ΣΕ ΒΑΣΙΚΟ εμπορικό εταίρο της χώρας μας έχει αναδειχθεί η Τουρκία και παρά το ύψος, στο οποίο έχουν φτάσει οι συναλλαγές, οι προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές, μετά και τη θετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής επιτροπής στις 6 Οκτωβρίου για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Οι εξαγωγές προς την Τουρκία, κατά τη δεκαετία του 1990 και στα πρώτα χρόνια της νέας δεκαετίας, αυξήθηκαν δέκα φορές και οι εισαγωγές πέντε φορές ταχύτερα, σε σχέση με την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών της χώρας μας. Αυτές είναι οι βασικές διαπιστώσεις του νέου τεύχους των «Επισημάνσεων» που εκδίδει το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων.
Οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία από 115 εκατ. δολ. στο 1990 είχαν φτάσει στο 2003 σε 527 εκατ. δολ. τρέχουσας αξίας. Είχαν δηλαδή υπερτετραπλασιαστεί (4,6 φορές). Κατά το ίδιο διάστημα, οι εισαγωγές από τη γειτονική χώρα είχαν ανέβει από 144 εκατ. δολ. σε 864 εκατ. δολ., είχαν δηλαδή αυξηθεί κατά έξι φορές.
Η Τουρκία στο 2003 ήταν ο όγδοος πελάτης για τα ελληνικά προϊόντα και ο 13ος προμηθευτής της ελληνικής αγοράς. Σημειώνεται, ότι, κατά την περίοδο 1990-2003 οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 66% και οι ελληνικές εισαγωγές κατά 113%. Η ισχυρή άνοδος των εμπορικών συναλλαγών με την Τουρκία συνεχίζεται και κατά τους πρώτους έξη μήνες του τρέχοντος έτους. Οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 40% και οι εισαγωγές κατά 53% σε δολάρια, ή κατά 24% και 36% αντιστοίχως, στο ισχυρό ευρώ.
Η αξία του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών συνολικά (εξαγωγές + εισαγωγές) από 223 εκατ. δολ. στο 1990 είχε ανέβει σε 1.392 εκατ. δολ. στο 2003, είχε αυξηθεί δηλαδή πάνω από έξι φορές. Στο επίπεδο αυτό, πάντως, αντιπροσώπευε το 2,6% του συνολικού εμπορίου της χώρας μας και το 1,2% της Τουρκίας.
Μια από τις αιτίες της αστάθειας των εξαγωγών είναι ότι περιορίζονται σε μικρό αριθμό προϊόντων, σε αντίθεση με τις εισαγωγές που απλώνονται σε πολύ μεγάλο αριθμό. Στο έτος 2003, τα δύο πρώτα προϊόντα κάλυψαν το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών.
Όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, το εξαγωγικό πρότυπο θυμίζει περισσότερο το εξαγωγικό πρότυπο καθυστερημένης χώρας, καθώς τον κύριο όγκο των εξαγωγών κατέχουν οι πρώτες ύλες και τα καύσιμα. Το εξαγωγικό πρότυπο των εξαγωγών της Τουρκίας προς την Ελλάδα, εμφανίζει εντελώς διαφορετική εικόνα. Τα βιομηχανικά προϊόντα αποτελούν το συντριπτικό ποσοστό των ελληνικών εισαγωγών από την Τουρκία: 86% και 84%, στο 2000 και το 2003, αντιστοίχως.
Αντιθέτως, η διάρθρωση του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας με την Ε.Ε. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά του εμπορίου μιας ανεπτυγμένης περιοχής με μια μη ανεπτυγμένη χώρα.
Η μεγάλη συγκέντρωση των εξαγωγών και το καθυστερημένο εξαγωγικό πρότυπο δεν είναι οι μόνες αδυναμίες. Αν και η διάρθρωση του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών αποκαλύπτει τις γενικότερες αδυναμίες των ελληνικών εξαγωγών, εν τούτοις δεν είναι άσχετη με την ύπαρξη πολλών εμποδίων που καθιστούν δαπανηρή, δύσκολη ή και απροσπέλαστη την τουρκική αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία έκθεσή της (6 Οκτωβρίου 2004) επισημαίνει ότι η εναρμόνιση με το κοινοτικό κεκτημένο παραμένει ανολοκλήρωτη και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την Τελωνειακή Ένωση σχετικά με τα διάφορα εμπόδια στο εμπόριο που έπρεπε να είχαν εξαλειφθεί από το 2000, δεν έχουν εκπληρωθεί.
Παρά ταύτα, το σχετικά μεγάλο ύψος των συναλλαγών, οι επενδύσεις (στην Τουρκία έχουν εγκατασταθεί ως τώρα 76 ελληνικές επιχειρήσεις) και οι σχέσεις που αναπτύσσονται σε διάφορους άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας έχουν δημιουργήσει ισχυρά αμοιβαία συμφέροντα και ανοίγουν το δρόμο για την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας.
Η επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας πιστεύεται ότι θα αποτελέσει αφετηρία μιας νέας φάσης στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών.