Ξανά στο «στόχαστρο» οι υψηλές τιμές

Τα υπ. Οικονομικών και Ανάπτυξης θα επιβάλουν την υποχρεωτική αναγραφή εκπτώσεων και παροχών της βιομηχανίας
Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου 2013 10:58
EUROKINISSI

Στόχος της κυβέρνησης είναι κάθε παροχή και έκπτωση της βιομηχανίας προς το οργανωμένο λιανεμπόριο να «κουμπώνει» απευθείας σε ένα προϊόν.

Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική».

Ανώτατο όριο στις παρεχόμενες -εκτός τιμολογίου- εκπτώσεις της βιομηχανίας προς το οργανωμένο λιανεμπόριο, νέο μορφότυπο για τα τιμολόγια αγοράς και αλλαγές στο καθεστώς ελέγχου των πιστωτικών σημειωμάτων, σχεδιάζουν τα υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να ανατρέψουν χρόνιες τακτικές και πρακτικές της αγοράς με τις οποίες διατηρούνται στα ύψη οι τιμές αγαθών καθημερινής ανάγκης, ενώ κάθε χρόνο χάνονται σημαντικά έσοδα για το δημόσιο ταμείο από τη φοροδιαφυγή.

Επί της ουσίας, τα δύο υπουργεία θα επιδιώξουν για μία ακόμη φορά να διαμορφώσουν ένα περισσότερο διαφανές πλαίσιο συναλλαγών, ώστε κάθε χορηγούμενη παροχή και έκπτωση να «κουμπώνει» απευθείας σε ένα προϊόν και να μην καθιστά αδύνατο τον υπολογισμό της «καθαρής» τιμής του (net price) και κατά συνέπεια, τον προσδιορισμό των περιθωρίων κέρδους των δύο συναλλασσομένων. «Το σημερινό αδιαφανές καθεστώς δεν μας επιτρέπει να φορολογούμε σωστά τις εταιρείες, αλλά και να καταλήγουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών, καθώς και για τις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στην αγορά», αναφέρει στη «Ν» ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας.

Ολοκληρώνεται ο διάλογος

Τα δύο υπουργεία, αυτές τις ημέρες, κλείνουν τον κύκλο των επαφών και διαβουλεύσεων που έχουν δρομολογήσει, τόσο με φορείς της αγοράς, όσο και με μεγάλες επιχειρήσεις και ομίλους και, όπως προκύπτει από στοιχεία της «Ν», είναι σε θέση να νομοθετήσουν με στόχο την αποτύπωση των «νέτων» τιμών επί των τιμολογίων.

Πηγές της «Ν» αναφέρουν ότι στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται το σενάριο του να δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο διαφορετικών τρόπων αποτύπωσης των τιμών τους επί των τιμολογίων:

* Ο πρώτος θα προβλέπει την αναγραφή επί των φορολογικών παραστατικών, του συνόλου των παρεχόμενων εκπτώσεων, δίχως να γίνεται ανάλυση των ποσοστών ανά κατηγορία παροχής. Ο προμηθευτής σε αυτή την περίπτωση θα αναφέρει την αρχική τιμή πώλησης του προϊόντος του και αφού προσδιορίσει τη συνολική έκπτωση που θα παρέχει σε κάθε μεγάλο πελάτη του, θα αναγράφει την τελική-νέτη τιμή.

* Ο δεύτερος τρόπος θα προβλέπει τη χρήση ενός νέου μορφότυπου τιμολογίου, το οποίο θα υποχρεώνει τον προμηθευτή να αναλύει τις παροχές και τις εκπτώσεις (κατηγορία και ποσοστό έκπτωσης) που θα αναγνωρίζει στον πελάτη του και στην τελευταία στήλη να αναγράφει την τελική-νέτη τιμή.

Και στις δύο περιπτώσεις το νέο πλαίσιο θα ορίζει ρητά ότι εκτός τιμολογίου θα αναγνωρίζονται έξτρα εκπτώσεις, που σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 8% επί της αρχικής τιμής.

Μάλιστα, θα προβλέπεται ότι οι εκπτώσεις αυτές θα περιορίζονται μόνο σε δύο κατηγορίες παροχών:

* Στα εκπτωτικά κουπόνια που προσφέρονται στους καταναλωτές, για τα οποία είναι αδύνατο κάποιος να υπολογίσει προκαταβολικά ποια μπορεί να είναι η επίδρασή τους στο κόστος πρόσκτησης των προϊόντων όταν δεν γνωρίζει ποια ακριβώς θα είναι ζήτηση που θα υπάρξει.

* Στο μπόνους του ετήσιου στόχου, όπου επίσης για να προσδιοριστεί η τελική έκπτωση ανά κωδικό θα πρέπει πρώτα να κλείσει η χρονιά.
Τα δύο υπουργεία θα αναγνωρίζουν τις προαναφερόμενες παροχές -που είναι οι μόνες οι οποίες θα έπονται της έκδοσης του τιμολογίου- για συνολικό ποσοστό που δεν θα ξεπερνά το 8%, υπό την προϋπόθεση ότι οι παροχές αυτές θα τεκμαίρονται κατά τη διάρκεια ενός φορολογικού ελέγχου.

Υπηρεσιακοί παράγοντες αναφέρουν ότι προτού τα δύο υπουργεία περάσουν σε διάλογο με τη βιομηχανία και το λιανεμπόριο για το κρίσιμο αυτό ζήτημα, πραγματοποίησαν έρευνα σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές για το πώς ρυθμίζονται νομοθετικά οι σχέσεις των δύο κλάδων.

Τι απαντά η αγορά στην κυβέρνηση για το νέο καθεστώς

▼ Παράγοντες της αγοράς, με τους οποίους συνομίλησε η «Ν», δήλωσαν ότι πριν το υπουργείο κινηθεί νομοθετικά για τις συναλλαγές της βιομηχανίας προς το οργανωμένο λιανεμπόριο θα πρέπει να λάβει αρκετές παραμέτρους υπόψη του, ώστε να μην προκαλέσει χάος στο εμπόριο.

Αναφέρουν ειδικότερα το μεταβατικό διάστημα που θα χρειαστούν οι δύο κλάδοι ώστε να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς και που σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζουν, δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο των τριών μηνών, ώστε να οργανώσουν επί διαφορετικής βάσης τα μηχανογραφικά τους συστήματα.

Προσθέτουν ακόμη ότι εκτός τιμολογίου δεν θα πρέπει να τεθούν μόνο τα κουπόνια για τους καταναλωτές και οι εκπτώσεις για την επίτευξη του ετήσιου στόχου πωλήσεων ανά κωδικό. Ως παράδειγμα αναφέρουν τις εκπτώσεις που παρέχονται για ταχύτερες πληρωμές των τιμολογίων, για τις οποίες θα τεθεί θέμα εφόσον αναγραφούν επί των φορολογικών παραστατικών, διότι στην πράξη αποδεικνύεται καθημερινά ότι οι αλυσίδες δεν είναι πάντα σε θέση να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα.

Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, οι προμηθευτές θα έχουν αναγνωρίσει επί των τιμολογίων τους μια έκπτωση που δεν θα έχει αντίκρισμα, δημιουργώντας προβλήματα στους ίδιους αλλά και προβλήματα ανταγωνισμού συνολικά στην αγορά, καθότι θα αντιμετωπίζουν επί ίσοις όροις δίκτυα τα οποία δεν «συμπεριφέρονται» με τον ίδιο τρόπο.

Σήμερα, προμηθευτές που διακινούν στην αγορά ισχυρά-επώνυμα σήματα, ή αλλιώς οι leaders των κατηγοριών, προσφέρουν προς το οργανωμένο λιανεμπόριο εκπτώσεις της τάξης του 20% ή του 25%, ενώ μικρότεροι «παίκτες» διαθέτουν τα προϊόντα τους με παροχές κατά πολύ υψηλότερες, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις φθάνουν ή και ξεπερνούν το 40 ή και το 50%.

Από τα ποσοστά αυτά, λοιπόν, η βιομηχανία θα έχει το περιθώριο της μη αναγραφής επί των τιμολογίων κατ’ ανώτατο οκτώ ποσοστιαίων μονάδων.  

Δύσκολο εγχείρημα με «κακή» παράδοση

▼ Το εγχείρημα της κυβέρνησης να διαμορφώσει ένα περισσότερο διαφανές πλαίσιο συναλλαγών μεταξύ βιομηχανίας και οργανωμένου λιανεμπορίου δεν θα είναι εύκολο. Κατ’ αρχάς, διότι τα δύο υπουργεία θα οδηγηθούν σε σύγκρουση με την αγορά ώστε να περάσουν την πολιτική τους, αλλά και γιατί η αγορά διαθέτει πάντα το «δικαίωμα» της αντίδρασης με νέες πρακτικές, τις οποίες, όσο αποτελεσματικός κι αν είναι ο νομοθέτης, δύσκολα θα μπορέσει να προβλέψει εξαρχής. Εξάλλου, αρκετές φορές κατά το παρελθόν το υπουργείο Ανάπτυξης επιχείρησε να ρίξει «φως» στις συναλλακτικές σχέσεις των δύο αγορών, αποτυγχάνοντας παταγωδώς.

Ενα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν αυτό της υποχρεωτικής γνωστοποίησης στις αρμόδιες υπηρεσίες των τιμοκαταλόγων χονδρικής ή των ετήσιων συμφωνιών μεταξύ λιανεμπορίου - βιομηχανίας. Το μόνο που είχε πετύχει τότε το υπουργείο ήταν κυριολεκτικά να πνίξει τις υπηρεσίες του κάτω από τόνους παραστατικών που συσσωρεύονταν καθημερινά στο κτήριο της πλατείας Κάνιγγος και που κανείς δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί. Στην πράξη, λοιπόν, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει πολλές φορές μέχρι σήμερα χάσει το «στοίχημα» της αποδόμησης του μηχανισμού ανατροφοδότησης των ανατιμήσεων, στον οποίο έχει αναφερθεί και περιγράψει σε αποφάσεις της η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΤΣΟΥΛΟΣ - [email protected]



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα