Το 2007 η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ως προς την προστιθέμενη αξία των προϊόντων της. Το 2008 κατανάλωνε περισσότερο από την Αυστρία και ίσα με το Βέλγιο. Το 2009 ένας διεθνώς παραγωγικός εργαζόμενος όφειλε να συντηρήσει τέσσερις μη διεθνώς παραγωγικούς εργαζόμενους. Μετά το 2008 η ανεργία αυξήθηκε κατά 1 εκατομμύριο άτομα.
Τα στοιχεία τα οποία παραθέτει στο naftemporiki.gr ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου, οικονομολόγος, επί 20ετία Μεσολαβητής και Διαιτητής στον ΟΜΕΔ, είναι αφοπλιστικά και πιθανώς εξηγούν το «γιατί» ή έστω το «πώς» φτάσαμε στην τεχνική χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας η οποία επισφραγίστηκε με την υπογραφή του Μνημονίου.
Είπε στο naftemporiki.gr:
· Για να διακοπεί και να αναστραφεί αυτή η πορεία υπάρχει μόνο ένας τρόπος: η αύξηση της δυναμικότητας και του μεγέθους του εγχώριου τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών.
· Μετά το Μνημόνιο, αντί να περιορισθούν οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν οι φόροι στην εγχώρια παραγωγή και στην εργασία, αδιακρίτως τομέα και παραγωγικής συμβολής στην εγχώρια οικονομία.
· Το 2000, όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με την Ευρωζώνη, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ (το χαμηλότερο των «15»).Το 2009, όταν η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ.
· Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, και συνεπώς του νομισματικού “μηχανισμού μεταβίβασης” της οικονομίας, ακόμη και εταιρείες του τομέα των εμπορευσίμων, υπό κανονικές συνθήκες υγιείς και βιώσιμες, οδηγήθηκαν στο χείλος της χρεοκοπίας.
· Στην κατάρρευση ο ιδιωτικός τομέας υπέστη τα περισσότερα και σημαντικότερα πλήγματα. Δεν κατέστη εγκαίρως σαφές ότι προείχε να διατηρηθούν οι επιχειρήσεις και οι θέσεις εργασίας και όχι οι ονομαστικές αμοιβές «επί χάρτου».
· Ως δημιουργικές συγκρούσεις εργοδοτών και εργαζομένων θα κριθούν, απολογιστικά, όσες καταλήξουν σε «παραγωγικές συμμαχίες», οι οποίες θα μπορούν να βγουν οι ίδιες και να βγάλουν και την ελληνική οικονομία από τη χρεοκοπία.
Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου, οικονομολόγος, επί 20ετία Μεσολαβητής και Διαιτητής στον ΟΜΕΔ.
Από το 2008 η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% και η ανεργία έχει ανέλθει σε περισσότερο από 27%. Ακόμη και σήμερα είναι σε εξέλιξη μία αντιπαράθεση γύρω από τις αιτίες αυτής της κρίσης αλλά και τον ρόλο της ασκούμενης πολιτικής. Ποια είναι η γνώμη σας; Το Μνημόνιο είναι η λύση ή μέρος του προβλήματος;
Τα Μνημόνια προετοιμάσθηκαν επί μακρόν. Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα και να βρούμε διέξοδο δεν αρκεί να ξεκινάμε την ανάγνωση μετά το Μνημόνιο, από τον Μάιο του 2010. Η συρρίκνωση είχε ήδη αρχίσει από το δεύτερο εξάμηνο του 2008 (με αποτέλεσμα το -0,2% στο ΑΕΠ του 2008), εντάθηκε το 2009 (-3,1%) και το 2010 (-4,9%). Ομοίως και η άνοδος της ανεργίας. Ήταν 7,3% τον Μάιο 2008, τον Μάιο 2009 πήγε 9,1% και Μάιο του 2010 ανέβηκε στο 12,1% - όσο το σημερινό ποσοστό της στην ευρωζώνη, όπου αντιμετωπίζεται ως μείζον πρόβλημα. Τα συμπτώματα της οικονομικής κατάρρευσης υπήρχαν πριν το Μνημόνιο. Ενώ η χώρα ακολουθούσε «επεκτατική» πολιτική, «τόνωσης της ζήτησης», με αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, στο 6,8% του ΑΕΠ το 2007, στο 9,9% το 2008 και στο 15,6% του 2009.
Αιτία είναι ότι προϋπήρχαν τα δύο θεμελιώδη ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας που επιδεινώνονταν συστηματικά την προηγούμενη περίοδο, παράγοντας χρέος, και γιγαντώθηκαν το 2007-2009. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (2007 – 14,6% του ΑΕΠ, 2008 -14,9%, 2009 – 11,2%) και το δημοσιονομικό έλλειμμα, έλαβαν τέτοιες διαστάσεις που οδήγησαν στην ελληνική χρεοκοπία. Το Μνημόνιο-Δάνειο ήρθε προς αποφυγήν της άτακτης χρεοκοπίας. Αλλά οι επιλογές πολιτικής συνέχισαν στο αρχέτυπο του παρελθόντος που έστρωναν τον δρόμο στην χρεοκοπία και τα μνημόνια. Αντί να περιορισθούν οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν οι φόροι στην εγχώρια παραγωγή και στην εργασία, αδιακρίτως τομέα και παραγωγικής συμβολής στην εγχώρια οικονομία. Προστατεύθηκε εκ νέου ο υπερπροστατευμένος κρατικός τομέας. Αγνοήθηκαν τα θεμελιώδη αίτια της διαρθρωτικής κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας. Το κλειδί ήταν, και είναι, η διάκριση μεταξύ τομέων: αυτού των «διεθνώς εμπορευσίμων» και εκείνου των «διεθνώς μη εμπορευσίμων».
Σε αναλύσεις σας έχετε αναφερθεί με έμφαση στη σημασία της σχέσης των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών.
Χωρίς αυτήν την διάκριση ισχύει το «Δεν είναι ότι δεν βλέπουν την λύση. Δεν μπορούν καν να δούνε το πρόβλημα».
Στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» συνοψίζεται και μορφοποιείται η βελτίωση ή η επιδείνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας: ο τομέας τους παράγει και παρέχει τα προς επένδυση νέα κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία επιτρέπουν στην οικονομία να αυξάνει την κατά κεφαλήν παραγωγική της δυνατότητα. Το “ενδογενές” αναπτυξιακό δυναμικό μίας οικονομίας εξαρτάται από το, μεγαλύτερο ή μικρότερο, “σφρίγος” του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων.
Οικονομική ανάπτυξη είναι η κοινωνική διαδικασία εκμάθησης παραγωγής (και εξαγωγής) περισσότερο σύνθετων προϊόντων, με συμμετοχή σε διεθνή παραγωγικά δίκτυα, η συσσώρευση και η διεύρυνση ικανοτήτων γι αυτό, δηλαδή του ανθρωπίνου και φυσικού κεφαλαίου, των θεσμών, του ρυθμιστικού/νομικού συστήματος, για παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας. Με δύο λόγια ανάπτυξη είναι το τι, πως και πόσο παράγεις.
Η χρεοκοπία και κατάρρευση του 2009-2013 δεν προέκυψε τυχαίως. Προηγήθηκε πολυετής και συστηματική οικοδόμησή της εν μέσω αυταπατών «ανάπτυξης», «σύγκλισης», «ισχυρής Ελλάδας», «θωρακισμένης οικονομίας». Όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με τη ζώνη του ευρώ, το 2000, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ. Ήταν πολύ χαμηλό ποσοστό - το χαμηλότερο στην τότε ΕΕ των 15, και με την χαμηλότερη παραγωγικότητα του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ. Το 2009, όταν η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ.
Αν δούμε αναλυτικότερα την επιπλέον διαίρεσή του τομέα των «διεθνών εμπορευσίμων» σε δύο υποκατηγορίες, η παραγωγική υπανάπτυξη της περιόδου 2000-2009 ήταν μεγαλύτερη από ό,τι δείχνει η μείωση του 25% σε 20,5%.
