Η συζήτηση που άνοιξε για νέα μέτρα, έστω και ενός ευρώ, αποτελεί μια ακόμη αποτυχία του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.
Πέρυσι τέτοια εποχή η κυβέρνηση με την τρόικα επέβαλαν, από κοινού, μέτρα ύψους 13,5 δισ. ευρώ στην ελληνική κοινωνία, εκ των οποίων τα 9,5 δισ. ευρώ εφαρμόστηκαν το 2013 και τα υπόλοιπα θα εφαρμοστούν το 2014.
Μας είπαν πως είναι τα τελευταία και πως με το πακέτο αυτό η ελληνική οικονομία βγαίνει από το αδιέξοδο και το 2014 θα επιστρέψει στην ανάπτυξη. Οι ελάχιστοι που το πίστεψαν τώρα αιφνιδιάζονται από τις απαιτήσεις των ελεγκτών, αλλά και από την παραδοχή της ελληνικής πλευράς.
Η τρόικα φέρεται να ζητεί νέα μέτρα 1,2 με 2,9 δισ. ευρώ και η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει νέα μέτρα ύψους 500 εκατ. ευρώ. Η λύση θα βρεθεί κάπου στη μέση, αλλά το πρόβλημα είναι η διαιώνιση του φαύλου κύκλου, που θα διατηρεί την αβεβαιότητα στην οικονομία και την κοινωνία.
Με την επιβολή μέτρων, κάθε τρίμηνο που έρχεται η τρόικα, η οικονομία δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί ποτέ. Ούτε ανάπτυξη θα υπάρξει το 2014, εάν επιβληθεί έστω και ένα μέτρο, γιατί κανείς δεν θα πιστέψει ότι είναι το τελευταίο και η αβεβαιότητα θα σκιάζει την όποια επενδυτική πρωτοβουλία.
Η κυβερνητική πλευρά και αυτή τη φορά υπέπεσε σε ένα στρατηγικό λάθος. Προ μηνός τόνιζε πως δεν χρειάζονται νέα μέτρα. Λίγο αργότερα, μετά το Eurogroup της 14ης Οκτωβρίου, που γνωστοποιήθηκε πως η τρόικα ζητεί μέτρα περίπου 2 δισ. ευρώ, κηρύχθηκε «ανένδοτος» κατά των μέτρων και των ελεγκτών.
Αυτό προκάλεσε δυσφορία της τρόικας, η οποία απειλούσε να μην έρθει στην Αθήνα. Κατόπιν και σταδιακά, οι κυβερνητικοί τόνοι αντιπαράθεσης έπεσαν, ενώ γνωστοποιήθηκε πως και η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι χρειάζονται νέα μέτρα ύψους 500 εκατ. ευρώ.
Με τις διαπραγματεύσεις και με το όπλο των ελεγκτών, που είναι οι δόσεις των δανείων, το ποσό θα ανέβει και θα προσεγγίσει τις απαιτήσεις της τρόικας.
Ακόμη το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου αφήνει να διαρρεύσει πως αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς δεν θα δεχτεί την τρόικα. Αργά το κατάλαβαν. Δεν γίνεται πολιτική διαπραγμάτευση με τον Τόμσεν και τον Μορς. Σε καμία περίπτωση.
Αυτοί ασχολούνται μόνο με τους αριθμούς, όπου και έχουν αποτύχει, αλλά τα λάθη τους τα φορτώνουν στην ελληνική κοινωνία. Πολιτική διαπραγμάτευση δεν γίνεται καν με την ηγεσία της Κομισιόν. Γίνεται μόνο με την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία -όπως αποδεικνύεται- έχει τη δύναμη να περνά τη θέση της Γερμανίας στα κοινοτικά όργανα και στην τρόικα.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]