Από τα ανοιχτά θέματα της κυβέρνησης με την τρόικα η κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιάζει τους μεγαλύτερους κινδύνους, επισημαίνουν οι αναλυτές της Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία».
Όπως αναφέρεται στο δελτίο, το πρόγραμμα κινητικότητας δεν αποτελεί μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα αναδιάρθρωσης του ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο, όχι γιατί δεν περιλαμβάνει απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων αλλά γιατί δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν είναι αποφασισμένη να απαντήσει συνολικά στο συγκεκριμένο πρόβλημα.
Οι αναλυτές υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση δεν δημοσίευσε ένα πλήρες σχέδιο για το σύνολο των 25.000 δημοσίων υπαλλήλων που θα πρέπει να ενταχθούν στο πρόγραμμα κινητικότητας αλλά προτίμησε την τμηματική λύση.
Αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ανακοινώνει ανάλογες δέσμες υπαλλήλων – κενών θέσεων στο προσεχές μέλλον και μέχρι να καλυφθεί ο αριθμός των 25.000 δημοσίων υπαλλήλων. Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο δεν εξασφαλίζει την αξιοκρατική και αποτελεσματική τοποθέτηση των υπαλλήλων ενώ προσπαθεί να μεταθέσει το θέμα των απολύσεων για το μέλλον. Μάλιστα θεωρούν αμφίβολη την έγκριση του συγκεκριμένου προγράμματος από την τρόικα.
Όσον αφορά στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, η Eurobank αναφέρει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αλλά πρόκειται για μια πολύπλοκη διαδικασία που σε πολλές περιπτώσεις θέλει χρόνο για να αποδώσει. Πάντως σημειώνει ότι ο Απρίλιος θα είναι ο κρίσιμος μήνας για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Παράλληλα στο δελτίο γίνεται αναφορά σε μια σειρά από θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.
Μεταξύ των θετικών στοιχείων είναι πως το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών μειώθηκε το 2012 στο ένα τέταρτο του ελλείμματος του 2011 ή στο 2,9% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης των πληρωμών για τόκους τίτλων του ελληνικού Δημοσίου και της μείωσης των εισαγωγών λόγω της ύφεσης.
Αντίθετα, στα αρνητικά αναφέρονται οι προβληματισμοί για τα δημοσιονομικά στοιχεία του Ιανουαρίου επεκτάθηκαν πέρα από τα έσοδα και στις δαπάνες, η μείωση των οποίων οφείλεται και στο γεγονός ότι αναβλήθηκαν δαπάνες που αρχικά είχαν καταγραφεί στο μηνιαίο στόχο του Ιανουαρίου.