Αρθρο του Νικόλαου Απέργη,
Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης
Πανεπιστημίου Πειραιώς
Και οι τρεις νικητές του φετινού βραβείου Νόμπελ έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην σύγχρονη θεωρία της χρηματοοικονομικής. Η συνεισφορά τους έχει να κάνει με το γεγονός ότι στις χρηματαγορές (και στις αγορές κεφαλαίου) είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε την τιμή των περιουσιακών στοιχείων, όπως οι μετοχές και οι ομολογίες στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Μπορούμε όμως να προβλέψουμε την πορεία τους στο μακροπρόθεσμο μέλλον (π.χ. για τα επόμενα 3 με 5 έτη).
Ο καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης Πανεπιστημίου Πειραιώς, Νικόλαος Απέργης.
Ειδικότερα, ο Eugene Fama έδειξε ότι οι αγορές κεφαλαίου, όπως αυτές των μετοχών, χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά αποτελεσματικές με την έννοια ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων ενσωματώνουν όλη την διαθέσιμη πληροφόρηση (κυρίως την δημόσια πληροφόρηση) και έτσι δεν δημιουργούνται ευκαιρίες για μακροπρόθεσμα κέρδη από τους επενδυτές (καταργούνται οι συνθήκες για αποτελεσματικό αρμπιτράζ τιμών). Η επίπτωση της διαπίστωσης αυτής είναι εξαιρετικά σημαντική για την πρακτική των επενδύσεων στις εν λόγω αγορές. Μια τέτοια πρακτική συνέπεια είναι η χρήση των λεγόμενων δεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων που καταλαμβάνουν σημαντικό κομμάτι των επενδυτικών χαρτοφυλακίων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η συνεισφορά του Robert Shiller είναι εξίσου σημαντική στο ίδιο πεδίο της πρόγνωσης των μελλοντικών τιμών των περιουσιακών στοιχείων, κυρίως των μετοχών. Ο ίδιος έδειξε ότι οι τιμές των μετοχών χαρακτηρίζονται από υψηλές διακυμάνσεις και μάλιστα περισσότερο από τις αντίστοιχες διακυμάνσεις των μερισμάτων που δίνουν οι επιχειρήσεις στους μετόχους τους και έτσι ο λόγος τιμών προς μερίσματα να αυξάνει όταν κρίνεται εξαιρετικά χαμηλός και να μειώνεται όταν κρίνεται ότι βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, ο Lars Peter Hansen ανέπτυξε μια στατιστική μέθοδο που έχει την ικανότητα να ελέγχει την ορθολογικότητα (με την έννοια της προβλεψιμότητας) των προσεγγίσεων τιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων. Μέσω της μεθόδου αυτής έχει συσχετισθεί η εν λόγω τιμολόγηση με θεωρίες που εξηγούν την επενδυτική συμπεριφορά των επενδυτών χωρίς ακόμα και να χρησιμοποιούνται οι συνηθισμένοι μηχανισμοί ορθολογικής εξήγησης. Έτσι, η τιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων δείχνει να επηρεάζεται σημαντικά από την παρουσία θεσμικών περιορισμών, όπως είναι τα ανώτερα επίπεδα δανεισμού που εμποδίζουν μικρούς επενδυτές στο να έχουν άνετη πρόσβαση στον δανεισμό για την εύρεση κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν στην διαδικασία των επενδυτικών συναλλαγών.
Γενικά, και οι τρεις τους έχουν συνεισφέρει πολλά στον τομέα τιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων και οι θεωρίες τους σχετίζονται στενά στην παρουσία κινδύνων στις επενδύσεις, στην τάση οι επενδυτές να αποδέχονται μικρότερα ή μεγαλύτερα επίπεδα κινδύνου, στην συμπεριφορική επενδυτική μεροληψία των συμμετεχόντων στις αγορές και στις δυσκαμψίες των εν λόγω αγορών.
Η συνεισφορά τους έγκειται στη διαπίστωση ότι η άγνοια των σωστών μηχανισμών τιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων οδηγεί στην παρουσία χρηματοοικονομικών κρίσεων και παγκόσμιας ύφεσης, όπως έγινε και με την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08. Σε περιόδους κρίσεων δεν μπορούμε να διαγνώσουμε την πορεία και τους παράγοντες των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που τροφοδοτεί την παρουσία του φαινομένου της «φούσκας» στις εν λόγω τιμές. Σημαντικός παράγοντας τέτοιων «ανωμαλιών» στις εν λόγω αγορές είναι κυρίως η επίμονη επεκτατική νομισματική πολιτική που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η παρουσία υψηλής ρευστότητας και χαμηλών επιτοκίων θα είναι διαρκής, με συνέπεια να τροφοδοτούνται κερδοσκοπικές αγορές περιουσιακών στοιχείων που ανεβάζουν τις τιμές τους πέρα από τα όρια που προστάζουν τα θεμελιώδη τους μεγέθη. Επειδή και η τωρινή κατάσταση μοιάζει πολύ με αυτή της περιόδου 2007-08, και οι τρεις τους προειδοποιούν για την έλευση μιας καινούργιας χρηματοοικονομικής διαταραχής - κρίσης, μόνο που τώρα η γενεσιουργός αιτία βρίσκεται ταυτόχρονα σε πολλές χρηματαγορές. Έτσι, η θεραπεία που προτείνουν έχει να κάνει με την υιοθέτηση μιας πιο συνετής νομισματικής πολιτικής, ώστε να αποενεργοποιούνται οι κερδοσκοπικές συμπεριφορές.