«Θέμα χρόνου» είναι η παροχή νέα βοήθειας προς την Ελλάδα εκτιμά η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung του Μονάχου. Σε σημερινή της ανάλυση θεωρεί ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ενδέχεται να μπει και πάλι στην ατζέντα των συζητήσεων μετά τις γερμανικές εκλογές δεδομένου, όπως σημειώνει, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλοί, οι στόχοι που έχουν τεθεί ιδιαίτερα φιλόδοξοι, ενώ το χρέος πολύ υψηλό.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, η εφημερίδα προχωρά στη διατύπωση δύο βασικών ερωτημάτων: πρώτον, θα υπάρξει νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους; Δεδομένου, όπως επισημαίνει, ότι το θέμα είναι αρκετά διαφιλονικούμενο πολιτικά, καθώς θα έπληττε κυρίως τους ευρωπαίους φορολογούμενους, θεωρείται πιο πιθανό σενάριο να υπάρξει μία νέα δανειακή βοήθεια, να γίνει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υφιστάμενων δανείων, αλλά και μείωση των επιτοκίων.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πότε θα χρειαστεί νέα βοήθεια η Ελλάδα; Εδώ η εφημερίδα τονίζει καταρχήν ότι δεν θα πρέπει να αναμένεται ο,τιδήποτε σε σχέση με την Ελλάδα πριν από τις γερμανικές εκλογές. Έτσι, και επικαλούμενη και το εσωτερικό έγγραφο της Bundesbank, τοποθετεί χρονικά την όλη συζήτηση στις αρχές του 2014. Εδώ, όμως, τίθεται και το ερώτημα πόσα χρήματα θα χρειαστεί επιπλέον η Ελλάδα. Ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, υπολογίζει το ύψος του χρηματοδοτικού κενού στα 2,1 δις. ευρώ για το τρέχον έτος και στα 2,3 δισ. ευρώ για το 2014. Σύνολο δηλαδή 4,4 δισ. για το 2013 και 2014. Ο ίδιος εκτιμά ότι οι περισσότεροι επενδυτές περιμένουν ένα νέο σχέδιο χρηματοδότησης μέσα στους επόμενους 6 με 12 μήνες. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η εκτίμηση του γερμανού οικονομολόγου ότι ακόμη και ένα νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το σύνολο της ευρωζώνης.
Η γερμανική κυβέρνηση, η οποία έχει επιχειρήσει ανεπιτυχώς καθ' όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να βάλει φρένο στα σενάρια για νέα βοήθεια ή κούρεμα του ελληνικού χρέους, προσπάθησε χθες να υποβαθμίσει το θέμα, παραδεχόμενη, ωστόσο, ουσιαστικά ότι η σχετική συζήτηση θα ανοίξει πιθανότατα εντός του 2014.
Αμεση ήταν η αντίδραση της αντιπολίτευσης, η οποία κατηγορεί την κυβέρνηση για απόκρυψη της αλήθειας.
Σε ανακοίνωσή του, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών υποστήριξε ότι δεν έχει γνώση του επίμαχου εγγράφου της Μπούντεσμπανκ, που δημοσιοποίησε το περιοδικό «Spiegel» και στο οποίο επισημαίνεται ότι το υφιστάμενο ελληνικό πρόγραμμα ενέχει «εξαιρετικά υψηλούς κινδύνους», γι' αυτό και οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να συμφωνήσουν άμεσα σε νέο.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου, Μάρτιν Κοτχάους, σχολίασε ότι το ελληνικό πρόγραμμα αποδίδει, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να κάνει υποθέσεις για το μέλλον. Απέφυγε, ωστόσο, να αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο νέας βοήθειας.
«Η τελευταία έκθεση της τρόικας διαπιστώνει ότι η Ελλάδα σημειώνει ικανοποιητική πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις της. Οπως γνωρίζετε, το τρέχον πρόγραμμα διαρκεί ως το 2014.
Επομένως, το βρίσκω δύσκολο να κάνω υποθέσεις τώρα σχετικά με το τι θα συμβεί το 2014», είπε χαρακτηριστικά.
Διευκρίνισε, επίσης, ότι, υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα θα συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική πορεία και θα παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα, μπορεί να εξεταστεί η περίπτωση νέων μέτρων βοήθειας εντός του επόμενου έτους.
Βάση για αυτήν τη διαδικασία είναι η λεγόμενη «ρήτρα αναθεώρησης» του Eurogroup, το Δεκέμβριο του 2012. Εσπευσε, ωστόσο, να επαναλάβει την πάγια θέση του Βερολίνου, ότι στα ενδεχόμενα μέτρα δεν περιλαμβάνεται ένα νέο «κούρεμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Φίλιπ Ρέσλερ, υπουργός Οικονομίας και επικεφαλής του συγκυβερνώντος κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), τονίζοντας ότι «προς το παρόν, η χορήγηση πρόσθετης βοήθειας στην Ελλάδα δεν είναι αναγκαία».
Σε μια προσπάθεια να πείσει μάλιστα για τα λεγόμενά του, έπλεξε το εγκώμιο της χώρας μας, κόντρα σε παλαιότερες σκληρές τοποθετήσεις του. «Η Ελλάδα κινείται στην απολύτως σωστή κατεύθυνση», σημείωσε, συμπληρώνοντας: «Θα ήθελα να έβλεπα τι θα συνέβαινε στη Γερμανία, αν μας ζητούσαν να κάνουμε τόσες μεταρρυθμίσεις».
Η αποκάλυψη του εγγράφου έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή για την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, η οποία διεκδικεί τρίτη θητεία στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου.