«Υστέρηση», αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις «προχειρότητα» στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, διαπιστώνει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους για το δεύτερο τρίμηνο του 2013.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η κατάσταση της οικονομίας την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου 2013 «παρέμενε κρίσιμη» και ότι πολλά προβλήματα «δεν έχουν ξεπερασθεί», αν και αναγνωρίζεται ότι «έχει υπάρξει πρόοδος στη δημοσιονομική πτυχή του προγράμματος προσαρμογής».
«Η χώρα έχει καταφέρει να μειώσει το έλλειμμα και να βρίσκεται πολύ κοντά σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013. Αλλά: οι δημόσιες επενδύσεις περικόπτονται συνεχώς παρασύροντας (μαζί με άλλους παράγοντες) και τις ιδιωτικές προς τα κάτω, βασικά θεσμικά - διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να αποτελούν απειλή για το μέλλον (π.χ.η φοροδιαφυγή και τα ασφαλιστικά ταμεία) και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το κράτος εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του έναντι των προμηθευτών και ότι ο ΕΟΠΠΥ και τα ασφαλιστικά ταμεία συσσώρευαν ελλείμματα», τονίζεται στην έκθεση.
Με αφορμή μάλιστα την πρόβλεψη του εκπροσώπου του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, ότι θα υπάρξει μετά τον Ιούνιο του 2014 «χρηματοδοτικό κενό», το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους ξεκαθαρίζει ότι το κενό αυτό «δεν υπάρχουν περιθώρια να καλυφθεί με νέα μέτρα λιτότητας».
Όπως σημειώνει επίσης, η περίοδος έως το 2014 είναι η τελευταία ευκαιρία για να αποφύγουμε χειρότερη κρίση, καθώς διαφορετικά, «η Ελλάδα θα πρέπει μετά τον Ιούνιο του 2014 να προσφύγει στις διεθνείς αγορές και θα αναγκασθεί να πληρώσει υψηλότερα επιτόκια, αν φυσικά μπορέσει να αντλήσει πόρους».
Βάσει πάντως της έκθεσης, «η μεγαλύτερη υστέρηση εμφανίζεται στις μεταρρυθμίσεις». «Στα μέσα του 2013 ο κατάλογος των υστερήσεων ήταν μεγάλος. Πυρήνα των μεταρρυθμίσεων αποτελούν οι στόχοι της μείωσης του κράτους, της αποτελεσματικότερης λειτουργίας του και της παροχής καλών υπηρεσιών», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης, στα οποία διευκρινίζεται ότι οι σπουδαιότερες υστερήσεις σημειώνονται σε Δημόσια Διοίκηση, Δικαιοσύνη, αποκρατικοποιήσεις, φορολογικό σύστημα, υγεία και εκπαίδευση.
Επικαλούμενοι μάλιστα τα παραδείγματα της ΕΡΤ, η εξυγίανση της οποίας –όπως σημειώνεται- ήταν επιβεβλημένη, αλλά και της Δημοτικής Αστυνομίας οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι οι δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις έδειξαν ότι «οι υστερήσεις στο τέλος οδηγούν σε κινήσεις που δεν φαίνεται να εντάσσονται σε ένα γενικότερο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».
Τονίζουν ωστόσο ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, π.χ. η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και ο εκσυγχρονισμός της Διοίκησης, απαιτούν χρόνο, ενώ όπως αναφέρουν η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων δεν λύνει ζητήματα διαφθοράς, αναποτελεσματικότητας και σπατάλης.
Η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη αξιολόγησης, ενώ στηλιτεύει το γεγονός ότι η συζήτηση σε ό,τι αφορά το Δημόσιο εστιάσθηκε στην «κινητικότητα» και στις απολύσεις, «ενώ λίγα πράγματα έχουν γίνει για την κατάργηση ή αναμόρφωση των κανόνων του ‘παιχνιδιού’, των δομών και των διαδικασιών που αποτελούν το ευνοϊκό έδαφος για διαφθορά και αναποτελεσματικότητα».
Σε ό,τι αφορά το φορολογικό σύστημα, υπογραμμίζεται ότι η αλλαγή του θα έπρεπε να είναι εξ αρχής η πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής οικονομικής προσαρμογής. «Στην πραγματικότητα ελήφθησαν στο παρελθόν διάφορα φορολογικά μέτρα αποσπασματικά και με εισπρακτικό στόχο», σημειώνει η έκθεση, εκτιμώντας ότι «η ριζική αναδιάρθρωσή του φορολογικού συστήματος μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας διεξοδικής διαβούλευσης με την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής».
Οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν ότι αν δεν εφαρμοστούν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, η επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη θα αποδειχθεί απατηλό όραμα: «Όσο καιρό διαπιστώνεται από παντού εκτεταμένη διαφθορά στο Δημόσιο, η Δικαιοσύνη υπολειτουργεί και το φορολογικό σύστημα παραμένει ασταθές, δύσκολα θα επενδύονται παραγωγικά κεφάλαια στην Ελλάδα», υποστηρίζουν.
Κρίνουν τέλος θετικά την πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα με επαφές σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. «Διαπιστώνουμε ότι ο πρωθυπουργός πρωτοστατεί στην οικονομική διπλωματία», αναφέρουν, εκφράζοντας ωστόσο την εκτίμηση ότι οι κινήσεις αυτές «θα αποδώσουν περισσότερο αν υπάρξει ουσιαστική πρόοδος σε ορισμένους μεταρρυθμιστικούς τομείς.