Θ. Καρατζάς: Η πρόκληση της ανάπτυξης μετά τους Ολυμπιακούς

Τρίτη, 09 Δεκεμβρίου 2003 14:27

Ακολουθεί η ομιλία του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρου Καρατζά, στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο με θέμα: «Η πρόκληση της ανάπτυξης μετά τους Ολυμπιακούς.

Κυρίες και κύριοι,

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές του συνεδρίου για την ευκαιρία που μου δίνουν σήμερα να απευθυνθώ για μια ακόμα χρονιά στο εκλεκτό αυτό ακροατήριο.

Πριν από ένα ακριβώς χρόνο, μιλώντας στο συνέδριό σας, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στις ευεργετικές συνέπειες που δημιουργεί για την οικονομία μας, αλλά και στις προοπτικές της, το περιβάλλον μακροοικονομικής σταθερότητας το οποίο εξασφαλίζει η συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Μετά από δεκαετίες υψηλού πληθωρισμού, συναλλαγματικής αστάθειας και διαδοχικών υποτιμήσεων, η χώρα μας τα τελευταία χρόνια απολαμβάνει πρωτοφανείς - για τη μετά το Μπρέττον Γουντς περίοδο - συνθήκες νομισματικής σταθερότητας. Όσο δεδομένες και αν θεωρούμε πλέον τις συνθήκες αυτές, δεν θα πρέπει να υποτιμούμε ούτε τη σημασία τους ούτε τις εργώδεις προσπάθειες και θυσίες που απαιτήθηκαν για να τις αποκτήσουμε.

Το θέμα όμως της σημερινής μου ομιλίας δεν είναι η σταθερότητα, αλλά η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές της. Συχνά το πεδίο αυτό συζήτησης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε κάθε χώρα, προσφέρεται για ασκήσεις απαισιοδοξίας ή και εσχατολογίας, από την οποία μάλιστα ορισμένοι αναλυτές δείχνουν ενίοτε να αντλούν ακόμη και ικανοποίηση. Χωρίς διάθεση να υπερτιμήσω τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μου σε ορισμένους παράγοντες που, κατά τη γνώμη μου, συνιστούν βάσιμους λόγους αισιοδοξίας.

Ισχυρίζονται πολλοί ότι οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα εξασθενήσουν σημαντικά μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, και ιδίως μετά την ολοκλήρωση της χρηματοδότησης από το Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης το 2006. Εξετάζοντας με τέτοια εμμονή τους εξωγενείς παράγοντες ανάπτυξης και κυρίως αγνοώντας τη δυναμική τους σχέση με τις ενδογενείς πηγές της ανάπτυξης, το μόνο που δηλώνουμε είναι την αβάσιμη ανασφάλειά μας.

Να ξεκινήσω με την Ολυμπιάδα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι απλώς η διεθνής αθλητική διοργάνωση κάποιων ημερών του Αυγούστου του 2004 συν ο ενισχυμένος κύκλος εργασιών κάποιων κατασκευαστικών επιχειρήσεων κατά την περίοδο μέχρι το 2004. Όπως έχω ξαναπεί, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα πολυετές όσο και εντατικό βίωμα παγκοσμιοποίησης για εκατοντάδες επιχειρήσεις της χώρας μας, για χιλιάδες εργαζομένους, καθώς και για τη διοίκηση και γενικότερα την πολιτεία μας. Είναι ο καταλύτης για την εξοικείωση εκατοντάδων επιχειρηματικών μονάδων με ό,τι πιο προηγμένο υπάρχει διεθνώς στους τομείς των μεγάλων έργων, της καινοτόμου τεχνολογίας και των υπηρεσιών. Είναι επίσης η απόδοση στη πρωτεύουσα της χώρας σημαντικά βελτιωμένων υποδομών και η εκ νέου ανάδειξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς, που τόσο την διακρίνει σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι τέλος η απόδοση μεγάλης διεθνούς αναγνωρισιμότητας στην Ελλάδα και τα προϊόντα της, με θετικές συνέπειες στις εξαγωγές και τον τουρισμό. Με άλλα λόγια οι Ολυμπιακοί Αγώνες, και ό,τι αυτοί συνεπάγονται, ενισχύουν την ικανότητα αλλά και την έφεσή μας να συσχετιζόμαστε με το διεθνές γίγνεσθαι, και έτσι πρέπει να τους δούμε. Υπό την έννοια αυτή οι ευεργετικές τους συνέπειες στις παραγωγικές δομές της ελληνικής οικονομίας θα διαρκέσουν για πολλά χρόνια μετά την επίσημη τελετή λήξης των αγώνων.

Έρχομαι στις κοινοτικές εισροές, που θα συνεχιστούν αν και μειωμένες και μετά το 2006. Η χρηματοδότηση από το Τέταρτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να κυμανθεί μεταξύ 13 και 17 δισ. ευρώ, ποσό που ξεπερνά σημαντικά το ισοδύναμο του 1% του ΑΕΠ. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι οι εισροές αυτές χρηματοδοτούν επενδύσεις που διευρύνουν κατά τρόπο διαρκή την παραγωγική βάση και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες τις ελληνικής περιφέρειας να συμμετέχει στην ανάπτυξη. Χάρη στις μεγάλες επενδύσεις σε αεροδρόμια, λιμάνια, γέφυρες, αυτοκινητόδρομους, περιβαλλοντικές υποδομές, εθνικό δίκτυο φυσικού αερίου κτλ., η βελτίωση του αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας θα είναι ορατή μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Επομένως, πρέπει να κοιτάξει ξανά κανείς πώς ο εξωγενής αυτός παράγοντας συνδέεται δυναμικά με ενδογενείς πηγές ανάπτυξης.

Οι νέες υποδομές έχουν φέρει την Ελλάδα πιο κοντά στην υπόλοιπη Ευρώπη όχι μόνο με την οικονομική έννοια αλλά και με την έννοια της φυσικής διασύνδεσης. Η Ελλάδα, μια χώρα χωρίς γεωγραφικά σύνορα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σήμερα καλύτερα δικτυωμένη για την κίνηση προσώπων, αγαθών, ενέργειας και πληροφορίας. Τα πλεονεκτήματα της καλύτερης διασύνδεσης πρόκειται να αυξάνονται όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση επεκτείνεται προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν για την Ελλάδα από την ενταξιακή πορεία των χωρών της Βαλκανικής, ξεκινώντας από την άμεση προοπτική της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, τον σταδιακό εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά και την ανάπτυξη των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία και την Ουκρανία. Όλες οι χώρες αυτές, προς τις οποίες η Ελλάδα διατηρεί έναν σχετικά υψηλό όγκο εξαγωγών, έχουν σημαντικά περιθώρια ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης στο μέλλον. Τα πλεονεκτήματα της έγκαιρης εισόδου και ηγετικής πλέον θέσης πολλών ελληνικών επιχειρήσεων στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα γίνονται όλο και πιο αισθητά τα επόμενα χρόνια. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η ζήτηση για ευρωπαϊκά, μεταξύ των οποίων σε μεγάλο βαθμό και ελληνικά προϊόντα, θα αυξάνεται. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να μεταβληθεί σε κύριο τουριστικό προορισμό των διευρυνόμενων νέων μεσοαστικών και ευημερούντων στρωμάτων της ευρύτερης αυτής γεωγραφικής περιοχής. Οι μεγάλες συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές που αποκτά η χώρα μας τα τελευταία χρόνια θα διευκολύνουν την κίνηση προσώπων και αγαθών προς και από την Ελλάδα. Επομένως, η καλύτερη ευρωπαϊκή και διεθνής διασύνδεση της χώρας είναι μια ακόμα διάσταση των λεγόμενων «μεγάλων έργων» που συχνά τείνουμε να υποτιμούμε.

Η ανεπάρκεια υποδομών στην Ελλάδα οδήγησε στην ορθή επιλογή να κατευθυνθεί εκεί ο κύριος όγκος των δημόσιων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Μέχρι το 2004-2006 το κύριο μέρος των μεγάλων έργων υποδομής θα έχει ολοκληρωθεί. Αυτό θα αναδείξει πιο έντονα την επικαιρότητα των λεγόμενων ηπιότερων επενδύσεων στην ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων, την επιχειρηματικότητα και τη βελτίωση του παραγωγικού περιβάλλοντος. Θα μου επιτρέψετε να εστιάσω την προσοχή μου στο πεδίο αυτό.

Πράγματι, η μεγάλη πρόκληση των καιρών, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη, είναι η αναζήτηση και προώθηση των ενδογενών πηγών οικονομικής ανάπτυξης. Πριν από τριάμισι χρόνια, τον Μάρτιο του 2000 στη Λισαβόνα, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έθεσαν σε κίνηση ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα: να καταστήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση μια δυναμική, παγκόσμια ανταγωνιστική οικονομία, βασισμένη στη γνώση. Στόχος ήταν να δημιουργηθούν δέκα εκατομμύρια θέσεις εργασίας μέχρι το 2010, με ποιότητα στις συνθήκες εργασίας και βελτίωση της κοινωνικής συνοχής. Έτσι η ατζέντα της Λισαβόνας είναι το μεγαλύτερο στοίχημα ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην υπηρεσία του οποίου τέθηκαν μια σειρά από επιμέρους μέτρα πολιτικής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της κοινωνίας της πληροφορίας, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της καινοτομίας και της περαιτέρω ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Ο έως τώρα απολογισμός, χωρίς να είναι αντίστοιχος της υψηλής αισιοδοξίας που επικρατούσε την άνοιξη του 2000, δείχνει ωστόσο ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμα σημαντικότερα είναι όσα υπολείπονται να γίνουν.

Τα διευρωπαϊκά δίκτυα είναι η μια διάσταση. Αναφέρθηκα παραπάνω στην ελληνική συμβολή στη διασύνδεση των επιμέρους οικονομιών που συναπαρτίζουν την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η περαιτέρω απελευθέρωση και ενοποίηση των δικτύων ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών θα συμβάλει στην επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ειδικότερα. Το μέγεθος των περαιτέρω επενδύσεων στους τομείς αυτούς θα απαιτήσει έμφαση σε καινοτόμες μεθόδους ιδιωτικής χρηματοδότησης, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα να αναλαμβάνει κρίσιμο δυναμικό ρόλο.

Το κεντρικό όμως ζητούμενο στην ατζέντα της Λισαβόνας, και μέγιστη πρόκληση για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια, είναι η επένδυση στην οικονομία της γνώσης. Η έρευνα και καινοτομία, η επένδυση στις νέες τεχνολογίες, ακόμα περισσότερο η επιτυχής επιχειρηματική αξιοποίηση, απορρόφηση και διάχυση των νέων τεχνολογιών θα είναι παράγοντας - κλειδί για τη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στο σημείο αυτό. Το θέμα δεν είναι απλώς η αύξηση της παραγωγής έρευνας και τεχνολογίας, ως ένα απλό ζήτημα διοχέτευσης περισσότερων δημόσιων και ιδιωτικών πόρων στις δραστηριότητες αυτές. Η μεγάλη πρόκληση για την οικονομία και την κοινωνία ολόκληρη είναι η συστηματική καλλιέργεια μιας κουλτούρας, που κάνει δυνατή τη διαρκή επιδίωξη της καινοτομίας και την αποτελεσματική οικονομική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Δεν αρκεί για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού το ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο που παρέχει επαρκή κίνητρα και κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, αλλά κυρίως χρειαζόμαστε νέους επιχειρηματίες, διατεθειμένους να πάρουν τον κίνδυνο, να αναλάβουν καινοτόμες πρωτοβουλίες, που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη και την ευημερία.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που θα αποδέχεται και θα ενισχύει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματικές μονάδες ανοικτές στον διαρκή οργανωτικό εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική καινοτομία. Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αφοσιωμένα στο να εντοπίζουν και να στηρίζουν την επιχειρηματικότητα. Πανεπιστήμια συνδεδεμένα με τις ανάγκες της παραγωγής, με προγράμματα σπουδών ανοιχτά όχι μόνο στη διεθνή ακαδημαϊκή συζήτηση αλλά και στα μηνύματα της αγοράς, με εσωτερικές δομές λειτουργίας που να εμφυσούν τον έρωτα για τη γνώση και τη φιλοδοξία της διάκρισης. Χρειαζόμαστε εκπαιδευτικά ιδρύματα που να οπλίζουν τους νέους με δεξιότητες κριτικές, αναλυτικές, τεχνολογικές και επικοινωνιακές, που θα τους επιτρέπουν να προσαρμόζονται με ευελιξία στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες της κοινωνίας και της αγοράς. Χρειαζόμαστε κυρίως νέους που θα έχουν αφομοιώσει την τεχνολογία της διαρκούς μάθησης, και ασφαλώς συστήματα σύνδεσης εκπαίδευσης-παραγωγής που θα τους επιτρέπουν να την εφαρμόζουν. Για να δώσω ένα ελάχιστο παράδειγμα, κάθε απόφοιτος της ελληνικής μέσης εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να χειριστεί χωρίς δυσκολία ηλεκτρονικό υπολογιστή, αλλά και να επικοινωνήσει με πλήρη επάρκεια στη νέα lingua franca της διεθνούς κοινωνίας της πληροφορίας, που είναι η αγγλική γλώσσα.

Οι νέες πηγές ανάπτυξης επιτυγχάνονται με τη διαρκή βελτίωση των ανθρώπινων πόρων και του παραγωγικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο ρόλος της δημόσιας διοίκησης. Η διοίκηση πρέπει να αλλάξει αποστολή και να υιοθετήσει έναν περισσότερο καθοδηγητικό και λιγότερο παρεμβατικό ρόλο, έναν ρόλο ευέλικτου στρατηγείου που θα στοχεύει στην αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της οικονομίας αντί να επιχειρεί να τις ποδηγετήσει. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται μια διοίκηση πιο ευέλικτη, απαρτιζόμενη από ικανά και καλά αμειβόμενα στελέχη, τεχνολογικά εξοπλισμένη, με οριζόντια δικτυακή διάρθρωση που να μην ευνοεί τις ιεραρχικές αγκυλώσεις που με τη σειρά τους την εμποδίζουν να ανταποκριθεί στο νέο της ρόλο. Μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι μια σειρά μεταρρυθμίσεων, που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή στη δημόσια διοίκηση, θα είναι σε θέση να αποδίδουν αυξανόμενους καρπούς στα επόμενα χρόνια.

Ένα από τα κλειδιά για να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης που θα χαρακτηρίζονται από διάρκεια είναι η ανταγωνιστικότητα. Ο όρος αυτός περιγράφει την ικανότητα μιας οικονομίας να παράγει υπηρεσίες και προϊόντα καλύτερα και φθηνότερα από τους ανταγωνιστές της. Όμως, δεν πρέπει να περιοριστούμε σε μια απλή μαθηματική σχέση όταν αναλύουμε τη σημασία της ανταγωνιστικής λειτουργίας του ελληνικού επιχειρηματικού κλάδου. Η έννοια αυτή αναφέρεται εξίσου και στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να βελτιώνουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων, στην ανάγκη τεχνολογικών επενδύσεων για τη δημιουργία της απαραίτητης γνώσης για την ενίσχυση της παραγωγής, καθώς και στη διαρκή επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που χάρη σε διμερείς κρατικές ή άλλες εμπορικές συμφωνίες είχαμε το περιθώριο να μην ενδιαφερόμαστε για την ποιότητα ή το κόστος των προϊόντων μας. Μέσα σε συνθήκες ενιαίας ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας αγοράς, η ανταγωνιστικότητα είναι το μοναδικό όχημα που θα μας οδηγήσει στη διασφάλιση και διεύρυνση της ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της χώρας μας. Και η χώρα μας διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, ιδίως σε υπηρεσίες όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι τραπεζικές εργασίες.

Η ταχύτητα των αλλαγών στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναγάγει την ευελιξία σε κεντρική ευρωπαϊκή στρατηγική ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης. Η ενδυνάμωση των επιχειρηματικών μονάδων, και ιδίως της πληθώρας μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, προκειμένου να δραστηριοποιηθούν σε συνθήκες ευελιξίας είναι κρίσιμος μοχλός ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών και της ελληνικής οικονομίας ειδικότερα. Η ενδυνάμωση περιλαμβάνει και τη δημιουργία του κατάλληλου μεγέθους, εκεί όπου αυτό είναι απαραίτητο. Συνδέεται δηλαδή με μια προσπάθεια οικονομιών κλίμακος, ώστε το κόστος των παραγόμενων προϊόντων και προσφερόμενων υπηρεσιών να είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο και να αποτελεί απόδειξη της αποδοτικότητας της επιχειρηματικής υποδομής. Με τον τρόπο αυτόν η μεγέθυνση των επιχειρήσεων υπηρετεί την ενδογενή επίτευξη οικονομιών κλίμακος που ισχυροποιεί τη θέση των επιχειρήσεων στην αγορά και επιτρέπει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

Η ενδυνάμωση των επιχειρήσεων δεν περιορίζεται στην κεφαλαιακή τους ενίσχυση. Ενδυνάμωση σημαίνει τον πλήρη απογαλακτισμό του επιχειρηματικού τομέα από μια αντίληψη αναζήτησης εξωτερικής προστασίας, όπως εκείνη που παρείχαν παλαιότερα οι επιδοτήσεις και οι προσαρμογές της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ενδυνάμωση σημαίνει μια νοοτροπία διαρκούς εγρήγορσης και προσαρμογής σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον αγορών και τεχνολογίας.

Η ενδυνάμωση συνιστά μια συνεχή αναζήτηση καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας σε όλα τα επίπεδα οργανωτικής διάρθρωσης και παραγωγής, με ετοιμότητα στην επιδίωξη διεθνών συνεργασιών και στη διασύνδεση με τα μεγάλα δίκτυα διανομής, ώστε να είναι εύκολη η επέκταση σε νέες αγορές. Σημαίνει επίσης υψηλότερη επένδυση των επιχειρήσεων όχι μόνο στην έρευνα αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό τους, με προσφορά κινήτρων στους εργαζομένους για περισσότερη πρωτοβουλία, συμμετοχή και παραγωγικότητα.

Συχνά διατυπώνεται το αίτημα για περισσότερη ευελιξία στο πλαίσιο συνθηκών εργασίας. Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις στις οποίες περισσότερη ευελιξία θα ωφελούσε τόσο τη συνολική απασχόληση όσο και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Όμως και οι ίδιες οι επιχειρήσεις πρέπει να επενδύσουν όχι μόνο στο να επιδιώκουν μεγαλύτερη θεσμική ελαστικότητα από την πολιτεία, αλλά και στο να προάγουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και μια καλύτερης ποιότητας σχέση με τους εργαζομένους τους. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δημιουργούν περίπου το ήμισυ της απασχόλησης, πρέπει και αυτές να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους, προάγοντας την τακτική επανεκπαίδευση, καλύτερες συνθήκες εργασίας και κοινωνική στήριξη των εργαζομένων τους. Η επένδυση των επιχειρήσεων στο ανθρώπινο δυναμικό τους δεν είναι περιττή πολυτέλεια: είναι μια επένδυση που οδηγεί σε μεγαλύτερη αφοσίωση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις τους, υψηλότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας και κερδοφορίας.

Κυρίες και κύριοι,

Ο δρόμος για την κατάκτηση της σταθερότητας ήταν δύσκολος αλλά ευθύς, και απαιτούσε, κυρίως από την πλευρά της πολιτείας, συμμόρφωση με μια σειρά σαφών, ποσοτικών κριτηρίων μακροοικονομικής πειθαρχίας. Ο δρόμος για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης πλέον είναι αρκετά πιο σύνθετος και δυσχερής, τόσο σε επίπεδο πολύπλοκου σχεδιασμού όσο κυρίως σε επίπεδο πραγματοποίησης. Απαιτεί στράτευση δυνάμεων που υπερβαίνει την πολιτεία και τις ρυθμιστικές αρχές, ξεπερνά και τον ίδιο τον επιχειρηματικό κλάδο και εκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος θεσμών της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι όμως σημαντικό ότι οι βάσεις έχουν τεθεί: οι υποδομές υπάρχουν, η διεθνής δικτύωση και διασύνδεση είναι δυνατή, η ελληνική επιχειρηματικότητα είναι παρούσα σε μια Βαλκανική με υψηλό μεσοπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης, τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες την επομένη των Ολυμπιακών Αγώνων θα απολαμβάνουν διεθνή αναγνωρισιμότητα, εκατοντάδες ελληνικές επιχειρήσεις και χιλιάδες στελέχη και εργαζόμενοι θα έχουν λειτουργήσει υπό συνθήκες άκρως ανταγωνιστικές. Οι παράγοντες αυτοί επιτρέπουν βάσιμη αισιοδοξία, επιβάλλουν όμως παράλληλα την επιστράτευση όλων των αποθεμάτων δημιουργικότητας, επιχειρηματικότητας και καινοτομίας στην κοινωνία μας, έτσι ώστε οι σημερινοί υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης να παραμείνουν αδιάπτωτοι.

Σας ευχαριστώ.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα