Τα ηλεκτρονικά μέσα επιστρατεύει το υπουργείο Οικονομικών για την κοινοποίηση κατασχέσεων σε βάρος οφειλετών του Δημοσίου στα χέρια τρίτων και πιστωτικών ιδρυμάτων.
Με άλλη ρύθμιση στο κατατεθέν νομοσχέδιο «Επενδυτικά Εργαλεία - Ανάπτυξη - Παροχή Πιστώσεων και Άλλες Διατάξεις», εισάγεται η νόμιμη υποχρέωση προς άμεση καταβολή στο Δημόσιο του συνόλου των απαιτήσεών του που έχουν καταταγεί επί πλειστηριάσματος ως εισπρακτέες ανεξάρτητα από τη δικαστική προσβολή της κατάταξή τους, προκειμενου να αποφευχθεί η μεγάλη καθυστέρηση στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων, λόγω της μακροχρόνιας διεξαγωγής των σχετικών δικών. Η ρύθμιση εισάγεται με αναδρομική εφαρμογή επί παλαιοτέρων και εκκρεμών (δηλ. μη τελεσίδικων) πινάκων κατάταξης, προκειμένου να γίνει άμεση είσπραξη και των δημοσίων εσόδων που «λιμνάζουν» επί χρόνια στο Ταμείο Παρακαταθηκών.
Προβλέπεται επίσης, διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές, για τις οποίες έχει αντικειμενικά εξαντληθεί κάθε δυνατότητα είσπραξης, χαρακτηρίζονται όσες:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων.
β. Έχει ολοκληρωθεί, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων, και δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως οι απαιτήσεις του Δημοσίου.
γ. Δεν υφίσταται πτωχευτική και μεταπτωχευτική περιουσία, ή έχει εκποιηθεί η υπάρχουσα και έχει εισπραχθεί το προϊόν της εκποίησης αυτής, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
δ. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης, η διαδικασία αυτής και δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία.
ε. Έχουν ολοκληρωθεί, έναντι των συνυποχρέων οι ενέργειες που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις.
στ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτόν ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι δεν υφίσταται καμία δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησης των απαιτήσεων του Δημοσίου στην ημεδαπή.
ζ. Έχει γίνει έναρξη της ποινικής διαδικασίας σε βάρος των υπευθύνων, στις περιπτώσεις που ασκείται ποινική δίωξη για συνολική βασική οφειλή άνω των 10.000 ευρώ
η. Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, οι πάσης φύσεως απαιτήσεις του Δημοσίου, αμέσως μετά την αναγγελία τους στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.
Μεταξύ άλλων, παρέχεται κίνητρο στους φορολογούμενους, πριν από την έκδοση των πράξεων επιβολής του φόρου και λοιπών καταλογιστικών πράξεων, να υποβάλλουν αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις έχοντας λάβει γνώση των αποτελεσμάτων του ελέγχου, καταβάλλοντας μειωμένες προσαυξήσεις και πρόστιμα σε σχέση με τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η δυνατότητα στις ελεγκτικές υπηρεσίες για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου μόνο της τελευταίας ανέλεγκτης διαχειριστικής περιόδου και των δύο προηγούμενων αυτής, ώστε να ελέγχονται όλες οι χρήσεις υποθέσεων που παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον λόγω ουσιαστικών παραβάσεων.
Παρέχεται επίσης, η δυνατότητα παράτασης παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για δύο επί πλέον έτη εφόσον έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου εντός του χρόνου που ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις.
Κέντρα Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και Μεγάλων Επιχειρήσεων
Στο νομοσχέδιο - «σκούπα» του ΥΠΟΙΚ προβλέπεται ακόμη η σύσταση ειδικής αποκεντρωμένης υπηρεσίας φορολογικού ελέγχου επιπέδου Διεύθυνσης, υπό τον τίτλο «Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.)», η οποία υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, έχει έδρα στον δήμο Αθηναίων και η κατά τόπον αρμοδιότητά της εκτείνεται σε όλη την επικράτεια.
Επιπρόσθετα η Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων μετατρέπεται σε ειδική αποκεντρωμένη υπηρεσία φορολογικού ελέγχου, η οποία επίσης υπάγεται στην Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και μετονομάζεται σε «Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.)», με έδρα το δήμο Αθηναίων.
Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Κέντρων Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και Μεγάλων Επιχειρήσεων, καθώς και των νέων τμημάτων και γραφείων των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης και ο χρόνος παύσης λειτουργίας της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων ορίζεται σε ένα μήνα από την δημοσίευση του νόμου.