωθεί περαιτέρω το 2004, με ταυτόχρονη επιτάχυνση της οικονομικής ανόδου σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, παρά την ύπαρξη σημαντικών γεωπολιτικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων. Στη ζώνη του ευρώ η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται - αν και με σχετικά βραδύ ρυθμό -- και οι προοπτικές για το 2005 είναι ευνοϊκές.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ υπερέβη τους τελευταίους μήνες το 2% υπό την επίδραση της αύξησης της τιμής του πετρελαίου, αλλά αναμένεται ότι θα υποχωρήσει κάτω του 2% το 2005. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά της επιτόκια από τον Ιούνιο του 2003, επειδή εκτιμά ότι συνολικά οι οικονομικές προοπτικές, παρά ορισμένους κινδύνους (που αναφέρονται στην Έκθεση), είναι συμβατές με σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα και ότι το ιστορικά χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα. Η ΕΚΤ πάντως θα συνεχίσει να επαγρυπνεί όσον αφορά οποιαδήποτε εξέλιξη θα συνεπαγόταν κινδύνους για τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα.