Τρεις είναι σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα οι θεμελιώδεις παράγοντες που δικαιολογούν τις παρατηρούμενες τάσεις στην πιστωτική επέκταση:
i) η έντονα πτωτική πορεία των επιτοκίων δανεισμού (περίπου 800 μ.β. κατά την τελευταία τετραετία),
ii) οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης της εγχώριας δαπάνης και
iii) το ευνοϊκό αρχικό σημείο εκκίνησης στα τέλη της δεκαετίας του 1990, δεδομένου του εξαιρετικά χαμηλού βαθμού χρηματοπιστωτικής μόχλευσης των ελληνικών νοικοκυρών, κατά κύριο λόγο, αλλά και των επιχειρήσεων.
Όπως επισημαίνεται στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2003 του Δελτίου Aνάλυσης της ελληνικής οικονομίας και των αγορών που εκδίδει η Εθνική, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επιτόκια δανεισμού έχουν ήδη συγκλίνει με αυτά της ευρωζώνης και καθώς οι πρώτες ενδείξεις επιβράδυνσης στη χορήγηση πιστώσεων είναι υπαρκτές από το δεύτερο εξάμηνο του 2002, παρουσιάζεται εμπειρική ανάλυση της αγοράς δανείων.
Με βάση τις ελαστικότητες εισοδήματος και επιτοκίου, οι οποίες εκτιμώνται τόσο για το σύνολο των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα όσο και τις επιμέρους κατηγορίες των επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, παρουσιάζονται οι προβλέψεις μας αναφορικά με την εξέλιξη τους για το τρέχον έτος και το 2004.
Οι εμπειρικές εκτιμήσεις για τις επιμέρους κατηγορίες δανείων (καταναλωτικά και στεγαστικά) χαρακτηρίζονται από αυξημένο βαθμό δυσκολίας λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος που αντιστοιχεί σε μια περίοδο ταχείας αύξησης των δανείων προς τα νοικοκυριά.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την Εθνική, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 14,3% το 2004 από 16,9% το 2002. Η επιβράδυνση αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της επιβράδυνσης της καταναλωτικής πίστης (σε 15% από 24,2% το 2002, καθώς ο κλάδος της καταναλωτικής πίστης έχει φθάσει πλέον σε φάση ωρίμανσης, - με την πιστωτική επέκταση ως ποσοστό του ΑΕΠ να πλησιάζει το μέσο όρο της ευρωζώνης) όσο και της στεγαστικής (22,6% από 35,6% κατά την ίδια περίοδο). Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, ο ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας προβλέπεται να παραμείνει υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης (4,6 % κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003).
Όπως επισημαίνεται στο δελτίο της Εθνικής, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη του δανεισμού, οι εγχώριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο βαθμό χρηματοπιστωτικής μόχλευσης σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης με εξαίρεση τον τομέα της καταναλωτικής πίστης. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, παραμένει σχετικά χαμηλό και σταθερό αντανακλώντας την πτωτική πορεία των επιτοκίων.