Οι κλάδοι των ορυχείων, των διεθνών ναυτιλιακών μεταφορών και του τουρισμού -κλάδοι που κινούνται ακολουθώντας τον κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας, αποτελούσαν το 2000, το 9% του ελληνικού ΑΕΠ και το 2009 η ποσοστιαία συμμετοχή τους στο ΑΕΠ ήταν ακριβώς η ίδια. Πρόκειται για αγαθά που παράγονται με τεχνολογικές μεθόδους οι οποίες δεν βελτιώνονται δραματικά στο πέρασμα του χρόνου και, λιγότερο ή περισσότερο, ανήκουν στην πολιτισμική ή φυσική «προικοδότηση» της εθνικής οικονομίας. Η προσφορά τους και η τιμή τους προσδιορίζονται κυρίως από την παγκόσμια ζήτηση και συσχετίζονται με την τάση και την κυκλικότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
Κρισιμότεροι είναι οι μεταποιητικοί κλάδοι, και οι κλάδοι που σχετίζονται με την πληροφορική και με τις υπηρεσίες «τεχνολογικής αιχμής», όπου οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας και όπου ο παραγωγός, προκειμένου να παραμείνει στην αγορά, πρέπει να λειτουργεί μονίμως πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου». Είναι το τμήμα εκείνο της οικονομίας όπου είναι δυνατόν να εκτιμηθούν το σφρίγος και το επίπεδο της «ενδογενούς» αναπτυξιακής δυναμικής της.
Αυτά τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, που «κάνουν τη διαφορά» στην ανάπτυξη, αντιπροσώπευαν το 2000 το 16% του ΑΕΠ, και το 2009 είχαν μειωθεί στο 11,5%. Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές «μικρές ανοικτές οικονομίες», που έχουν και υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας από την Ελλάδα, παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ τους. Αυτό δείχνει τη δημιουργηθείσα παραγωγική υπανάπτυξη.
Αυτή δεν προκύπτει μόνον από τον περιορισμό του μεριδίου των διεθνώς εμπορευσίμων στο ΑΕΠ, αλλά και από το είδος των προϊόντων, βάσει της συνθετότητας του «καλαθιού προϊόντων» που παράγει και εξάγει στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Τα πιο σύνθετα προϊόντα είναι οι ηλεκτρομηχανολογικοί εξοπλισμοί, τα χημικά, τα μέταλλα. Τα λιγότερο σύνθετα είναι οι πρώτες ύλες, η ξυλεία, τα κλωστοϋφαντουργικά και τα αγροτικά.
Την περίοδο 2001 – 2007 οι πιο σύνθετες οικονομίες -με κριτήριο την συνθετότητα, την τεχνολογία και την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους- ήταν η Ιαπωνία (1η), η Γερμανία (2η) η Σουηδία (3η). Οι λιγότερο σύνθετες είναι η Καμπότζη (124η), η Νέα Γουινέα (123η), η Νιγηρία (122η). Η Ελλάδα της περιόδου 2001 - 2007 ήταν στην 51η θέση. Προηγούνται της Ελλάδος, η Βουλγαρία (47η), η Ρουμανία (48η), η Ινδία (49η), η Κίνα (50η). Έπεται η Πορτογαλία (52η).
Αυτό, δυστυχώς, σημαίνει ότι στον τομέα «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων η Ελλάδα ύστερα από χρόνια υποτιθέμενης «ανάπτυξης» και υποτιθέμενης «σύγκλισης» βρέθηκε να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι προϊόντων» με αυτές τις χώρες. Αυτό ήταν το πεδίο των υφιστάμενων, πριν τα μνημόνια, παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, που οδήγησαν και στα μνημόνια, καθώς αντί να ασχοληθούμε ως κοινωνία, οικονομία και οικονομική πολιτική με την παραγωγή δώσαμε προτεραιότητα στην (δανεική) κατανάλωση.
Λέτε λοιπόν με άλλα λόγια ότι σε αντίθεση με τη... μεσογειακή δίαιτα, η μεσογειακή κατανάλωση μόνο εγκρατής δεν ήταν, τηρουμένων των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την χρεοκοπία ήταν εμφανής όχι μόνο στους δείκτες όπως το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στην τελική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα το 2008 έχοντας ένα, φαινομενικό όπως αποδείχθηκε, επίπεδο ΑΕΠ περί τα 233 δισ. ευρώ είχε τελική κατανάλωση των νοικοκυριών που αντιστοιχούσε σε 169 δισ. δηλαδή υψηλότερη της Αυστρίας, συγκρίσιμη του Βελγίου, κατανάλωση που σε «Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης» της Παγκόσμιας Τράπεζας έφερνε την ελληνική -με κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ισοδύναμη με 17.900 δολλάρια- σε θέση μίας από τις πλουσιότερες οικονομίες της Ευρώπης, αφού μόνο 3 ή 4 ευρωπαϊκές χώρες την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτό.
Αυτό το επίπεδο κατανάλωσης δεν χρηματοδοτούνταν από ένα αντίστοιχο υψηλό επίπεδο παραγωγής «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων και υπηρεσιών. Τροφοδοτούνταν από τον κρατικό δανεισμό και την γιγάντωση του κρατικού χρέους, και την ανακύκλωσή του στα πλαίσια του εγχώριου τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Με την μείωση των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικά παραγωγικά αγαθά, τα δανεικά και οι αποταμιεύσεις κατευθύνονταν, κυρίως, στην κατανάλωση εισαγομένων μέσω του λιανικού εμπορίου, και προς επένδυση σε τομέα μη-εμπορευσίμων, όπως οι κατασκευές και οι νέες κατοικίες. Η μικρή ανοικτή οικονομία της Ελλάδας «εξειδικεύθηκε» στην παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου είδους αγαθών διεθνώς μη-εμπορευσίμων. Κι αυτό δεν ήταν υγιής οικονομική κατάσταση, παρά την επίφαση μεγέθυνσης και τις επικλήσεις στην «ανάπτυξη».
Ποια είναι η λεγόμενη «ολλανδική ασθένεια» την οποία έχετε επικαλεστεί σε μελέτες σας;
Η «ολλανδική ασθένεια» αφορά την συρρίκνωση των παραγωγικών μεταποιητικών δυνατοτήτων μιας οικονομίας για ανταγωνιστικά διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα λόγω της αυξημένης εκμετάλλευσης φυσικών πόρων (στην ολλανδική περίπτωση ήταν η ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων πόρων φυσικού αερίου στη Βόρεια θάλασσα). Η ελληνική οικονομία έπασχε, πριν την κατάρρευση του 2008-2013, από σοβαρότερη εκδοχή της «ολλανδικής ασθένειας», και ενδεχομένως πρέπει να μιλάμε για την «ελληνική ασθένεια».
Έχοντας συστηματικά διψήφια ποσοστά ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η ελληνική οικονομία, αν δεν είχε το ευρώ, θα είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει σε σταθεροποιητικά προγράμματα και υποτιμήσεις όπως στην δεκαετία του 1980 και του 1990. Θα μπορούσε να τις αποφύγει, και να συντηρήσει δυσανάλογα υπερδιογκωμένο μερίδιο του τομέα των διεθνώς μη εμπορευσίμων στην οικονομία της αν π.χ. είχε γίνει παραγωγός αναλογικά μεγάλων ποσοτήτων ενός εμπορεύματος-”πρώτης ύλης”- με καλή διείσδυση στη διεθνή αγορά και με μία διαχρονικά θετικά εξελισσόμενη τιμή, πράγμα που βοηθάει στη βελτίωση των “όρων εμπορίου”.
Όμως η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία δεν ανακάλυψε νέους φυσικούς πόρους, ούτε αξιοποίησε περισσότερο τον τουρισμό ή την ποντοπόρο ναυτιλία, δύο κλάδους, που ενώ από την φύση τους περιέχουν ένα στοιχείο «ολλανδικής ασθένειας», παρέμειναν σε σταθερό ποσοστό ως προς το ΑΕΠ καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας, ενώ σήμερα αντιπροσωπεύουν βάσιμες ελπίδες στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, κατέστρεφε την παραγωγική ικανότητά της αξιοποιώντας την ιδιότητα και το πλεονέκτημα να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και να δανείζεται με γερμανικά επιτόκια, διοχετεύοντας τα δανεικά όχι σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά στην κατανάλωση.
Με το βλέμμα περισσότερο στο μέλλον παρά στο παρελθόν, τι συνεπάγεται πρακτικά η συζήτηση που κάνουμε για την εξέλιξη α) της απασχόλησης β) των αποδοχών και γ) των τιμών στην Ελλάδα, σε σχέση και με το εφαρμοζόμενο οικονομικό πρόγραμμα;
Τα επίπεδα απασχόλησης αποδοχών και τιμών, ιδιαίτερα στους τομείς των μη-εμπορευσίμων, μετά την τεχνική χρεοκοπία κατέστησαν μη διατηρήσιμα διότι, στην πραγματικότητα, δεν αντιστοιχούσαν σε ένα ανάλογο επίπεδο ανάπτυξης του τομέα των εμπορευσίμων. Ήταν απλώς προϊόν της τεχνητά διογκωμένης συνολικής ζήτησης που είχε προκληθεί από τον υπερδανεισμό της προηγούμενης περιόδου και η οποία είχε δημιουργήσει στρεβλώσεις και στις τιμές. Συνεπώς δεν είναι ανακτήσιμα.
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι μόνο ο τομέας των μη-εμπορευσίμων που υπέστη τα πλήγματα. Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, και συνεπώς του νομισματικού “μηχανισμού μεταβίβασης” της οικονομίας, ακόμη και εταιρείες του τομέα των εμπορευσίμων οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα εθεωρούντο ως υγιείς και βιώσιμες, στερούμενες πιστωτικής υποστήριξης, οδηγήθηκαν στο χείλος της χρεοκοπίας.
Το μερίδιο 20,5% του τομέα διεθνώς εμπορευσίμων στην ελληνική οικονομία σημαίνει μία σχέση όπου ένας “διεθνώς παραγωγικός” εργαζόμενος πρέπει να συντηρήσει, στο ίδιο επίπεδο εισοδήματος με αυτόν, τέσσερις “μη διεθνώς παραγωγικούς” εργαζόμενους, πράγμα που είναι ανέφικτο με τα σημερινά επίπεδα παραγωγικότητας. Ακόμη και ένας προς τρεις, όπως ήταν στην Ελλάδα του 2000, ήταν μία οριακή, ακραία, αναλογία. Όσο ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων παραμένει στάσιμος ως προς το μέγεθός του η μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας (την οποία μέχρι το 2009 συντηρούσε τεχνητά ο δανεισμός) δεν μπορεί να υπάρχει. Εκεί οφείλεται και το, από το 2008, άλμα της ανεργίας κατά ένα εκατομμύριο άτομα.
Για να διακοπεί και να αναστραφεί αυτή η πορεία υπάρχει μόνο ένας τρόπος: η αύξηση της δυναμικότητας και του μεγέθους του εγχώριου τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών. Αν εκεί διασώζονται και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, τότε αναλογικά μπορούν να διασώζονται και να δημιουργούνται και στον τομέα των διεθνώς μη-εμπορευσίμων. Δηλαδή απαιτείται να κάνουμε το αντίθετο από ότι τα πολλά προηγούμενα χρόνια – στροφή στην παραγωγή και στις επενδύσεις, στις εξαγωγές παρά στις εισαγωγές. Μπορούμε; Θέλουμε;
Εν τω μεταξύ απαιτούνται δαπάνες κοινωνικής προστασίας με βάση τις ανάγκες των δικαιούχων της κοινωνικής προστασίας και όχι των ενδιάμεσων ιδιωτικοδημόσιων παρόχων των υπηρεσιών. Αποτελεσματικό δίκτυ κοινωνικής προστασίας που δεν υπήρξε ούτε πριν την κατάρρευση. Τον Σεπτέμβριο μόνο 16,2% των 853896 εγγεγραμμένων ανέργων λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Ενω η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά τον Αύγουστο 1.365.406 ανέργους.
Θεωρείτε ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να γίνει μέλος της Ευρωζώνης το 2001;
Ήταν και είναι λάθος η συζήτηση εάν είχαμε ή δεν είχαμε τα έγκυρα στοιχεία. Και τα ελληνικά λίγο-πολύ κινήθηκαν μεθοδολογικά όπως και των λοιπών πρώτων μελών της Ευρωζώνης. Το ουσιώδες είναι άλλο. Απεδείχθη ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη διότι αντιμετώπισε την ευρωπαϊκή επιλογή της του 2001 ως τέλος και όχι ως αρχή, με ελαφρότητα και παρασιτική λογική, όπως άλλωστε το είχε κάνει και στην ευρωπαϊκή επιλογή της για την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981. Ως μέρος της ευρωπαιοπληξίας που χαρακτήριζε τη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Θεωρώντας ότι το όποιο ενδογενές πρόβλημά της θα επιλυθεί (και μάλιστα ακόπως) εάν τοποθετηθεί σε «ευρωπαϊκά πλαίσια». Δεν κατανόησε τις συνέπειες της συμμετοχής της σε μια νομισματική ένωση. Ότι η εγκατάλειψη του εργαλείου της συναλλαγματικής πολιτικής συνεπάγεται, όταν κατρακυλάς στην διεθνή ανταγωνιστικότητα και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, «εσωτερικές υποτιμήσεις», όπως αυτές που υφίσταται τα τελευταία χρόνια.
Απεδείχθη ανέτοιμη διότι συμπεριφέρθηκε ως καταναλωτής και δανειζόμενος και όχι ως παραγωγός και ισότιμος εταίρος. Απεδείχθη ανέτοιμη διότι καθηλωμένη μεταξύ ευρωλατρείας και ευρωμαχίας αρνήθηκε να ασχοληθεί η ίδια με την επίλυση των χρονίων παραγωγικών, διαρθρωτικών και θεσμικών προβλημάτων της. Θεώρησε ότι πλέον μπορεί να έχει εισοδήματα και κοινωνικές παροχές Γερμανίας, Ολλανδίας Βελγίου, Γαλλίας, ανεξαρτήτως του εάν παράγει «διεθνώς εμπορεύσιμα», όπως αυτές και πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Κρατήθηκε στο ευρώ μέσω των Μνημονίων. Η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας του 2012 δεν έγινε για να κρατηθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη; Το ερώτημα τώρα είναι εάν η Ελλάδα είναι έτοιμη, θέλει και μπορεί, να πορευθεί και να τηρήσει τα ισχύοντα στην ευρωζώνη.
Μέσα και από την εμπλοκή σας στον ΟΜΕΔ, ποια χρήσιμα συμπεράσματα είστε σε θέση να εξάγετε αναφορικά με τις πρακτικές τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των συνδικάτων;
Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι βρέθηκαν στην κατάρρευση και στην χρεοκοπία απροετοίμαστοι. Ο ιδιωτικός τομέας υπέστη τα περισσότερα και σημαντικότερα πλήγματα. Δεν κατέστη εγκαίρως σαφές ότι προείχε να διατηρηθούν οι επιχειρήσεις και οι θέσεις εργασίας και όχι οι ονομαστικές αμοιβές «επί χάρτου» - οι οποίες στους κλάδους των «διεθνών εμπορευσίμων» ούτως ή άλλως ήταν υπό πίεση, ήδη από τα χρόνια της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Το σοκ στην αγορά εργασίας ήταν ανεπανάληπτο.
Οι καλές εμπειρίες κοινωνικού διαλόγου και λύσεων της περιόδου πριν την κατάρρευση δεν στάθηκαν ικανές να οδηγήσουν σε κοινά αποδεκτές λύσεις, μεταβατικές, ώστε να επιδιωχθούν τα πρωτεύοντα και να ανασχεθεί, στο μέτρο του δυνατού, η κατάρρευση. Δυστυχώς για μία περίοδο ίσχυε το «δεν είναι ότι δεν βλέπουν την λύση. Δεν μπορούν καν να δούνε το πρόβλημα», επειδή και οι υιοθετούμενες πολιτικές χαρακτηρίζονταν πρωτίστως από αυτό. Παρήχθησαν συγκρούσεις άγονες και αδιέξοδες. Ενώ η ελληνική οικονομία προσπαθούσε να ισορροπήσει μέσω «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία εφαρμόστηκε ατελώς και μονομερώς, καθώς αφορούσε κυρίως την αμοιβή της μισθωτής εργασίας, με παράλληλες συνεχείς επιλογές «δημοσιονομικής ανατίμησης» που αποδείχθηκαν καταστροφικές και για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις.
Υπήρξαν και υπάρχουν συγκρούσεις καταστροφικές και συγκρούσεις δημιουργικές. Ως δημιουργικές θα κριθούν, απολογιστικά, όσες καταλήξουν στην υιοθέτηση και εφαρμογή μίας πολιτικής μισθών η οποία θα αντιμετωπίζει τους κλάδους, τα επαγγέλματα και κυρίως τις επιχειρήσεις ως «παραγωγικές συμμαχίες», οι οποίες μπορούν να βγουν οι ίδιες και να βγάλουν και την ελληνική οικονομία από την χρεοκοπία. Ιδιαίτερα εκείνες του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών. Σε επίπεδο επιχειρήσεων και εν μέρει κλάδων υπάρχουν πολλά παραδείγματα αναζήτησης λύσεων και μισθών παραγωγικής συμμαχίας, ώστε να εξυπηρετούνται εκ παραλλήλου και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και η μέγιστη δυνατή διατήρηση των θέσεων εργασίας και το εισόδημα των εργαζομένων. Όταν κατανοούνται όλα τα προβλήματα όλων, τότε δημιουργείται χώρος για συνεννοήσεις και βιώσιμες λύσεις.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ - [email protected]