Τα προ φόρων και δικαιωμάτων μειοψηφίας κέρδη του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ανήλθαν το 9μηνο 2003 σε €387,4 εκατ., αυξημένα κατά 40% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2002. Αντίστοιχα, τα κέρδη του Ομίλου μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας παρουσίασαν αύξηση 38,4% και διαμορφώθηκαν στο 9μηνο 2003 σε €382,5 εκατ. Η βελτίωση της κερδοφορίας του Ομίλου είναι αποτέλεσμα της αύξησης των οργανικών εσόδων κατά 10,6%, και της συγκράτησης των δαπανών προσωπικού και των εξόδων διοίκησης στα επίπεδα του 2002.
Σε τριμηνιαία βάση, ο Όμιλος της ΕΤΕ διατήρησε την δυναμική των προηγούμενων 3μήνων. Τα οργανικά έσοδα του 3μήνου διατηρούνται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών (€429,4 εκατ.). Τα προ φόρων και μειοψηφίας κέρδη διαμορφώνονται σε €125,3 εκατ. από €150,7 εκατ., κυρίως λόγω της μείωσης των διαπραγματευτικών κερδών στο γ! 3μηνο του 2003.
Αύξηση κατά 9.5% σημείωσε το καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα του Ομίλου το οποίο διαμορφώθηκε το 9μηνο 2003 σε €960,6 εκατ. έναντι €876,9 εκατ. το 9μηνο του 2002. Παρά τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης τον Ιούνιο του 2003, στο γ! 3μηνο το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο του Ομίλου διατηρείται στις 263 μβ, δηλαδή στο ιστορικό υψηλό του α! 6μηνου 2003, σημαντικά βελτιωμένο έναντι του 2002 (243 μβ). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τη συνεχιζόμενη βελτίωση της σύνθεσης του δανειακού χαρτοφυλακίου του Ομίλου της ΕΤΕ με την αυξανόμενη συμβολή των χαρτοφυλακίων λιανικής τραπεζικής στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Εντυπωσιακή βελτίωση κατά 14,9% έναντι του 2002 παρουσιάζουν οι καθαρές προμήθειες του Ομίλου, οι οποίες ανήλθαν το 9μηνο του 2003 σε €285,7 εκατ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ρυθμός αύξησης των προμηθειών επιταχύνεται, πράγμα που υπογραμμίζεται τόσο από το γεγονός ότι στο α! 6μηνο η αντίστοιχη αύξηση σε σχέση με το α! 6μηνο του 2002 ήταν 7.9%, όσο και από το ότι στο γ! 3μηνο καταγράφεται αύξηση των προμηθειών κατά 8% έναντι του προηγούμενου 3μήνου. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τη διεύρυνση των χορηγητικών εργασιών κυρίως στη λιανική τραπεζική. Σημειώνεται ότι η συμβολή των διαπραγματευτικών εσόδων στο σύνολο των εσόδων μειώθηκε σε μόλις 3,4% το γ! 3μηνο του έτους, από 7.1% στο β! 3μηνο. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει τις επαναλαμβανόμενες πηγές εσόδων στο 94,4% του συνόλου το 9μηνο 2003 από 93,3% το 6μηνο 2003, εξέλιξη που έχει ως αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό της διακύμανσης των αποτελεσμάτων του Ομίλου.
Ουσιαστική συμβολή στην κερδοφορία του Ομίλου είχε η περιορισμένη αύξηση κατά 0,5% των λειτουργικών δαπανών του Ομίλου της ΕΤΕ το 9μηνο του 2003 σε σχέση με το 9μηνο του προηγούμενου έτους. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες προσωπικού παρέμειναν στα επίπεδα του 2002 (9μηνο 2003: €541.8εκατ., 9μηνο 2002: €540 εκατ). Επίσης, τα λοιπά έξοδα σημείωσαν οριακή αύξηση κατά 0,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2002. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο δείκτης αποτελεσματικότητας του Ομίλου διαμορφώνεται το 9μηνο του 2003 σε 66,5% από 71,7% κατά το 2002, ενώ προσαρμοσμένος για τα διαπραγματευτικά κέρδη, ο δείκτης αποτελεσματικότητας βελτιώνεται περαιτέρω σε 70,4% το 9μηνο του 2003 από 75,1% την αντίστοιχη περίοδο του 2002.
Οι χορηγήσεις του Ομίλου στο τέλος του 9μήνου διαμορφώνονται σε €21,9 δισεκατ. καταγράφοντας ετησιοποιημένο ρυθμό αύξησης της τάξεως του 9,5% σε σχέση με το τέλος του 2002. Ειδικότερα, η ανάπτυξη των χαρτοφυλακίων λιανικής τραπεζικής συνεχίζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Το σύνολο της καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες και δάνεια) αυξάνεται με ετησιοποιημένο ρυθμό 22,5% σε σχέση με το τέλος του 2002, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης της στεγαστικής πίστης διαμορφώνεται σε 18,5%.
Εντυπωσιακή παραμένει η παραγωγή νέων δανείων λιανικής τραπεζικής. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι οι εκταμιεύσεις νέων καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων στο γ! 3μηνο παρουσιάζουν αύξηση 30% και 21% αντίστοιχα έναντι του προηγούμενου 3μήνου. Σωρευτικά, στο 9μηνο του 2003 οι εκταμιεύσεις των καταναλωτικών δανείων της Τράπεζας ανέρχονται σε €700 εκατ. περίπου, αυξημένες κατά 27,5% σε σχέση με το 9μηνο του 2002. Οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων προσεγγίζουν τα €1 200 εκατ., αυξημένες κατά 29% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο 2002.
Ρυθμό ετήσιας αύξησης της τάξης του 50% σημειώνουν οι χορηγήσεις της επαγγελματικής πίστης με τα υπόλοιπα να υπερβαίνουν τα €700 εκατ. Με αντίστοιχο ρυθμό διευρύνεται και το πελατολόγιο της ΕΤΕ στο τομέα αυτό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο τέλος του γ! 3μήνου 2003 οι χορηγήσεις λιανικής τραπεζικής (στεγαστικά δάνεια, κάρτες, καταναλωτικά δάνεια και επαγγελματική πίστη) υπερβαίνουν για πρώτη φορά στην ιστορία της Τράπεζας το ύψος των επιχειρηματικών χορηγήσεων. Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει την επιτυχία της στρατηγικής επιλογής της Τράπεζας στην ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής.
Σημαντική αύξηση κατά 19% σε ετησιοποιημένη βάση παρουσιάζουν οι χορηγήσεις προς τις μεσαίες επιχειρήσεις από την αρχή του 2003. Παράλληλα, ο αριθμός των πελατών στην αγορά αυτή σημειώνει αύξηση κατά 12% από την αρχή του έτους.
Η επέκταση του δανειακού χαρτοφυλακίου συνδυάζεται με περαιτέρω βελτίωση της ποιότητάς του, γεγονός που υπογραμμίζεται από τη μείωση του απόλυτου ύψους των δανείων σε καθυστέρηση. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού των δανείων σε καθυστέρηση ως προς το σύνολο των χορηγήσεων του Ομίλου σε 6,5% στο 9μηνο του 2003 έναντι 7.0% στο τέλος του 2002. Παράλληλα, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση που καλύπτεται από προβλέψεις αυξάνεται από 70,9% στο τέλος του 2002 σε 75.1% το 9μηνο του τρέχοντος έτους.
Τα υπό διαχείριση κεφάλαια του Ομίλου της ΕΤΕ διαμορφώθηκαν €47 δισεκατ. το Σεπτέμβριο του 2003, αυξημένα κατά 6.6% έναντι του τέλους του 2002, παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Οι καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου σημειώνουν αύξηση κατά 2.8% από την αρχή του έτους, ενώ η μείωση των καταθέσεων προθεσμίας και των repos κατά 7.3% αντισταθμίστηκε πλήρως από την εντυπωσιακή αύξηση του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων του Ομίλου (+72% από το τέλος του 2002) στα πλαίσια της στρατηγικής της Τράπεζας να προσφέρει περαιτέρω εναλλακτικές μορφές αποταμιευτικών-επενδυτικών προϊόντων προς την πελατεία της. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο αγοράς της ΕΤΕ στα αμοιβαία κεφάλαια να ενισχυθεί εντυπωσιακά από 16,7% στο τέλος του 2002 σε 24,2% το Σεπτέμβριο του 2003.
Σημαντική συμβολή στα κέρδη του Ομίλου είχε το δίκτυο εξωτερικού, τα κέρδη του οποίου μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας, ανήλθαν σε €89 εκατ., ποσό που αντιπροσωπεύει το 23% των κερδών του Ομίλου.
Ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου (Τier I) υπολογίζεται σε 9,7% περίπου επηρεασμένος θετικά από την έκδοση ‘καινοτόμων’ τίτλων βασικών κεφαλαίων ύψους €350 εκατ. τον Ιούλιο του 2003, αλλά και τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του κινδύνου αγοράς με βάση το εσωτερικό υπόδειγμα της μέγιστης δυνητικής ζημίας (Value-at-Risk) μετά τη σχετική έγκριση της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, συμπεριλαμβανομένων και των συμπληρωματικών κεφαλαίων (Tier II) εκτιμάται σε 12,9% έναντι 10,4% στο τέλος του 2002.
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, η μετά από φόρους απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (After Tax Return on Average Equity), υπολογίζεται σε 14,0% έναντι 8,7% το 2002, ενώ η προ φόρων απόδοση βελτιώνεται σε 20% από 14,3% το 2002. Η απόδοση του ενεργητικού του Ομίλου (Return on Average Assets) διαμορφώθηκε το 9μηνο του 2003 σε 97 μβ από 66 μβ το 2002.